Νομίζω ότι δώσαμε πολλή σημασία στο συμβάν ΣΥΡΙΖΑ – Πρώτη φορά Αριστερά, εκτινάσσοντάς το έτσι έξω από τα πραγματικά του όρια ως κυβερνητική δύναμη. Αν θυμηθούμε τον ΣΥΡΙΖΑ της καρδιάς μας του 3%, πιθανόν να δούμε ότι δεν απαντούσε στην προοπτική μιας αριστερής διακυβέρνησης αλλά ακριβώς στο αντίθετό της. Και σαν τέτοιος, λειτουργούσε ως η καταφυγή της ελπίδας μας ότι μπορούμε να ονειρευόμαστε μια καλύτερη κοινωνία. Περιέργως, συσκοτιζόταν το «βρώμικο» κομμάτι της διακυβέρνησης με όλο το πολιτικό και ιδεολογικό του φορτίο και αυτό ακριβώς ήταν το ξύπνημα που ορίζουμε ως απογοήτευση ή προδοσία, συναρθρωμένο και με τον μύθο του εσαεί προδομένου λαού.

Θυμάμαι την αμηχανία εάν όχι και την ανησυχία που μού προκαλούσε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο η αίσθηση ότι ο λεγόμενος αριστερός λόγος δεν ήταν συνομιλία με την κοινωνία σ’ ένα επίπεδο τού «αφουγκράζομαι τα αιτήματα και τα μετουσιώνω σε λύσεις» (μερικές, αποσπασματικές, συνολικές, δεν έχει σημασία) αλλά στο επίπεδο τού «ακούω τα αιτήματα και τα μεταφράζω σε σλόγκαν». Ήταν η πρώτη φορά που ένα αριστερό κόμμα απευθυνόταν σε τόσο μεγάλα και ανόμοια ακροατήρια που ζητούσαν το αδύνατο –την αποκατάσταση των απειλούμενων ή και χαμένων οικονομικών τους βάσεων από την μια μέρα στην άλλη- και, μέσα σ’ αυτήν την φαντασίωση, δεν συμπόνεσαν τον ΣΥΡΙΖΑ, που ανέβαζε τον πήχη στον ουρανό γιατί δεν ήξερε τί άλλο να κάνει, και τον έκαναν κυβέρνηση, αγνοώντας ότι τα συμφραζόμενα είναι μια συνθήκη διαρκούς κρίσης όπου μοιραία ο πληθυσμός θα γίνει χρηστικό αντικείμενο ενόψει αναπαραγωγής και όχι καταστροφής των όρων ενός καθεστώτος που δεν αλλάζει μηχανικά με την αλλαγή κυβέρνησης.

Έτσι, δύσκολα θα μιλούσα για λαό με όρους μιας ενδεχόμενης εξεγερτικής αντίθεσης, στο βαθμό που αυτό που προοιωνίζει η μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχή είναι μάλλον μια α-πολιτική μετακίνηση ετερόκλητων τμημάτων του πληθυσμού από τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντίπερα όχθη. Μια α-πολιτική αντίδραση που στοχεύει σε πρόσωπα και όχι σε θεσμούς, γιατί τα πρόσωπα έχουν μια υλικότητα που απορροφά φαντασιακά την οργή στερώντας την ακριβώς από τον εξεγερτικό χαρακτήρα που είναι η ζωτική της λύμφη και ως παράδειγμα θα έφερνα την απήχηση που έχει σε ετερόκλητα κομμάτια του πληθυσμού η Χρυσή Αυγή. Έτσι, η οργή στερούμενη εξεγερτικής δυναμικής, μπορεί να υπηρετήσει τελικά αυτό το οποίο μάχεται συμβάλλοντας στην αναδιάρθρωση των μορφών άσκησης εξουσίας, της κατασταλτικής μη εξαιρουμένης.

*Η Αφροδίτη Κουκουτσάκη είναι Πανεπιστημιακός