Τον Αύγουστο του 1981, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος παραθερίζει στην Κεφαλονιά, το πατρογονικό νησί του. Βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, στα 66 του χρόνια, αλλά ακμαιότατος και υγιής. Οι μέρες του κυλούν αμέριμνες δίπλα στη θάλασσα, μέσα σε μία μονήρη μακαριότητα. Όπου αίφνης θα αρρωστήσει και ο όλβιος βίος που διάγει θα διακοπεί. Η τελική διάγνωση θα είναι «ιογενής πνευμονία» από την οποία θα αναρρώσει τελικώς, αφού θα νοσηλευθεί για μία εβδομάδα στην πανεπιστημιακή πνευμονολογική κλινική του νοσοκομείου Σωτηρία. Από όλη αυτήν την περιπέτεια, όμως, θα προκύψει, η μοναδική γνωστή σε μας πεζογραφική απόπειρα του Λορεντζάτου, μία ημιτελής μεν, πολύ δουλεμένη δε, αυτοβιογραφική νουβέλα που περιγράφει τις μέρες της αρρώστιας του και που μόλις πέρυσι, στα τέλη του 2016, είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, σε μία εκτός εμπορίου έκδοση, από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ, στη σειρά «Αντί ευχών», με σημειώσεις και υστερόγραφο του Σταύρου Ζουμπουλάκη και μεταγραφή της Σοφίας Μπόρα.

Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στην Πάρο το 1956, φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο

Πρώτος κοινωνός αυτής της απόπειρας υπήρξε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο οποίος ήταν ο νεαρότερος από τους δύο φίλους (ο Δημήτρης Μαυρόπουλος ήταν ο άλλος) που επισκέπτονταν τον ασθενή Λορεντζάτο στο νοσοκομείο και του είχαν συμπαρασταθεί εκείνο το καλοκαίρι της κακουχίας. Ο Λορεντζάτος θα του αναγνώσει το αφήγημα αλλά αργότερα θα του πει ότι το έσκισε. Τέλη Αυγούστου του 2016, το αρχείο του Λορεντζάτου θα περιέλθει στην κυριότητα του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ. Ο Ζουμπουλάκης πληροφορείται για την ύπαρξη ενός χειρογράφου με τον τίτλο «Ιογενής πνευμονία». Όμως, έκπληκτος, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στο εξαιρετικό κατατοπιστικότατο σημείωμα-επίμετρο που υπογράφει στο βιβλίο, θα διαπιστώσει πως δεν είναι το ίδιο με εκείνο που είχε ακούσει από το στόμα του Λορεντζάτου. Άρα, το πιο πιθανό είναι ότι ο Λορεντζάτος όντως κατέστρεψε το χειρόγραφο αλλά για κάποιο λόγο επανήλθε. Μια «ευτυχής παρασπονδία», όπως λέει ο Ζουμπουλάκης, καθώς είχε εκδηλώσει πολλές φορές την απαρέσκειά του για τέτοια αυτοβιογραφικά εγχειρήματα: «Ο Λορεντζάτος δεν ήταν εξομολογητικός, δεν μιλούσε για την ιδιωτική του ζωή, ούτε καν στις φιλικές του συναναστροφές», σημειώνει. Εξάλλου, ελάχιστα και από τη ζωή του μας ήταν γνωστά όσο ζούσε.

Την ίδια περίοδο που γράφεται αυτό το πεζό, ο Λορεντζάτος έχει υποπέσει και σε μία άλλη παρασπονδία που αυτή όμως κατάφερε να φτάσει ως εμάς: το «Στου τιμονιού το αυλάκι» που κυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις «Δόμος» και συνδυάζει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις με την ημερολογιακή καταγραφή και το δοκίμιο. Τα δύο έργα γράφονται την ίδια περίοδο. Οι τρεις πρώτες σελίδες από την «Ιογενή πνευμονία» ―η περιγραφή της παραδεισένιας παραλίας των παιδικών του χρόνων― και κάποιες σειρές της τέταρτης μεταφέρονται σχεδόν αυτούσιες στο «Του τιμονιού το αυλάκι».

Ο ήρωας δεν κατονομάζεται, αναφέρεται μόνιμα ως «ο άνθρωπος»

Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Ο Λορεντζάτος επιφυλάσσει για τον εαυτό του τον ρόλο του αφηγητή. Ο ήρωας δεν κατονομάζεται, αναφέρεται μόνιμα ως «ο άνθρωπος», όπως δεν κατονομάζεται και ο τόπος, αν και μπορεί να αναγνωρίσει κανείς εύκολα την τοπογεωγραφία της γενέτειρας Κεφαλονιάς. Τα πραγματολογικά στοιχεία περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία. Ο ανώνυμος «άνθρωπός» μας, λοιπόν, κολυμπάει καθημερινά «στις δυό μεγάλες αμμουδιές του νησιού, τη μια πλατιά και την άλλη μακριά, ατέλειωτη», μέσα σε μία ειδυλλιακή φύση. Οι συναναστροφές του είναι υποτυπώδεις, η μοναξιά του τού χαρίζει μια ακέρια πλησμονή. Εκτός από την παραλία με τις δύο αμμουδιές, η μία δίπλα στην άλλη, όπου συνηθίζει να παίρνει το μπάνιο του, υπάρχει και μία δεύτερη παραλία, ένα άβατο για λίγους μυημένους ―η παραλία από το «Του τιμονιού το αυλάκι»― όπου συνηθίζει να πηγαίνει μόνο όταν μπορεί να την βρει έρημη από λουομένους. Οι περιγραφές του ειδυλλιακού θερινού τοπίου της Κεφαλονιάς είναι υποδειγματικές, θυμίζοντας παπαδιαμαντικές σελίδες και «Όνειρο στο κύμα»: «Ο γκρεμός ολόκληρος έμοιαζε με ένα άδυτο που ο άνθρωπος το καταπατούσε και το παραβίαζε με την παρουσία του και τα πάντα εκεί γύρω, από τα θάμνα και τα αψηλά χορτάρια ίσαμε τα μυριόχρωμα ζουζούνια και τα έντομα ή τα πουλιά που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, λες και τα διαπερνούσε μια ανατριχίλα πως κάποιος τα είδε σε ώρα που δεν έπρεπε, πως κάποιος τα αιφνιδίασε (όπως ένα απάρθενο κοράσι) απάνω στο ξεγύμνωμά τους».

Μέσα σε αυτό το παραδεισένιο περιβάλλον, όπου η φύση βρίσκεται στην «καλή και τη γλυκιά της ώρα», και σε μία απόλυτα ευδαιμονική συνθήκη, κάτι ανοίκειο, κάτι ξένο, ανεπαίσθητα στην αρχή, σχεδόν αδιόρατα, θα κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του: «Ένα απόβραδο ανηφορίζοντας το μονοπάτι που τον έβγαζε στη δημοσιά, ο άνθρωπος αισθάνθηκε για μια στιγμή τα ποδάρια του σα λίγο κουρασμένα». Ο άνθρωπος δεν θα δώσει σημασία, θα παραβλέψει το γεγονός, όπως κάποιος που δεν θέλει να πιστέψει πως κάποιος εξωτερικός εχθρός μπορεί να παρεισφρήσει στον ιδιωτικό του παράδεισο: «Και ούτε από μακριά δεν αντιμετώπιζε την περίπτωση, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, να βαριαρρωστούσε». Ποιος τάχα το φαντάζεται; Τα συμπτώματα, όμως, θα επιμείνουν: «Το άλλο πρωί πέφτοντας στη θάλασσα ένιωσε πως ανάμεσα στο νερό και στο δέρμα του κάτι παρεμβαλλόταν, μία αίσθηση ξένη, σα να έχανε την άμεση επαφή, την ταύτιση με το υγρό στοιχείο». Ωστόσο, θα συνεχίσει κανονικά τη ρουτίνα των διακοπών του, «αν και από μέσα τα εσωτερικά τοιχώματα παρουσίαζαν μικροραγίσματα και είχαν αρχίσει μάλιστα εδώ και εκεί να πέφτουν λιγοστοί σοβάδες». Ο φαινομενικά αρραγής παράδεισός του μάλλον δεν είναι και τόσο απρόσβλητος όσο νομίζει.

κάτι ανοίκειο, κάτι ξένο, ανεπαίσθητα στην αρχή, σχεδόν αδιόρατα, θα κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του

Ο τρόπος που ο Λορεντζάτος παρουσιάζει διαδοχικά τα στάδια εξέλιξης της ασθένειάς του, που ξεκινά αρχικά σαν μία ελαφριά κούραση και αδιαθεσία και συνεχίζεται με υψηλό πυρετό και ρίγη, αλλά και το πώς παράλληλα ο «άνθρωπός» του αντιδρά στα εξωτερικά ερεθίσματα, είναι αριστοτεχνικός. Το νησί από τόπος διακοπών μετατρέπεται σε τόπο μαρτυρίου. Αρχίζει να βλέπει τη ζωή με θολά ξεθωριασμένα χρώματα, πίσω από «το μαγνάδι του πυρετού». Αυτός ο αόρατος εχθρός εγκαθίσταται στη ζωή του σαν μία απειλή που τον κυκλώνει, σαν ένας βρόχος που τον περιτριγυρίζει. Από την εντελή αμεριμνησία θα περιέλθει σε συνθήκες επιφυλακής, προφύλαξης, φόβου. Ο ήλιος που κάποτε του προκαλούσε ευφορία, τώρα τον ταλαιπωρεί. Δεν μπορεί να φάει, δεν μπορεί να διαβάσει, οι άλλοτε αυτόματες καθημερινές συνήθειες είναι ένα βάσανο, έχει χάσει τα ερείσματά του στον κόσμο όπως τον ήξερε. Νιώθει «τόσο απόλυτα ορφανεμένος από όλους και από όλα». Αισθάνεται λες κάποιο φίδι φαρμακερό να έχει διεισδύσει στην παρθένα Εδέμ του –η λέξη «ιός» εξάλλου στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «δηλητήριο, φαρμάκι». Ένα αόρατο σύνορο μοιάζει να τον διαχωρίζει από τους υγιείς: «και κατάλαβε ακόμα μία φορά την απόσταση που τον χώριζε από τους άλλους ανθρώπους, το σκαλοπάτι που είχε πηδήξει, το απόξενο κατώφλι που είχε διαβεί. Θα ξαναγύριζε ποτέ πίσω;»

Η αφήγηση ακολουθεί τον ήρωα μέχρι το κρεβάτι του νοσοκομείου στην Αθήνα, όπου από δική του επιλογή, του παραστέκονται μόνο δύο καρδιακοί φίλοι. Η νουβέλα διακόπτεται λίγο πριν την ανάρρωση και υποθέτουμε λίγο πριν ολοκληρωθεί, οπότε και η ημιτελής μορφή δεν αποτελεί σοβαρό πρόσκομμα. Η ασθένεια αυτή δεν άφησε βαθιά σημάδια στον Λορεντζάτο, όπως μας πληροφορεί στο επίμετρο ο Ζουμπουλάκης, ήταν όμως δραστικότατη, όσον αφορά τις συνειδητοποιήσεις που επέφερε: «Κάτι τέτοιες ώρες πώς μας πουλάει και πώς μας αγοράζει η αφιλότιμη αυτή ζωή, απάνω που εμείς νομίζομε πως, πάει πια, τη μάθαμε ή την κάναμε δικιά μας για πάντα, δικιά μας και στην πράξη, και πολύ περισσότερο στο νόημά της. Νήπιοι!» καταλήγει ο Λορεντζάτος. Στο απόσπασμα αυτό εντοπίζουμε και τον λόγο που ο Λορεντζάτος αποφάσισε να επιστρέψει στο αφήγημα. Ήταν πολύ δυνατό το τράνταγμα που του κατάφερε η αρρώστια σε ό, τι νόμιζε αφελώς –εξού και «νήπιοι»– πως είχε κατακτήσει από γνώση ζωής. Αλλά η ζωή, ακόμα και μέχρι το βαθύ γήρας και για κάποιον με το απόσταγμα σκέψης του 66χρονου Λορεντζάτου, κρύβει εκπλήξεις.

Η επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης και της απουσίας τοπωνυμίων και άλλων ονομάτων, έστω και αν εκκινείται από την επιθυμία του συγγραφέα να μη δώσει επιπλέον αυτοβιογραφικό τόνο, κρίνεται ως απόλυτα λειτουργική, καθώς συνάδει με την αποπροσωποποίηση και τη βαθιά αίσθηση αποξένωσης που συντελείται στο κείμενο. Ο Λορεντζάτος χρειάζεται να ενδυθεί το προσωπείο ενός ουδέτερου αφηγητή για να περιγράψει τα της ασθενείας του και να τονίσει το αίσθημα του ανοίκειου που τον κατατρύχει. Ο λιτός προσδιορισμός «άνθρωπος» τονίζει τον αλληγορικό τόνο, θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιονδήποτε ασθενεί αιφνίδια ενώ παραθερίζει αμέριμνος. Ευτυχώς όμως για τον αναγνώστη, ο άνθρωπος αυτός χαίρει της διανοίας του Λορεντζάτου, έτσι ώστε να μας παραδώσει ένα τέτοιο κομψοτέχνημα.

Το χαρούμενο γέλιο στον κήπο δεν σηματοδοτεί μόνο τις ώρες της έκστασης αλλά και τις στιγμές αγωνίας της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως λέει ο Έλιοτ στα «Τέσσερα κουαρτέτα».

Η επανάληψη φράσεων-επωδών, όπως «γαλήνη απόλυτη και αναγάλλια πλέρια», χαρίζουν μουσικότητα και υπογραμμίζουν την αέναη επανάληψη της ευτυχίας, σε αντίθεση με τη σπασμωδική συνέχεια που επικρέμαται ως απειλή. Φιλοτεχνεί με γλαφυρά χρώματα  τον παράδεισό του για να έρθει μετά να υφάνει με επιδεξιότητα το δίχτυ του φόβου πάνω απ’ αυτόν. Το απρόοπτο δεν ενσκήπτει και τόσο ξαφνικά όσο νομίζουμε, υπάρχει πάντα εν εγρηγόρσει, καραδοκεί σε κάθε στιγμή της ζωής μας, έστω κι αν παροδικά το ξεχνάμε. Όσο πιο γαλήνια η ευδαιμονία, τόσο πιο εκκωφαντική η απειλή. Η αντίστιξη στέκεται εμφατική τόσο για τον ζόφο του θανάτου, όσο και για την πανηγυρική φωταψία της ζωής.

Σε κάθε εφήμερη ευτυχία καιροφυλακτεί ο θάνατος ή το απρόοπτο πίσω από τις λόχμες, όπως στον περίφημο πίνακα του Nicolas Poussin, το περίφημο Et in Arcadia Ego, όπου παραφυλάει ο θάνατος, όπως εδώ η ασθένεια, πίσω από την πυκνή βλάστηση που προφυλάσσει την παραλία-άβατο του ήρωα. Το βιβλίο του Λορεντζάτου μοιάζει να στέκει στο σημείο που συναιρεί και τις δύο γνωστές ερμηνείες του διφορούμενου πίνακα του Poussin. Όχι απλώς «έζησα κι εγώ (ο άνθρωπος) στην Αρκαδία», δηλαδή σε έναν επίγειο παράδεισο», ούτε μόνο «Κι Εγώ, δηλαδή ο Θάνατος, υπάρχω στην Αρκαδία», αλλά και ότι ακριβώς χάρη στην ύπαρξη του θανάτου μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το προνόμιο του ότι ζήσαμε στην Αρκαδία, όπως ακριβώς χάρη στην ύπαρξη της ασθένειας μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την αξία της υγείας. Το χαρούμενο γέλιο στον κήπο δεν σηματοδοτεί μόνο τις ώρες της έκστασης αλλά και τις στιγμές αγωνίας της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως λέει ο Έλιοτ στα «Τέσσερα κουαρτέτα».

Ο στοχαστικός και περιγραφικός τόνος εναλλάσσονται στο βιβλίο, καθώς κι εδώ ο Λορεντζάτος, κατά την προσφιλή του συνήθεια, ανακαλεί από το μεγάλου βάθους και εύρους αποθεματικό των γνώσεών του. Ρεμπώ, Νερβάλ, Καβάφης, Πλάτων, Δάντης, Ευριπίδης συνδράμουν καίρια. Ψήγματα από τις θεματικές που τον απασχολούν, απαντώνται κι εδώ όπως και σε κάθε έκφανση του έργου του, είτε μιλάμε για τα δοκίμια, είτε για τα ποιήματά του, είτε για τις ημερολογιακές του καταγραφές, όπως η σχέση ζωής και τέχνης, η πρόκριση της ζωής έναντι της γραφής, η αναζήτηση της μεταφυσικής πίστης και της πνευματικότητας, η ανάγκη ανάδειξης μιας πιο αυθεντικής ζωής και της παράδοσης, η κριτική στην τεχνολογία και τα επιτεύγματά της.

Σπάνια ηχογράφηση του Ζήσιμου Λορεντζάτου να απαγγέλλει Άγγελο Σικελιανό

Ένας λεπτός σαρκασμός διατρέχει κατά ριπάς το γραπτό, που σε συνδυασμό με το ότι διανθίζεται με πετράδια του κατασταλάγματος του συγγραφέα, δεν επιτρέπει στη δυσθυμία να επικρατήσει. Ο κίνδυνος είναι ορατός, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνουν τα συμπτώματα της ασθένειας και οι δυσχέρειες που προκαλεί. Κάτω από τον τίτλο, στο χειρόγραφο, ο Λορεντζάτος παιγνιωδώς έχει σημειώσει: «Μπορεί να του άρεσε του Τσέχωφ, του ποιητή γιατρού, ο τίτλος αυτός». Και πράγματι, έχουμε μπροστά μας μία νουβέλα που πιθανολογούμε πως όχι μόνο ο Τσέχωφ, αλλά και άλλοι γεροί μάστορες της μικρής φόρμας, όπως ο Γκυ Ντε Μωπασάν και ο Χένρι Τζέιμς θα την ζήλευαν για την αρτιότητά της, τη στέρεη ανάπτυξη του θέματος, την κομψή ειρωνεία, τις βαθιές αντιθέσεις που αναδεικνύονται μέσα σε λίγες μόνο σελίδες.

Η «Ιογενής πνευμονία» μπορεί να διαβαστεί σαν μία αλληγορία για τη ζωή και τον θάνατο, για τη θνητότητα και την αιωνιότητα, για την αρρώστια και την υγεία, για την έκπτωση του ανθρώπου από τον κήπο της Εδέμ. Ένα σπάνιο και ακριβοθώρητο, προς το παρόν, διαμάντι που περιμένει να βρει τον δρόμο του για περισσότερους αναγνώστες. Η στρυφνή ιατρική ορολογία του τίτλου παραπλανεί, διατρανώνοντας την αξία της υγείας ενώ μιλά για τις κακουχίες της ασθένειας. Στην πραγματικότητα, εξυμνεί τις χαρές της ζωής, όπως επιτάσσει και το όνομα του συγγραφέα του, και όπως υποθέτουμε από μία τέτοια διάθεση εκκινούμενος κι ο ίδιος αποφάσισε να καταπιαστεί με τις μέρες της αρρώστιας του. Και ας θυμηθούμε, τέλος, τι λέει ο άλλος μέγας ανατόμος της ασθένειας στον ανθρώπινο ψυχισμό Thomas Mann στο «Μαγικό Βουνό»: «Το ενδιαφέρον που νιώθουμε για τον θάνατο και την αρρώστια δεν είναι παρά μια μορφή του ενδιαφέροντος που αισθανόμαστε για τη ζωή».

 

Ζήσιμος Λορεντζάτος, Ιογενής πνευμονία
Ανέκδοτο χειρόγραφο από το αρχείο του Ζ.Λ. στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, Μεταγραφή: Σοφία Μπόρα, Σημειώσεις, υστερόγραφο: Σταύρος Ζουμπουλάκης, έκδοση εκτός εμπορίου, 2016.

Μπορείτε να κατεβάσετε το βιβλίο σε μορφή pdf από την ιστοσελίδα του Μορφωτικού ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης πιέζοντας αυτόν τον σύνδεσμο

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ειρήνη Γιαννάκη γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1979. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία. Κείμενά της και βιβλιοκριτικές έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Η αλφαβήτα των πραγμάτων» κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι.