Το βιβλίο αυτό είναι ένα αληθινό βιβλίο. Το Μπιριμπί έχει βιωθεί.

 

Το 1890 εκδίδεται το Μπιριμπί του Ζώρζ Νταριέν, για την ακρίβεια δεν εκδίδεται, σκάει σαν χαστούκι στα μούτρα της Γαλλικής αποικιοκρατίας και βέβαια της Γαλλικής περηφάνιας. Το Μπιριμπί ήταν ένα παιχνίδι τζόγου που απαγορεύτηκε το 1837 και επίσης το παρατσούκλι που είχαν δώσει στα πειθαρχικά στρατεύματα του Γαλλικού στρατού στην Βόρεια Αφρική, όπου κατέληγαν όσοι είχαν ποινικά αδικήματα και «οι άτακτοι», αυτοί δηλαδή που δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τη στρατιωτική πειθαρχία. Ένας από αυτούς είναι ο ίδιος ο Νταριέν, ο οποίος στέλνεται στο Μπιριμπί στην Τυνησία 23 Μαίου 1883.

Ο ήρωάς μας, ο Φρουασάρ, μετατίθεται σ’ ένα στράτευμα της Τυνησίας. Άτακτος στην πολιτική του ζωή, παραμένει άτακτος και στην στρατιωτική. Μικρές αταξίες, αδιανόητες όμως για τον στρατό, όπως ας πούμε η καθυστέρηση εισόδου στο στράτευμα γιατί μαγεύεται από τους «ρυπαρούς ψωριάρηδες» που χτυπούν με τα αποστεωμένα τους δάχτυλα το ταμπούρλο: «Θαρρείς και μια ανάσα τους κάνει να χάνουν το μυαλό τους, τους εξάπτει, ένα μεγάλο ρίγος τους διατρέχει πατόκορφα, ένας πυρετός τους βάζει φωτιά, ένας περίεργος ενθουσιασμός τους μεταφέρει μακριά. Τότε αλλάζουν μορφή: ψηλώνουν πολύ, οι φρενήρεις. Ομορφαίνουν, οι εξημμένοι. Γίνονται υπέροχοι, οι οραματιστές, σχεδόν ακαταμάχητοι οι εμπνευσμένοι! Πρόδρομοι των σκωληκογενών ζητιάνων μετατρέπονται σε αδιατάρακτους Ομήρους». Ο Φρουασάρ περνάει 33 μήνες στο Μπιριμπί κι αυτό το πέρασμα μοιάζει με μαθητεία στο μίσος για το στρατιωτικό σύστημα.

«Ο στρατός είναι ο κοινωνικός καρκίνος, είναι το χταπόδι που τα πλοκάμια του φουσκώνουν από το αίμα των λαών και πρέπει οι λαοί να κόψουν τους εκατό βραχίονές του με το τσεκούρι, αν θέλουν να ζήσουν».

Το κείμενο παρά την σκληρότητά του, καθώς δεν προσπαθεί να φτιασιδώσει την παράνοια και την φρίκη της εμπειρίας με λογοτεχνικά τερτίπια, έχει την λάμψη μιας λεπίδας. Όπως λέει ο Νταριέν στον πρόλογό του: «Θα μπορούσα να βάλω σε σουρντίνα τις λυσσασμένες κραυγές των ηρώων μου, να διαλύσω την χολή τους σε ζαχαρωμένο νερό. Τέλος να προσφέρω αντί για το άθλιο ποντικοφάρμακο, ένα αστικό κοκτέιλ από κακής ποιότητας κρασί και κασίς». Και ναι, το Μπιριμπί είναι σαν ποντικοφάρμακο πικρό, που η καταγγελία του απλώνεται αργά και σταθερά από τον στρατό στο Έθνος: «Τίνος είναι το λάθος εάν ο λαός δεν κατανοεί ακόμα ότι μπορεί να βάλει άλλη σφραγίδα αιωνιότητας κι όχι τη σφραγίδα του αίματος στο πρόσωπο των επαναστάσεων;».

Ο Φρουασάρ, σελίδα τη σελίδα, βιώνοντας τον εξευτελισμό και την παράνοια, στα όρια της φυσικής του εξόντωσης, εισέρχεται στο φάσμα του μίσους: «Το μίσος είναι αθάνατο» λέει σε κάποια στιγμή, αλλά όχι, «σβήνει γιατί είναι πολύ βαρύ για να το κουβαλάς». Ο λόγος του απαλλαγμένος από λυρισμό εισχωρεί βίαια στη συνείδηση σκάβοντας, μέχρι να την απογυμνώσει από τον φλοιό των μικροαστικών συμβάσεων: «Είναι τόσο σκληρό να εξαφανίσεις τις μωρολογίες με τις οποίες παραγέμισαν με το έτσι θέλω το κρανίο σου-παλιά σκουριασμένα καρφιά καρφωμένα στον τοίχο που δεν μπορείς να τα βγάλεις παρά μόνον καταστρέφοντας τον σοβά».

Στην φρικιαστική πορεία του πειθαρχικού στρατεύματος αντρώνεται και η ιδεολογική του συνείδηση: «Τώρα πρέπει να είμαι δυνατός, πρέπει να εξοπλιστώ για τον αγώνα τον οποίον ονειρευόμουν θολά, πρέπει να κατεβώ στο βάθος των πραγμάτων, να ξέρω…ω ! να έχω καθαρή όραση! Να έχω σωστή αντίληψη! Να έχω πίστη!».

Ωστόσο για κάποιον βαθιά ελευθεριακό όπως αυτός, η πίστη είναι πάντα υπό αίρεση: «Όχι, δεν ξέρω τίποτε. Η φτωχή μου επιστήμη, την οποία ονειρεύτηκα να κάνω πανοπλία, σφυρηλατημένη απ’ όλες τις μεριές της πάνω στο αμόνι του πόνου με το σφυρί του μίσους, δεν είναι τελικά, παρά ένας σωρός κουρέλια».

 

το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κατσάνος σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου (2009)

 

Στην επιστροφή του ο στρατιώτης Φρουασάρ σκέφτεται την εκδίκησή του σαν κάποια λύση της υπαρξιακής του αγωνίας: «Η εκδίκησή μου!.. Θέλω άραγε να εκδικηθώ; Ναι, εάν εκδικούμαι σημαίνει ανοίγω μπροστά σε όλους το βιβλίο της ζωής μου, να δείξω αυτά που έχω υποφέρει, να πω αυτά που σκέφτηκα. Εάν σημαίνει αυτό εκδίκηση, τόσο το χειρότερο, εάν σημαίνει δικαιοσύνη, τόσο το καλύτερο».

Ζωρζ Νταριέν, σ’ ακούω να φωνάζεις και τα μάτια σου φεγγοβολάν οδύνη: «Τίποτα δεν μάθατε, τίποτα. Γυρνάνε οι αιώνες, αλλάζουν οι γενιές κι η ίδια θηριωδία βιώνεται, κι όλα αυτά γιατί; Το Έθνος, το χρήμα, η θρησκεία. Λες και δεν σας τα ‘παμε τόσοι και τόσοι» ∴



ένα μουσικό απόσπασμα σε σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη για την ταινία “Biribi” του 1971

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Σοφία Σούπαρη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Στην εφηβεία την γήτεψαν οι λέξεις, ακόμη ψάχνει στα βιβλία να βρει το ξόρκι της απελευθέρωσης. Εκδίδει παιδικά βιβλία με τις εκδόσεις Επόμενος Σταθμός και ποίηση με τις χειρονομιακές εκδόσεις Υποκείμενο.