Δεν είναι σίγουρο αν ο 37χρονος Φασμπίντερ πέθανε το βράδυ της 9ης Ιουνίου 1982 ή το πρωί της 10ης Ιουνίου 1982. Δεν είναι σίγουρο αν όντως κρεμόταν ένα τσιγάρο από τα χείλη του ή αν πράγματι η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Ενώ η τελευταία του ταινία, Querelle, βρισκόταν ήδη στην τρίτη βδομάδα του μοντάζ, δίπλα του βρέθηκαν σημειώσεις για το επόμενο εγχείρημά του, την βιογραφία της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

O Querelle, ο Καβγατζής της Βρέστης, βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζαν Ζενέ, προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1982. Ούτε ο Φασμπίντερ ούτε ο Ζενέ είδαν ποτέ ολοκληρωμένη την ταινία. Ο πρώτος ήταν νεκρός, ο δεύτερος δήλωσε ότι δεν πηγαίνει σινεμά γιατί δεν επιτρέπεται το κάπνισμα. Παρ’ όλα αυτά, ο κινηματογράφος δεν ήταν ξένος προς τον Ζενέ. Κάμποσα έργα του είχαν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, ενώ κι ο ίδιος το 1950 γύρισε το αριστουργηματικό Un chant d’amour, με το φημολογούμενο χέρι του Κοκτώ να κρατάει την κάμερα. Ούτε όμως η λογοτεχνία ήταν ξένη προς τον Φασμπίντερ, αφού μέσα στην προηγούμενη δεκαετία είχε μεταφέρει στον κινηματογράφο κείμενα του Fontane, του Nabokov, και φυσικά το Berlin Alexanderplatz του Doblin. Ο Καβγατζής της Βρέστης, όμως, έχει την εξής ιδιαιτερότητα: ήταν ο τόπος συνάντησης των οριακών σημείων των δύο ανδρών. Ο Φασμπίντερ στο τέλος της ζωής του, όταν γύριζε το Querelle, βρισκόταν σε κατάρρευση, υπό το βάρος της κατάθλιψης, των καταχρήσεων, των σκανδάλων που τον περιέβαλλαν. Ο Ζενέ το 1947, όταν έγραφε τον Καβγατζή της Βρέστης, βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ της ζωής στο δρόμο, της ζωής στη φυλακή και της ζωής στον κόσμο της λογοτεχνίας. Σ’ αυτήν την ταινία, ο Φασμπίντερ επιχείρησε κάτι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο: πήρε τα όρια του Ζενέ και τα επέκτεινε σε τέτοιο βαθμό μέχρι να συναντηθούν με τα δικά του. Δεν προσπάθησε ακριβώς να μεταφέρει το μυθιστόρημα στον κινηματογράφο, αλλά μάλλον να οπτικοποιήσει ένα όνειρο που είδε κάποτε γι’ αυτό.

η αφίσα της ταινίας σε σχεδιασμό του Andy Warhol

Η ταινία θεωρήθηκε αλλόκοτη, έκφυλη, ασυνάρτητη – ενώ οι σχέσεις του Φασμπίντερ με την κριτική ήταν ήδη σε τεντωμένο σκοινί. Η πρόζα του Ζενέ, εστιασμένη στην ιστορία του ναύτη Querelle στο λιμάνι της Βρέστης, είναι γεμάτη βία, αλλά ο Φασμπίντερ επιλέγει να φωτίσει την ονειρική και ασταθή πλευρά αυτής της βίας. Το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα που αποτελεί το φόντο των περισσότερων σκηνών μοιάζει με εύθραυστο και φλεγόμενο σκηνικό, ενώ η Βρέστη της εφηβείας του Ζενέ φαίνεται σαν βομβαρδισμένη σε έναν πόλεμο εκτός Ιστορίας. Οι αρρενωπές μονομαχίες συνοδεύονται από πολυφωνική μουσική και τελετουργικές χορογραφίες, και στις σκηνές της δράσης παρεμβάλλονται επιγραφές του Πλουτάρχου για την αγάπη και περιγραφές της όψης του Σαιν-Ζυστ. Θα ήταν βιαστικό να πούμε ότι η ταινία είναι παραληρηματική ή σουρρεαλιστική. Μάλλον αποτελεί την κατάθεση μιας φωνής σε κατάρρευση, ενός εαυτού σε αποσύνθεση, όπως το Blue του Derek Jarman σχεδόν 10 χρόνια αργότερα. Ο κινηματογράφος του Querelle είναι ένας κινηματογράφος ασταθής και ανεπαρκής – που αγκαλιάζει την αστάθεια και την ανεπάρκειά του. Για να το κάνει αυτό ο Φασμπίντερ, ο μεγάλος σκηνοθέτης που παρά λίγο να μείνει χωρίς αριστούργημα, έπρεπε να συναντηθεί με τον εγκληματικό μοντερνισμό του Ζενέ.

Η παρουσία του λιμανιού και της θάλασσας, παρ’ όλο που μοιάζει να βρίσκεται στο περιθώριο της αφήγησης, αποτελεί σημαντικό κομμάτι, όχι μόνο του μυθιστορήματος και της ταινίας, αλλά και συνολικά της παράδοσης με την οποία συνδέονται εδώ ο Φασμπίντερ και ο Ζενέ. Τόσο στον σκοτεινό ρομαντισμό των Μέλβιλ (Billy Budd, Benito Cereno) και Πόε (Arthur Gordon Pym), όσο και στον αντι-ηρωικό μοντερνισμό των Κόνραντ (Lord Jim) και Λόουρι (Ultramarine), η θέση της θάλασσας στο ναυτικό μυθιστόρημα γίνεται ο τόπος όπου αποδεικνύεται η ευθραυστότητα των κοινωνικών συμβάσεων της νεωτερικότητας. Η βίαιη αρρενωπότητα συνορεύει με τον τρυφερό ερωτισμό, η επιβράβευση παίρνει τη μορφή της τιμωρίας, η συντροφικότητα γίνεται εύκολα ανθρωποφαγία, η υπεροχή του δυτικού πολιτισμού κρέμεται από μια λεπτή κλωστή στο απέραντο κράτος της θάλασσας. Τοποθετώντας τη δράση του μυθιστορήματός του στο λιμάνι της Βρέστης, στο διάλειμμα μεταξύ ταξιδιών, ο Ζενέ ενορχηστρώνει την εισβολή του θαλάσσιου κράτους στην κατεστημένη τάξη της ενδοχώρας. Ο Querelle είναι κατ’ επάγγελμα ναύτης, κλέφτης και δολοφόνος. Το μυστήριο και η αμφισημία που τον περιβάλλει οδηγεί τους πάντες να περιστρέφονται γύρω του σαν ουράνια σώματα σε τροχιά. Κάθε φαινομενικά σκληρή κι αρρενωπή χειρονομία του, όπως έχει όμορφα σημειωθεί, περιέχει στοιχεία φρίκης, αντικειμενοποίησης και υπέρβασης: όλοι θέλουν να τον γαμήσουν ή να τον σκοτώσουν, ώστε να γίνουν ένα μ’ αυτόν, καθώς η Ζαν Μορώ τραγουδάει τους στίχους του Όσκαρ Ουάιλντ, “Each man kills the thing he loves”.

η ταινία αναπνέει βαριά σαν σώμα που αγωνίζεται να αντικρύσει κατάματα την ανεπάρκειά του

Ο Φασμπίντερ επενδύει ακόμα περισσότερο την αποσταθεροποίηση που προτάσσει ο Ζενέ, κατασκευάζοντας ένα φάσμα που προσπαθεί να χωρέσει μέσα του όλες τις εύθραυστες αντιφάσεις της αρρενωπότητας. Δείχνει να συναρπάζεται από την ανδρική βιαιότητα, αλλά μόνο στο βαθμό που την οδηγεί στην υπέρβασή της, ακροβατώντας μεταξύ της υπαρξιστικής γραφής του Ζενέ και του δικού του πληθωρικού campiness για να την αναποδογυρίσει και να δείξει τη συγγένεια μεταξύ βίας, τρυφερότητας, φόβου, φόνου, αφοσίωσης και προδοσίας. O Φασμπίντερ είχε δεχθεί επανειλημμένα στο παρελθόν κριτικές για τον μισογυνισμό ή την ομοφοβία του έργου του – και δικαίως σε πολλές περιπτώσεις. Εδώ, στο κύκνειο άσμα του, υπερασπίζεται την αστάθεια και την ανεπάρκειά του με όλες τις λιγοστές του πια δυνάμεις. Ακόμα κι αν γνωρίζει ότι αυτή είναι η αστάθεια και η ανεπάρκεια του κόσμου του, δεν μοιάζει να τον ξαλαφρώνει καθόλου. Ανάμεσα στην πορνό πνευματικότητα και την οπερατική υπερβολή, που τόσο αγαπούσε ο Φασμπίντερ, η ταινία αναπνέει βαριά σαν σώμα που αγωνίζεται να αντικρύσει κατάματα την ανεπάρκειά του. Αυτός είναι ο μοντερνισμός των δύο δημιουργών, σωματικός και ασταθής. Κάποια στιγμή μέσα στην ταινία, ο αφηγητής Φασμπίντερ / Ζενέ συνοψίζει τον πυρήνα του προβλήματος-Querelle: “Δεν ήταν εξοικειωμένος με την ιδέα ότι είναι ένα τέρας, αλλά γνώριζε τον τρόμο της μοναξιάς, όντας πιασμένος στα δίχτυα του κόσμου των ζωντανών”.

Στις 31 Αυγούστου 1982, το Querelle προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου δέχτηκε κατά κύριο λόγο απαξιωτικές κριτικές. Λίγο αργότερα, ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Marcel Carne, ο δάσκαλος του ποιητικού ρεαλισμού που επίσης είχε διαλέξει ένα γαλλικό λιμάνι για το πρώτο του αριστούργημα Le Quai des brumes το 1938, παραιτήθηκε από τη θέση του με την εξής σύντομη ανακοίνωση: “Θα ήθελα να εκφράσω την απογοήτευσή μου που δεν κατάφερα να πείσω τους συναδέλφους μου στην επιτροπή να τοποθετήσουν το Querelle του Φασμπίντερ μεταξύ των νικητών. Για την ακρίβεια, ήμουν ο μόνος που υπερασπίστηκε την ταινία. Παρ’ όλα αυτά, επιμένω να πιστεύω ότι, αν και αμφιλεγόμενη, η τελευταία ταινία του Φασμπίντερ, είτε το θέλετε είτε όχι, μια μέρα θα πάρει τη θέση που της αξίζει στην ιστορία του κινηματογράφου”.