Ο ίδιος ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ υπήρξε ένας εξαιρετικά δύσκολος άνθρωπος. Πολύ περισσότερο, υπήρξε ένας τυραννικός διευθυντής κινηματογραφικών πλατό. Οι συνεργάτες του έχουν να θυμούνται πολυάριθμα περιστατικά όπου ο ίδιος, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους έκανε τη ζωή κόλαση – είτε διακόπτοντας το γύρισμα σε κάποια απρόβλεπτη στιγμή, είτε εγείροντας κάποια απαίτηση οριακά ή κυριολεκτικά αδύνατη να πραγματοποιηθεί, είτε με κάποια από τα γνωστά κυκλοθυμικά του ξεσπάσματα, από αυτά που σπάνια είχαν να κάνουν με τη δουλειά που συνέβαινε στο σετ, και που είχαν εντελώς να κάνουν με κάποια συναισθηματική ανακατάταξη παράλληλη της κινηματογραφικής του ζωής. Ο Φασμπίντερ ήξερε βέβαια να αντλεί από αυτή την τυραννία, τη δική του και των υπολοίπων, ακόμα περισσότερο κινηματογραφικό υλικό: την αγαπημένη του ταινία, «Beware of a Holy Whore», τη βάσισε εξ ολοκλήρου στην βασανιστική εμπειρία των γυρισμάτων της αμέσως προηγούμενης, του παρανοϊκού γουέστερν «Whity».

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Whity», ο Φασμπίντερ ήταν τυφλά ερωτευμένος με το νεαρό Βαυαρό ηθοποιό Gunther Kaufmann, ο οποίος – κατά την αφήγηση του Φασμπίντερ – είχε καταλάβει πολύ καλά ποια κινηματογραφικά και άλλα προνόμια συνεπαγόταν για τον ίδιο αυτός ο έρωτας, τον οποίο και χρησιμοποιούσε αναλόγως. «Η στιγμή κατά την οποία ο Ράινερ δώριζε στον Gunther ένα σπορ αυτοκίνητο» γράφει ο κριτικός κινηματογράφου Ryan Gilbey «συνέπιπτε με την στιγμή που ο Gunther έκανε σμπαράλια το προηγούμενο». Ο ίδιος ο Gunther δεν φαινόταν να φλέγεται από πόθο για τον Φασμπίντερ, πράγμα που ένιωθαν στο πετσί τους και όσοι ήταν αρκετά άτυχοι ώστε να βρεθούν στο πλατό του «Whity» μετά από μια νύχτα σεξουαλικής απόρριψης του τελευταίου, ο οποίος ξεκινούσε τη μέρα του απαραιτήτως με ρούμι κόλα, συχνά δέκα τον αριθμό. Όπως συχνά κορυφώνονται αυτές οι ιστορίες, ο Φασμπίντερ έφτασε στα όρια της απόπειρας αυτοκτονίας περίπου λίγο πριν τα μέσα της ταινίας.

Αν το «Beware of a Holy Whore» αποτελεί ένα δριμύ κατηγορώ της ραγισμένης καρδιάς του Φασμπίντερ προς τον νεαρό του έρωτα ως φορέα της καταστροφής του, τα «Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» είναι μια ταινία που κοιτάζει την υστερική καταστροφή να συμβαίνει από απόσταση: αυτό μαρτυρούν εξάλλου τα εξαιρετικά μακρόσυρτα πλάνα, τα αποφθέγματα που διατυπώνονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία για όσα έχουν συμβεί από ανθρώπους που δεν περιμένουν να συμβεί τίποτα πια, αλλά και η ντεκαντάνς ατμόσφαιρα της αριστοκρατίας που έχει φυλλορροήσει συναισθηματικά στην άβυσσο και διανοητικά σε ψευδο-επιφοιτήσεις. Ανάμεσα στα μεγαλοπρεπή κουστούμια και τις αναγεννησιακές τοιχογραφίες, μέσα σε ένα εξαιρετικά στενό δωμάτιο, στο οποίο η Πέτρα Φον Καντ (εξαιρετική Margit Carstensen) περνάει όλη την ημέρα της ξαπλωμένη, εξελίσσεται αναμφίβολα η ιστορία μεταξύ των Φασμπίντερ και Kaufmann. Ο βιογράφος του Φασμπίντερ, Robert Katz, γράφει πως «ο Ράινερ, μέσω της σιωπής του, είχε επιβεβαιώσει τη γνώμη των οικείων του πως κάθε λέξη του σεναρίου είχε λεχθεί από ή σε αυτόν μέσα στη σχέση του με τον Kaufmann». Πλην όμως, η ιστορία αυτή παρουσιάζεται στην ταινία με μερικές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παραλλαγές.

Το εισαγωγικό πλάνο της ταινίας μάς δείχνει την Πέτρα να αφηγείται σε μία κολλητή της φίλη την ιστορία του πρώτου της γάμου. Η νεαρή Πέτρα είχε ερωτευτεί έναν δυνατό και γοητευτικό άνδρα, με τον οποίο διατηρούσε μια εξαιρετικά φιλελεύθερη σχέση για τα δεδομένα της εποχής – το ζευγάρι δεν το απασχολούσε ιδιαίτερα ούτε η μονογαμική πίστη, ούτε κάποιο άλλο μέρος του τυπικού τελετουργικού της γαμήλιας ζωής. Όπως υποστηρίζει η Πέτρα, το πρόβλημα που οδήγησε στον χωρισμό της ήταν μάλλον το αντίστροφο: η αυξανόμενη ανασφάλεια του συζύγου της, όσο η ίδια ανεξαρτητοποιούνταν, την κατέβαλλε, ενώ όταν αυτή εκφράστηκε και σαν επιθυμία βίαιης σεξουαλικής κυριαρχίας πάνω της, άρχισε να νιώθει αηδία για το παραμικρό μέρος του κορμιού του και για την κάθε του κίνηση. Όπως εξηγεί η Πέτρα, χλευάζοντας εμμέσως τη συντηρητική και δύσπιστη φίλη της, το πρόβλημα δεν ήταν η ασφάλεια που δεν προσέφερε ο πρώην σύζυγός της – το πρόβλημα ήταν η υπερβολική τέτοια, και απόδειξη για αυτό αποτελεί το ότι η ίδια ζήτησε το διαζύγιο.

Μετά το τέλος της πρώτης σκηνής, ο θεατής έχει την εντύπωση πως παρακολουθεί απλά ένα φεμινιστικό μανιφέστο, δίκαιο μεν και με καλό εντοπισμό κάποιων βασικών ψυχικών και συναισθηματικών δυναμικών εντός μιας ετεροκανονικής σχέσης, αλλά οπωσδήποτε κάτι τετριμμένο – αν όχι το 1974, τότε σίγουρα για τον κινηματογράφο της εποχής των πολιτικών ταυτότητας. Πίσω από τον αρχικό μονόλογο της Πέτρα σκιαγραφείται μια θεώρηση της πατριαρχίας Φουκωϊκού-Μπατλεριανού τύπου, η οποία αφηγείται τη διαδικασία κατασκευής της υποκειμενικότητας μιας γυναίκας, και την με χίλιες μορφές απαίτηση από το σύζυγό της και την κοινωνία προς την ίδια να συμμορφώνεται επιτελεστικά στο στερεότυπο του φύλου της. Στην αποκορύφωση αυτής της τροχιάς υπάρχει και μια γραμμή φυγής από το έμφυλο πεπρωμένο, στη γνώριμη ανατρεπτική νότα του Φασμπίντερ.

Παρ’ όλα αυτά, η προδιαγεγραμμένη πορεία της ταινίας αλλάζει άρδην με το σύντομο πέρασμα μερικών σκηνών, όταν η Πέτρα ερωτεύεται μια περαστική νεαρή, γνωστή της φίλης της, ονόματι Κάριν (Hanna Schygulla). Η Πέτρα προσέχει αρχικά την εντυπωσιακή της σιλουέτα, και της προτείνει να εργαστεί στον οίκο μόδας για τον οποίο σχεδιάζει η ίδια, αλλά και να μετακομίσει μαζί της. Στην αρχή τα πράγματα κυλούν ρόδινα: η Καρίν θαυμάζει απεριόριστα και με όλους τους τρόπους την ώριμη Πέτρα, η Πέτρα δεν έχει μάτια παρά μόνο για την προστατευόμενή της και την προωθεί με κάθε τρόπο, και οι δύο γυναίκες σχεδιάζουν να κατακτήσουν τον κόσμο μαζί. Μετά από κάποιο καιρό όμως, και όσο η Κάριν συνηθίζει και αξιοποιεί την Πέτρα, ξεκινά για την τελευταία ένας Γολγοθάς ατελείωτων βασάνων, αντίστοιχων αυτών του ίδιου του Φασμπίντερ. Η Κάριν συμπεριφέρεται σαν κηφήνας μέσα στο σπίτι της Πέτρα, αδιαφορώντας για τις σπουδές της, απαξιώνοντας την Πέτρα και πληγώνοντάς την, γλεντώντας και κάνοντας σεξ με έναν «μαύρο άνδρα με ένα θεόρατο καυλί», όπως περιγράφει. Τελικά, η Κάριν εγκαταλείπει την Πέτρα η οποία καταστρέφεται. Στο περιθώριο αυτής της ιστορίας, η Πέτρα αρχίζει να συμπεριφέρεται δεσποτικά, περισσότερο απ’ όσο πριν, στην υπηρέτρια του σπιτιού, την Μαρλέν (Irm Hermann), η οποία φαίνεται να είναι υπεύθυνη και για την παραμικρή δουλειά που απαιτεί η συντήρηση της Πέτρα.

Βλέπουμε έτσι εδώ μια ξεκάθαρη αντιστροφή ρόλων. Η ιστορία της σχέσης του ίδιου του Φασμπίντερ με τον Kauffman, η οποία αναδύεται ως εκδοχή του αρχετυπικού μοντέλου ισχυρός άνδρας – προστατευόμενη γυναίκα και εκφράζεται ως ανάμνηση από τον πρώτο γάμο της Πέτρα, παίρνει στη συνέχεια τη μορφή μιας λεσβιακής σχέσης. Έτσι, ο Φασμπίντερ δραπετεύει από το ιστορικιστικό πλαίσιο το οποίο αναφέρθηκε προηγούμενα. Αντί να εξετάζει την κατασκευή ενός υποκειμένου και μονόδρομα τη ροή εξουσίας προς αυτό, ο Φασμπίντερ εξετάζει τους ρόλους μέσα στις τοξικές σχέσεις πρώτα απ’ όλα ως νευρωσικές συσχετίσεις με τον συμβολικό φαλλό – την εξουσία. Η θεώρηση αυτών των θέσεων, όπως και στον Λακάν έτσι και στον Φασμπίντερ, δεν είναι απλοϊκή. Δεν πρόκειται για θέσεις πάγιες ή εξ ολοκλήρου αναγόμενες σε ένα πράγμα (στο ποιος έχει τα χρήματα, το κύρος, το πέος). Πρόκειται για θέσεις πλαστικές, σε μία συνεχή διαλεκτική. Σε ένα απλουστευμένο σχήμα, ο μη έχων τον φαλλό επιστρατεύει όλα τα μέσα γοητείας του για να τον αποκτήσει, και ο έχοντάς τον, τον προσφέρει απλόχερα πιστοποιώντας και απολαμβάνοντας την ανωτερότητά του. Όταν κάποια στιγμή το αίτημα της άλωσης του κάστρου ικανοποιηθεί και σταματήσει να υπάρχει ως τέτοιο, ο υποδεέστερος πόλος αυτής της νευρωσικής συσχέτισης αρχίζει να βαριέται ή να ασφυκτιά, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα αποκτήσει τον φαλλό απλώς και μόνο λόγω της αποδοχής του άλλου. Έτσι αρχίζει μια αντίστροφη σχέση εξουσίας, όπου οι αρχικοί πόλοι αντιστρέφονται και ο κυρίαρχος βρίσκεται τώρα ευνουχισμένος στο έλεος του ματαιωμένου και θυμωμένου ακόλουθου. Ταυτόχρονα, καθ’ όλη τη διάρκεια εξέλιξης αυτής της ιστορίας, η θέση του εαυτού παραμένει τυφλή, ενώ η θέση του άλλου φαντάζει απολύτως ακατανόητη, αλλότρια, συνειδητά ή ασυνείδητα μισητή.

Το αν αυτή η θεώρηση των σχέσεων είναι δόκιμη, πολιτικά προοδευτική, το αν η παραπάνω δυναμική υπάρχει σε όλες τις σχέσεις και η διαφορά των διαβρωτικών σχέσεων με τις υπόλοιπες είναι ζήτημα ποσότητας, είναι ερωτήματα τα οποία, αν κάπου, τότε σίγουρα δεν μπορούν να απαντηθούν εδώ. Τα «Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» είναι παρ’ όλα αυτά μια ταινία που συνδυάζει το προσωπικό βίωμα ενός γκέι άντρα με την άψογη εικονοποίηση μιας θεώρησης των σχέσεων με πανανθρώπινες προσδοκίες, που εστιάζει στην τρέλα και την αυτοκαταστροφή εντός τους. Ολόγυρα υπάρχουν διάφοροι εύστοχοι συμβολισμοί, όπως η μητέρα της Πέτρα, που τρέχει να εξυπηρετήσει το τυραννικό συμβόλαιο της οικογένειας φροντίζοντας την κόρη της όταν πια κανείς άλλος δεν την αντέχει. Κερασάκι στην τούρτα αποτελεί το συνηθισμένο υπόκωφο επαναστατικό σχόλιο του Φασμπίντερ: στο τέλος της ταινίας, όταν η υπηρέτρια Μαρλέν που έχει αντέξει τα πάνδεινα από την Πέτρα ερωτάται να πει κάτι για τον εαυτό της, αυτή τα μαζεύει και φεύγει, παίρνοντας μαζί λίγα ρούχα, ένα μωρό, δώρο της Κάριν στην Πέτρα, και ένα πιστόλι.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Θέμης Πανταζάκος διδάσκει φιλοσοφία, ασχολείται με το σινεμά, και προσπαθεί να σταματήσει να ασχολείται με την πολιτική.