Έφτασε ένα χρησιμοποιημένο, ξύλινο, ψηλό, μακρύ τραπέζι στο σπίτι. Βρήκε τη θέση του στην κουζίνα μου. Πάνω του χωρώ ολόκληρη να ξαπλώσω, ενώ μέσα στην κοιλιά του νοιώθω προστασία. Είναι η θέση “καταφύγιο”. Μέσα εκεί καταφέρνω να αποδεχτώ την μαγεία των συναισθημάτων που κόβουν βόλτα στα δωμάτια, σαν σαρκοφάγα αγρίμια.

Δεν με νοιάζει ποιόν δρόμο ακολούθησε για να με βρει. Ούτε οι πεποιθήσεις του με πτοούν. Κάθε λογική εξήγηση για τον ερχομό του λειτουργεί κατευναστικά, μα παραμένει ανίκανη να σβήσει τον αμείωτο, παράλογο πόθο μου γι’ αυτό. Κάνω μαζί του πειράματα. Θέλω να μάθω πώς του αρέσει να το στρώνω, αν προτιμά το ρυθμό των μαχαιριών πάνω του ή τα χάδια απ’ τις καμπύλες των κουταλιών μου. Τα τραγούδια των κρυστάλλων ή τους παιδικούς ρυθμούς.

Ο χρόνος που περνάμε μακρυά ο ένας απ’ τον άλλον, εξουσιάζει κάθε μου δρασκελιά. Το μυαλό μου ζηλεύει την αφοσίωση που του δωρίζω και σκαρφίζεται σκοτεινά παιχνίδια πολέμου εναντίον του. Όλες οι προβολές που ονειρεύομαι για το μέλλον μας, κρατούν το φόβο για μαστίγιο. Ο ένας αραδιάζει τρικλοποδιές στον άλλον. Μελανιάζουν τα δάχτυλα. Μα κάθε μελανιά εισπνέει οξυγόνο.

Θέλω να κατοικήσω το τραπέζι “μου” όπως κατοικώ τ’ ονομά μου, κι ας θυμώνω που η επιλογή της συγκατοίκησής μας δεν ήταν στα χέρια της δικής μου εξουσίας. Θέλω να το αναγκάσω να πιστέψει αδιάκοπτα σ’ εμένα. Πρέπει να το κλέψω από τον ίδιο του τον εαυτό, τώρα που χάρη στη γοητεία του και τον έρωτά του, έχασα τον δικό μου.

.
 .
.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Σπούδασα Φωτογραφία και Επικοινωνία σε Ευρώπη και Αμερική. Ίσως με γνωρίζετε από την ατομική μου έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη με θέμα “Τα Προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας”. Έχω εργαστεί ως φωτογράφος πλατό επί 20 συναπτά έτη δίπλα σε γνωστούς σκηνοθέτες.