Είναι στιγμές που με μπουχτίζει ο πολιτισμός και δεν έχω ανάγκη την κουβέντα κανενός. Είναι στιγμές που καμία μορφή τέχνης δεν μου φαίνεται να έχει άλλο λόγο ύπαρξης πέρα από την πόζα. Είναι αυτές οι στιγμές που ο τεχνολογικός θρίαμβος μου μοιάζει με την αποτυχία του ανθρώπινου είδους να ευτυχήσει. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι σημαντικό να διαθέτεις έναν τόπο φυγής απ’ τα εγκόσμια έστω και για λίγες ώρες. Έναν πραγματικό τόπο φυγής, έναν «εγώτοπο», που δε στηρίζεται σε τίτλους ιδιοκτησίας, έξω από τις ανθρώπινες πρακτικές, άφαντο από τα μάτια του κόσμου. Κι είμαι ευτυχής που τον διαθέτω, και μάλιστα καλά κρυμμένο μέσα σε ένα δυσπρόσιτο δάσος.

Τον γνωρίζουν ελάχιστοι. Και από αυτό το κείμενο δεν θα τον μάθουν περισσότεροι. Οι συντεταγμένες του δεν ζητούν την δημοσίευσή τους. Μονάχα την παράξενη κι αλλόκοσμη αίσθηση που μου δημιουργεί θα προσπαθήσω να μαρτυρήσω. Και λέω αλλόκοσμη γιατί καταρχάς δεν ξέρω τι βλέπω. Μνημείο φυσικό; Ή μήπως μεγαλιθικό κατάλοιπο μιας χαμένης εποχής; Είναι αλήθεια πως το σημείο γύρω από το μνημείο είναι γεμάτο αρχαίες θεμελιώσεις στο χώμα. Υπάρχουν μάλιστα και υπολείμματα κεραμικής. Μα οι γνώσεις μου δε φτουράνε για να πουν με σιγουριά τι αντικρίζω. Ή, για να το πω καλύτερα, είμαι απόλυτα βέβαιος τι αντικρίζω: ένα άσκεπο μοναστήρι. Έναν προσωπικό τόπο προσευχής.

Ένα αρχέγονο κεφάλι σε στάση προφίλ («και το πλάσμα αυτό το ονομάζω Ούτις») βαστά στο μέτωπό του έναν ογκόλιθο σχηματίζοντας από κάτω μία τοξοειδή πύλη. Στέκομαι μπροστά της κατάματα αλλά φοβάμαι να τη διασχίσω. Πού να οδηγεί το πέρασμα άραγε; Κάθε μέρα πασχίζουμε να υπάρξουμε, συμπεριφερόμαστε με τον εαυτό μας τάχα δικαιωμένο, όλες οι κινήσεις μας μοιάζουν με μια προπαγάνδα εαυτού, κι αναρωτιέμαι αν το λάθος του σύγχρονου πολιτισμού εντοπίζεται ακριβώς εκεί: στην αντιστροφή. Προσπαθούμε να υποστηρίξουμε τον εαυτό μας προτάσσοντας συνεχώς σαχλαμάρες περί στυλ και γούστου και προτιμήσεων, και σκέφτομαι μήπως το σωστό θα ήταν να τον εξαφανίσουμε τελείως, και σκέφτομαι μήπως η έννοια του εαυτού είναι ένα ευφάνταστο κατασκεύασμα του μοντερνισμού που μας ταλαιπωρεί και τίποτε άλλο. Ναι, αλλά δεν τολμώ να περάσω απέναντι. Κλείνω τα μάτια μου δεόμενος και προσπαθώ να φανταστώ την άλλη πλευρά. Τι να επικρατεί εκεί; Η εποχή της Μεγάλης Μοναξιάς; Με φαντάζομαι να περπατώ στη γη όντας ο μοναδικός άνθρωπος. Με πιάνει ίλιγγος και μόνο στην ιδέα. Είναι τόσο άπληστη τέτοια θέα για μόνο έναν άνθρωπο. Κι η θάλασσα τεράστια. Ο ουρανός αμείλικτος. Τα βουνά θεόρατα. Δεν το καταλαβαίνω. Όλα γύρω περισσεύουνε. Σπατάλη οξυγόνου. Ξαφνικά ουρλιάζω σε μια πεδιάδα «μου αρέσει ο Ταρκόφσκι» μα δε συμβαίνει τίποτα. Ο πολιτισμός συντρίβεται από το ρόδι που πέφτει στη γη όταν ωριμάζει. Πού να βρίσκομαι; Κοιτώ την ύπαρξή μου πριν απ’ τον ορισμό της; Πόσες ήπειροι υπάρχουν; Ξαναφωνάζω πλησιάζοντας ένα πουλί σαν καρακάξα: «μου αρέσει ο Ταρκόφσκι». Ούτε που τρομάζει από την παρουσία μου. Ούτε καν με διακρίνει. Τόσο ξένος είμαι. Μήπως τελικά εγώ είμαι που περισσεύω; Ξανανοίγω τα μάτια μου. Η πύλη στέκεται ακλόνητη στη θέση της. Μια εξάτμιση ακούγεται από κάπου μακρυά. Ηττημένος παίρνω το δρόμο της επιστροφής και γεύομαι στα χείλη μου τα δάκρυα της μητέρας που γέννησε την Εύα.

*χειρονομία ανυπομονησίας για το «Πορθμείον», την επικείμενη συνέχεια του βιβλίου «Σύσσημον» του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου