Λίγο η ζέστη, λίγο η διαχείριση της μοναξιάς, είπα να βγω για λίγο περπάτημα χτες το βράδυ. Όμως τι το θελα; Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν αντίξοες. Κάθε είκοσι μέτρα σε πλησίαζε μια παχύρευστη οσμή που σε τίναζε μακριά. Σε κάποια στενά τα σκουπίδια είχαν ξεχειλίσει τόσο πολύ που ίσα ίσα χώραγε να περάσει ένα αμάξι. Ό,τι ελιγμούς κι αν έκανα, όσο κι αν κράταγα την ανάσα μου δε γλίτωνα. Δεν υπήρχε διαφυγή ή κόψιμο δρόμου. Σήμερα, όπως λέει και ο Ποιητής, «όλα είναι ρείπια, όλα είναι σκουπίδια, όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν τη θεία πηγή του ανασασμού». Είπα λοιπόν να μείνω ατάραχος, να το υπομείνω, σαν μια άσκηση διαλογισμού. Απλώς μια μυρωδιά είναι κι αυτή. Σάμπως δικό μας δημιούργημα δεν είναι; Και έκοψα το βήμα μου απότομα, στάθηκα για λίγο μπρος από έναν γιγαντιαίο σωρό. Τον κοίταξα κατάματα κι αντίκρισα έντρομος τι; την τραγωδία του έρωτα.

Πόσο σκουπίδι σε κάνει να αισθάνεσαι. Είδα τη γελοιότητα του πόθου όταν νιώθεις να μην υποφέρεις τον εαυτό σου. Δεν το έχεις νιώσει; Όλοι δεν έχουμε στοιβαχτεί στο σωρό της απόρριψης κάποια σημαδιακή στιγμή στη ζωή μας; Γιατί ο έρωτας είναι το προσωπικό μας παραμύθιασμα. Που περνάει μέσα από την μεγαλοφυΐα μας. Τρέχει ο λογισμός μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ελίσσεται σαν άπιαστο νερόφιδο. Μπορεί και γραπώνει τις πιο ύπουλες λέξεις. Μεγαλοποιεί τις πιο αδιάφορες. Τις συνδυάζει περίφημα ώστε να δικαιολογεί ακόμη και την πιο σαφή απώθηση. Κάνει τις πιο μνημειώδεις καραμπόλες στο μυαλό ώστε να μη χαθεί αυτή η μικρούλα χαραμάδα πίστης. Ούτε που σου περνάει από το μυαλό πως όχι άνθρωπος δε χωράει να περάσει από αυτή την τρυπίτσα αλλά ούτε σκουλήκι. Θα το δούμε αυτό. Αν χρειαστεί θα γίνεις και σκουλήκι. Μια ανεξήγητη μπεκετική πίστη σε ωθεί σε πράξεις αλλόκοτες. Μέχρι που η χαραμάδα κάποια στιγμή σφραγίζει εντελώς. Ούτε το λευκό φως δεν εισχωρεί πια. Ιδού η σκοτεινή στιγμή της ταπείνωσης. «Στάχτη το είδωλο · για σάρωμα, με τα σκουπίδια». Ιδού η συνειδητοποίηση της χίμαιρας όταν αντικρίζεις την πυραμίδα της Γκίζας να έχει γίνει μια πυραμίδα από σκουπίδια. Η μεγαλοφυΐα μου είναι ο καρνάβαλος της αλήθειας μου.

Στέκομαι ακόμη μπρος. Δε με ενοχλεί η κακοσμία πια. Ένας μεσήλικας πλησιάζει και πετάει από τα δύο μέτρα μια σακούλα σκουπιδιών. Απομακρύνεται γρήγορα σαν πτώμα άθαφτο που έχει κακοφορμίσει. Ε λοιπόν αυτός ο κυριούλης είναι ο υπαίτιος της δυσοσμίας του κόσμου όλου. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κρατήσει στη βεράντα του για δύο μέρες μια σακούλα σκουπιδιών σε μια απεργία καθαριστών. Ο άνθρωπος αυτός μου μυρίζει άσχημα. Κι έρωτας εύχομαι να τονε βρει.

Ο Μπέκετ ξεκουράζεται

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.