Οι Σειρήνες ήταν θαλάσσιες νύμφες (Ναϊάδες), ψυχοπομποί συνοδοί της Περσεφόνης, σχετίζονται με το νερό, τον έρωτα και τον θάνατο. Θεωρούνται θυγατέρες του ποτάμιου θεού Αχελώου και της μούσας Μελπομένης, γυναίκες εκπάγλου καλλονής που το τραγούδι τους ηρεμούσε μέχρι και τους ανέμους, όπως αναφέρει ο Ησίοδος. Με το τραγούδι τους, άλλωστε, σαγήνευαν τους περαστικούς ναυτικούς και τους έκλεβαν την ψυχή. Για τους Πυθαγόριους είναι αυτές που δημιουργούν την ουράνια αρμονία. Η Λίγεια (καθαρή φωνή) είναι μια από αυτές. Εμπνέει δύο μεγάλες πένες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, οι οποίοι γράφουν ο καθένας από μία ομότιτλη νουβέλα που μπορείτε να βρείτε στην καλαίσθητη έκδοση «Λίγεια» των εκδόσεων ΣΤΙΓΜΗ (2011) με πρόλογο του Φ. Κάφκα.

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Και η βούλησις εγκατοικεί εις ό,τι δεν αποθνήσκει.
Ποιος γνωρίζει της βουλήσεως τα μυστήρια και το σθένος;
Διότι και ο Θεός άλλο δεν είναι, παρά μια βούλησις απέραντος,
η οποία διαπνέει τα πάντα δια της εμμονής της»

Ιωσήφ Γκλάνβιλ

Στη νουβέλα του ο Πόε ερωτεύεται και ζει με την Λίγεια, μια μυστηριώδη, πανέμορφη γυναίκα, της οποίας ποτέ δεν έμαθε «το πατρικό της όνομα», που «σαν ίσκιος ερχόταν κι έφευγε, πολυάκτινη σαν όνειρο του οπίου», με εξαιρετική παιδεία, γαλήνια που ωστόσο μπορούσε «με τον βιαιότερο τρόπο να γίνει βορά στα μανιασμένα όρνεα του αδυσώπητου πάθους». Κάποια στιγμή η Λίγεια πεθαίνει μέσα σε τρομερή αγωνία παρά τον μανιασμένο αγώνα της να ζήσει και ο Πόε παραδίνεται στη μελαγχολία και το όπιο. Αργότερα παντρεύεται τη Λαίδη Ρουίνα, η οποία μετά από λίγο αρρωσταίνει κατατρεγμένη από μια διαρκή πεποίθηση πως κάποιος «αθέατος» την επιβουλεύεται, και πεθαίνει. Ο επιθανάτιος ρόγχος της γίνεται η πρώτη ανάσα της Λίγειας που επιστρέφει μέσα από το σώμα της Ρουίνας στον αιώνιο έρωτά της.

το κόσμημα στο εξώφυλλο του βιβλίου «Λίγεια»

Μια ερωτική νουβέλα; Μια ιστορία σαγήνης; Σ’ αυτό το μικρό κόσμημα ο Πόε απεικονίζει τον πόθο για την υπέρβαση από το αισθητό. Η Λίγεια γίνεται το όχημα που τον μεταφέρει στη βαθύτερη κατανόηση: “Χωρίς την Λίγεια δεν ήμουν παρά ένα παιδί που ψηλαφούσε στα σκοτεινά, μόνη η παρουσία της και μόνες οι δικές της ερμηνείες, έχυναν άπλετο φως στα πάμπολλα μυστήρια του υπερβατισμού». H «σύντροφος στις σπουδές και σύζυγος της καρδιάς» του, συνομιλεί με τον Γκλάνβιλ , την Ωχρά Αστοφέτ, τους Αλχημιστές, τον Francis Bacon, είναι αυτή που ενκορμίζει τα μυστήρια και ο έρωτάς της «ο σχεδόν ειδωλολατρικός» γίνεται το κλειδί για το πέρασμα στην ποθητή ενοποίηση: «Ω Θεέ, γιατί να μην πορθηθεί και ο Πορθητής, έστω μια φορά; Δεν είμαστε λοιπόν μέρος Σου αδιαίρετο και ομοούσιο; Ποιος γνωρίζει της βουλήσεως τα μυστήρια και το σθένος;».

Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα

Ο νεαρός δημοσιογράφος Πάολο Κορμπέρα γνωρίζεται με τον επιφανή, γέρο πια, καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Ροζάριο λα Τσιούρα. Θα τους ενώσει η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, τη Σικελία: «Μίλα μου για το νησί μας. Ωραίος τόπος κι ας τον κατοικούν γομάρια. Οι θεοί κατέβαιναν κάποτε εκεί, ίσως τον ανεξάντλητο Αύγουστο, να κατεβαίνουν ακόμα». Ξοδεύουν τον χρόνο τους κάνοντας μακρινές βόλτες ψηλαφώντας την μνήμη τους: «Έτσι μιλούσαμε για την αιώνια Σικελία, για το φυσικό μεγαλείο της, για τα στάχυα που κυματίζουν στο φύσημα του ανέμου μια μαγιάτικη μέρα, για τα αρωματικά κύματα που ρίχνει από τους πορτοκαλεώνες πάνω στο Παλέρμο ο αέρας κάποια δειλινά του Ιουνίου». Όταν η φιλία των δύο αντρών εδραιώνεται, ο καθηγητής εκμυστηρεύεται στον Κορμπέρα την αλλόκοτη ερωτική του ιστορία με την Σειρήνα Λίγεια, μια ιστορία που θα τον σημαδέψει για πάντα: «Και τότε την είδα, χαμογελούσε. Δεν ήταν ένα χαμόγελο σαν το δικό σας, μπασταρδεμένο μ’ ένα δεύτερο συναίσθημα: καλοσύνη, ειρωνεία, συμπόνια. Εκείνο το χαμόγελο εξέφραζε μόνο τον εαυτό του, μια κτηνώδη χαρά της ύπαρξης». Ο καθηγητής τυλίγεται από πνευματική και σωματική ηδυπάθεια και παραδίνεται στο θείο πλάσμα: «Είμαι το παν, γιατί είμαι μόνο ένα ρεύμα ζωής χωρίς γεγονότα. Είμαι αθάνατη γιατί όλοι οι θάνατοι χύνονται μέσα μου, από τον θάνατο του ψαριού που καταβρόχθισα ως τον θάνατο του Δία και μαζεμένοι μέσα μου ξαναγίνονται ζωή, όχι πλέον ατομική και ορισμένη, αλλά καθολική και γι’ αυτό ελεύθερη». Την επόμενη μέρα από την διήγηση ο καθηγητής φεύγει ταξίδι και ο Κορμπέρα μαθαίνει ότι ο καθηγητής έπεσε από το πλοίο στη θάλασσα και παρόλο που κατέβασαν βάρκες αμέσως για να τον βρουν, δεν τα κατάφεραν: «Όταν κουραστείς, όταν δεν θα μπορείς άλλο πια, δεν έχεις παρά να φωνάξεις. Θα είμαι εκεί γιατί είμαι παντού και ο πόθος σου θα ξεδιψάσει».

 

Ο Λαμπεντούζα μέσα από τον Θεϊκό έρωτα της Σειρήνας οραματίζεται την «αιώνια Σικελία», τον τόπο που έζησε στιγμές πολιτιστικού μεγαλείου και ύστερα εξέπεσε. Ονειρεύεται την ιδανική χώρα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης στην οποία εισδύει κανείς εκτός από το πνεύμα, μέσα από το αρχέγονο ζωώδες ένστικτο: «Ήταν ένα ζώο αλλά ταυτόχρονα και μία Αθάνατη».

Και οι δύο νουβέλες ξεκινώντας από τελείως διαφορετικούς δρόμους ύφους, στην περίπτωση του Πόε τον γοτθικό μεταφυσικό ρομαντισμό, ενώ στην περίπτωση του Λαμπεντούζα τον καθαρό κλασσικισμό, με ρομαντική διάθεση, χρησιμοποιούν την τεράστια παράδοση των Σειρήνων για να προσεγγίσουν τη γνώση. Ο πρώτος μέσω της μεταφυσικής και ο δεύτερος μέσω του αρχέγονου, με πομπό πάντα τον έρωτα. Από διαφορετικό μονοπάτι ο καθένας, φτάνουν στο ξέφωτο του αριστουργήματος. Τόσο που η ανάγνωσή τους γίνεται γενεσιουργός και πιάνω το μολύβι:

Ο κόσμος μου σπάει σε μικρά κομμάτια
Καθρέφτης που δεν με βλέπει πια
Καταδύομαι
Τα μάτια μου ρίζες ανάποδες
Μη χαθεί το φως
Καταδύομαι
Υγροί λαβύρινθοι υγρό κορμί
Οι σμέρνες δείχνουνε τα δόντια τους
Τα χέρια μου πονάνε
Ορμάω στα ναυάγια
Βουλιάζω στην αγάπη

(εικαστικο: νερόφιδα του Gustav Klimt)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Σοφία Σούπαρη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Στην εφηβεία την γήτεψαν οι λέξεις, ακόμη ψάχνει στα βιβλία να βρει το ξόρκι της απελευθέρωσης. Εκδίδει παιδικά βιβλία με τις εκδόσεις Επόμενος Σταθμός και ποίηση με τις χειρονομιακές εκδόσεις Υποκείμενο.