Δε θυμάμαι τι ήχο έκανε το ακουστικό του τηλεφώνου καθώς έπεφτε με δύναμη πάνω στο κεφάλι μου. Καθώς εγώ το κοπανούσα με δύναμη πάνω στο κεφάλι μου. Θυμάμαι όμως που τον άκουγα να κλαίει στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής «Μη Λίνα, μην το κάνεις αυτό σε παρακαλώ. Μη, όχι, όχι». Ήταν κλεισμένος σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο στη βόρεια Αγγλία, μου είχε πει ότι έξω έβρεχε. Κι εδώ έβρεχε αλλά μέσα στο μυαλό μου. Βαριά καταιγίδα, σύννεφα πολλά, πυκνά, νερό που κυλούσε στις αύλακες του εγκεφάλου μου και έπνιγε τις σκέψεις μου, έπνιγε εμένα.

Το χέρι μου είχε μπει σε ρυθμό, μύξες έτρεχαν από τα ρουθούνια μου, ο πόνος με είχε ζαλίσει, μύριζε παρακμή και φόβος, είχα ξεπεράσει τον εαυτό μου, τους θυμούς μου, τις ζήλιες μου, είχα ξεπεράσει τη λογική, την αντοχή, την ενοχή, ήμουν μια επαναλαμβανόμενη κίνηση που την παρακολουθούσα να μου συμβαίνει.

«Μη Λίνα, μην το κάνεις αυτό σε παρακαλώ. Μη, όχι, όχι». Το κεφάλι μου γέμισε γρουμπούλια, είχα κλείσει το τηλέφωνο όταν άρχισα να τα ψηλαφώ. Έπιανα μαλακά καρούμπαλα που σχηματίζονταν εκεί που φύτρωναν τα μαλλιά μου. Όχι ένα και δύο. Μάλλον καμιά δεκαριά, ίσως και λίγα παραπάνω. Τα έπιανα και ένιωθα έκπληξη, τι σκατά μού συνέβαινε, πώς φύτρωσαν αυτά από μένα, ένα ακουστικό πώς μπορεί να αλλάξει τη γεωγραφία του κεφαλιού σου, ένα γαμημένο ακουστικό πώς μπορεί να γίνει δέρμα που ξερνάει.

Πάνε 15 αιώνες από τότε. Τέτοιες εξάρσεις δεν μου συμβαίνουν εδώ και χρόνια. Ίσως και αυτή να μη μου συνέβη ποτέ. Πάντως όταν μετακόμισα από το Γαλάτσι στο Παγκράτι άφησα υπόλοιπο απλήρωτο στον λογαριασμό, σε μια κίνηση εκδίκησης σαχλή, παιδική.

Δεν βγάζω πια γρουμπούλια στο κεφάλι μου, μόνο μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να τα αγγίξω, δεν μπορείς να τα δεις. Εκεί είναι όμως. Ανασαίνουν καμιά φορά, όταν λέω «Όλα καλά˙ εσύ;». Ανασαίνουν τα μαλακισμένα για να μου θυμίσουν αυτό που ξέρω καλά.

Είμαι ολόκληρη ένα γιγάντιο γρουμπούλι.

Λίνα Ρόκου
(εικαστικό: Christopher Saccaro)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.