Είχα ξυπνήσει αργά, είχα κάνει ένα μπάνιο κι ένα τσιγάρο και κατέβαινα στο κέντρο. Σε όλη τη διαδρομή άκουγα στα ακουστικά το “γιατί δεν πεθαίνεις γιατί” των Χειμερινών Κολυμβητών και ζήλευα. Ήθελα κι εγώ να αγαπήσω κάποια τόσο πολύ που να εύχομαι να πεθάνει να πεθάνει να πεθάνει, όπως το λέει κι ο Μάρκος.

Την προηγούμενη νύχτα είχα διαβάσει για τον Φραντζή που είχε κόψει τη γυναίκα του σε 16 κομμάτια και μετά την τρίτη μπίρα είχα αρχίσει να το θεωρώ τελείως φυσιολογικό. Όποιος αγαπά σκοτώνει, έλεγα από μέσα μου. Άμα μπορεί δηλαδή, γιατί δεν μπορούν όλοι. Εγώ π.χ. δεν μπορώ ούτε την ώρα μου να σκοτώσω, πόσω μάλλον άνθρωπο. Η αγάπη είναι όπως όταν χαϊδεύεις κάτι γλυκά γατάκια και δεν χορταίνεις και είναι πανέμορφα τα πούστικα και θέλεις να τα πνίξεις. Άλλα άμα σκοτώνεις σε πάνε φυλακή και έτσι κανείς δεν το ρισκάρει να αγαπήσει και κάθεται και διαβάζει Σαίξπηρ και άλλες αηδίες και νομίζει ότι η αγάπη είναι τα πρωινά στα κρεβάτια, οι βόλτες στα μολ και το να χύνεις μέσα της.

[12:46]

Εκεί που το τραγούδι λέει “σειρά να σου ανάβω κεριά” το έκλεισα και μπήκα στο Public. Περίμενα μέχρι να περάσει κάποια κοπέλα με ωραία μαλλιά και την ακολούθησα στις κυλιόμενες. Ήταν ομορφούλα και τα μαλλιά της μύριζαν πάπλωμα, αλλά κρατούσε ένα βιβλίο του Παμούκ και ξενέρωσα. Σκέφτηκα ότι θα πάμε για καφέ και θα μου λέει για τις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης (sic) κι εγώ θα βαριέμαι και αναγκαστικά θα το γυρίσω σε μπίρα και μετά θα πάρω και ουίσκι και μετά για να το βουλώσει θα τη φιλήσω και μετά δεν θα τη θέλω και θα φύγω και θα μετά θα νιώθω άσχημα.

Τελικά άλλαξα δρόμο και την άφησα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι ίσως να την παρεξήγησα. Μπορεί να της το είχαν πάρει δώρο. Για κάποιο λόγο τον τελευταίο χρόνο όλοι οι Έλληνες κάνουν δώρο Παμούκ ο ένας στον άλλον σα τρελοί. Μπορεί η κοπέλα να ήθελε να το γυρίσει πίσω και να πάρει κάτι άλλο. Μπορεί να ήθελε να διαβάσει κάποιο βιβλίο του Τσέστερτον ή να βρει αυτό το βιβλίο του Λένου Χρηστίδη που το έχει υπογράψει με ψευδώνυμο. Αλλά ο άνθρωπος είναι αφελής (τι να περιμένεις από κάποιον που τον λένε Λένο)  γιατί προφανώς ένα βράδυ σε κάποιο μπαρ στα Εξάρχεια, ήπιε δυο ποτά, το είπε σε κάποιον και τώρα το ξέρανε όλοι -μέχρι κι η κοπέλα στο ταμείο το ήξερε- και πήγε τσάμπα ο κόπος. Αλλά γιατί τα ξέρω όλα αυτά, δεν μου πολυαρέσει ο Χρηστίδης. Μ’ αρέσουν όμως οι κοπέλες που τον διαβάζουν. Ίσως κάτι να βλέπουν που δεν το βλέπω εγώ. Εγώ βλέπω ένα μποστάνι με καρπούζια και δε λέω, είναι όμορφα τα καρπούζια, αλλά κάποια στιγμή τελειώνει το καλοκαίρι, το μποστάνι ξεραίνεται και ο συγγραφέας πρέπει να μας πει τι γίνεται μετά. Έψαξα να τη βρω στο γράμμα Χ αλλά δεν ήταν εκεί. Μόνο ένας πρώην πασόκος ξεφύλλιζε ένα βιβλίο του Χωμενίδη με ύφος δύο, το πολύ τριών καρδιναλίων. Ήθελα να του πω ότι για να έχεις ύφος πρέπει οι καρδινάλιοι να κατεβάζουν τουλάχιστον δωδεκάδα, αλλά θα μαλώναμε και εγώ δεν είχα πιει καφέ ακόμα.

[13:05]

Απογοητευμένος που δεν βρήκα τη κοπέλα με τον Παμούκ, πήγα στα κόμικς. Μου είχαν κάνει δώρο τα δύο πρώτα τεύχη από ένα γαμάτο κόμικ, αλλά καλύτερα να μη μου τα δίνανε ποτέ, γιατί τώρα είχα πωρωθεί και ήθελα να τα αγοράσω όλα και ήταν καμία δεκαπενταριά και έπρεπε να δώσω 150 ευρώ. Προτίμησα να πληρώσω τα κοινόχρηστα και το ‘χα βάλει σκοπό να τα διαβάσω όλα εκεί στο σαλονάκι του public, στα κρυφά, λίγο – λίγο όπως κάνανε τις αποδράσεις στις ταινίες. Διάβαζα δέκα σελίδες και μετά έκανα πως δεν μου άρεσε και το άφηνα, έκανα πως έπαιζα με το κινητό και μετά τσουπ – το ξανάπιανα. Είχα ενθουσιαστεί με το ύπουλο σχέδιό μου. Αν όλα πήγαιναν καλά, σε κανέναν μήνα θα το είχα διαβάσει όλο και θα είχα πετύχει και ένα ισχυρό πλήγμα στον καπιταλισμό.

[13:12]

Τότε ήρθε και έκατσε απέναντι μου μια κοπέλα καστανή, τόσο γλυκιά, που άρχισε να ψήνει όλη μέρα μάφινς και να μαλώνει τα παιδιά μας που βλέπουν συνέχεια τηλεόραση και εγώ να τα κακομαθαίνω τα μούλικα και αυτή να με κοιτάει με παράπονο: “ρε Φοίβο, τι παιδιά θα μεγαλώσουμε;” να μου λέει. Άφησε στο τραπέζι ένα τεράστιο βιβλίο αρχιτεκτονικής, αυτά τα coffee table books που τα έχουνε στα σαλόνια για να λες ακατάπαυστα απόψεις σταυροπόδι και να ακουμπάς τον καφέ σου πάνω τους. Το είχα δει σε μία διαφήμιση του IKEA. Με κοίταξε γλυκά στα μάτια λες και οι κόρες μου να ήταν δυο μικρά γατάκια, τόσο γλυκά με κοίταξε που χάθηκα. Τα μάτια τα δικά της δεν ήταν απλώς πράσινα. Φωσφορίζανε κανονικά.

Είχα κοκαλώσει στη καρέκλα και αυτή το κατάλαβε και χαμογέλασε και τότε ήθελα να της πω ότι θα κάνω ό,τι θέλει αυτή, δεν θα τα κακομαθαίνω τα παιδιά και την Κυριακή θα πάμε και τη βόλτα στο βουνό που τη βαριέμαι αφόρητα και θα πάμε και την ιστιοπλοΐα με τους μαλάκες τους φίλους της και θα ελάττωνα και το ποτό. Ήταν λίγο παχουλή αλλά με τέτοιες ματάρες το ξέχναγες αυτό. Μέχρι και τη μάνα σου ξέχναγες με τέτοιες ματάρες. Μια μέρα θα το καταλάβουν οι γυναίκες και αντί για γυμναστήρια θα κάνουν όλες μεταμόσχευση ματιών και θα γεμίσει με αόμματα παιδάκια όλη η Αφρική.

Ήμουν έτοιμος να βγω στο μπαλκόνι και να εκφωνήσω λόγο όπως είχε κάνει ο Παπανδρέου το ’44, να ενημερώσω όλους τους Αθηναίους πολίτες ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει κι εγώ το είχα βρει το ταίρι μου, όλα θα πήγαιναν καλά, αλλά  εκείνη τη στιγμή ήρθε ο γκόμενός της, ένας ομορφούλης γκρούβαλος, από αυτούς τους καριόληδες που παραγγέλνουν κονιάκ στα μαγαζιά και το πίνουν λες κι είναι κανονικό ποτό. Προφανώς είχαν γνωριστεί σε κάποιο γκρεμό στην Ηρακλειά και εγώ τώρα έπρεπε να βρω να παντρευτώ κάποια άλλη και τα παιδάκια μας θα μέναν ορφανά, γαμώ τις μικρές Κυκλάδες τους γαμώ. Σημείωσα σε ποια σελίδα είχα μείνει και τους άφησα να κοιτάνε κάτι “ρε δεν είναι τέλεια;” σπίτια κάποιου γνωστού αρχιτέκτονα στην Αντίπαρο.  Αυτή με ξανακοίταξε λίγο στα μάτια κι εγώ της απάντησα με ύφος “μη με κοιτάς γιατί θα σας σκοτώσω και τους δυο”. Έβαλα πάλι στα ακουστικά το “γιατί δεν πεθαίνεις γιατί” και μου πέρασαν τα νεύρα. Στον πρώτο όροφο ξαναβρήκα τη κοπέλα με τον Παμούκ. Κρίμα, το κρατούσε ακόμα. Σηκώθηκα να φύγω, να πάω κάπου που να μην έχει κοπέλες με μαλλιά που μυρίζουν πάπλωμα ή μάτια που φωσφορίζουν στο σκοτάδι.

[13:37]

Κατέβηκα την πανεπιστημίου και τότε πήρε το μάτι μου ένα μαγαζί που πουλούσε κιθάρες και θυμήθηκα ότι έχω και εγώ μια κιθάρα σπίτι και μπήκα και αγόρασα χορδές. Δεν ήξερα να παίζω καλά, αλλά ένας φίλος έλεγε “και του Ντύλαν τα τραγούδια όλα λα μινόρε – ρε ματζορε είναι και είδες που έφτασε”. Εγώ πάντως έφτασα μέχρι τη φόρθνετ απέναντι και την πλήρωσα γιατί θα μου κόβανε το ίντερνετ και αναγκαστικά το βράδυ θα έπρεπε να διαβάσω κάποιο βιβλίο και δεν ήθελα να διαβάσω κάποιο βιβλίο.

[13:49]

Αγόρασα μια Ελευθεροτυπία και κάθισα σε μια καφετέρια στα Εξάρχεια. Διάβαζα την εφημερίδα με τρομερό ύφος, γιατί στις μέρες μας, αν πίνεις καφέ μόνος σου και δεν έχεις ύφος μπορεί να σε περάσουν για μαλάκα και μίζερο. Τα κυρίως άρθρα γράφανε τα ίδια ακριβώς που είχα διαβάσει το πρωί στο ίντερνετ, απλώς με πιο πολλές και διαφορετικές λέξεις. Γενικά οι δημοσιογράφοι γράφουν κάθε μέρα την ίδια είδηση ξανά και ξανά και ξανά. Αν κάνανε το ίδιο για άλλα πράγματα κι όχι για τις ειδήσεις θα αλλάζανε τον κόσμο. Φαντάσου κάθε μέρα να έπρεπε να γράψουν όλοι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο, αλλά με διαφορετικές λέξεις. Π.χ. γράψε πως πέρασες σήμερα το πρωί. Θα έβγαιναν τότε άπειρα κείμενα για το πως πέρασε ο καθένας το πρωί και θα πηγαίναμε όλοι στα περίπτερα και θα τα διαβάζαμε και θα είχαμε μια σφαιρική άποψη για το πως περνάει ο κόσμος τα πρωινά και τότε κάθε λεπτομέρεια του πρωινού θα είχε τρομερή αξία. Θα αποκτούσε έτσι εκατομμύρια όψεις και δεν θα είχε μόνο τη δική μας, τη μίζερη, τη πουτάνα.

Και έτσι κάθισα μονάχος μου στη καφετέρια και έκανα την αρχή και έγραψα πως πέρασα το δικό μου πρωινό. Όταν τελείωσα έκλεισα τα μάτια μου και για μερικά λεπτά σκέφτηκα ότι η ιδέα μου γίνεται πραγματικότητα και το μυαλό μου γέμισε με όλες τις πρωινές ιστορίες όλων των ανθρώπων γύρω μου.  Τις ένιωθα όλες ταυτόχρονα να παίρνουν μορφή, να γίνονται λεξούλες, μετά παράγραφοι, μετά να έχουν πρόλογο και επίλογο και ήταν όλες τρομερά ενδιαφέρουσες, ακόμα κι οι δυσάρεστες.

[14:13]

Αιωρούμουν σαν ένα μικρό αερόστατο στα στενά τις Αθήνας, πάνω από μια κοπέλα που ήταν κολλημένη στην κίνηση και θα αργούσε στο κωλοραντεβού και γιατί τα άφησα όλα πάλι τελευταία στιγμή και σιγά μη μου δώσουν εμένα τη δουλειά, ποια είμαι εγώ στη τελική και μετά πάνω από έναν νεαρό που έπινε τον καφέ του και είχε τρομερό πονοκέφαλο και γιατί ήπια πάλι τόσο πολύ, πρέπει μια φορά να κάνω έρωτα μαζί της χωρίς να έχω πιει και μετά πάνω από τον τοξικομανή στη γωνία που κρατούσε στο ένα χέρι το γκανάκι και στο άλλο το φιξάκι και σκεφτόταν πόσο όμορφη είναι η καριόλα η ηρωίνη, αλλά τέλος, άλλη μία και μετά θα πάρω το λεωφορείο να πάω στην Καλαμάτα να βρω την αδερφή μου, έχω να τη δω 10 χρόνια, αλλά δεν μπορεί, θα με καταλάβει. Μετά περνούσα δίπλα από μια κοπέλα που σκεφτόταν ότι έφτασε 42 χρονών, πότε θα κάνω παιδί, δεν θα κάνω, και τι θα κάνω, στ’ αρχίδια μου το παιδί, γιατί είμαι τόσο μόνη γαμώτο και μια άλλη που χάιδευε το στήθος της, γιατί να μην είναι λίγο πιο μεγάλο, και έναν τύπο που κοιτούσε το κοριτσάκι απέναντι, αχ πόσο θέλω να τη χύσω στο στόμα, σκεφτόταν, ενώ μέσα του έγραφε ήδη ένα πρόστυχο ποίημα για τα χείλη της.

[14:14]

Οι ιστορίες τότε πλημμύρισαν το κεφάλι μου, μπερδεύτηκαν όλες μαζί και έγιναν μία μοναδική, καθολική, πανέμορφη ιστορία. Για λίγο ένιωσα αυτό που λέει ο ποιητής: όλα ήταν δικά μου και όλα ήταν ιερά και τώρα πια δεν ήθελα να πεθάνει, να πεθάνει, να πεθάνει κανείς. Ήθελα μόνο να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω. Να ζήσω μέχρι να μην μπορώ άλλο.

Εκείνο το πρωί ακούστηκαν τα εξής τραγούδια:

 

(εικαστικό: “Sunlights in Cafeteria”, Edward Hopper, 1958, Λάδι σε καμβά)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Φοίβος Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα. Μετα από 34 χρόνια τουρισμού σε Σάμο, Σύρο και Αθήνα, εργάζεται τώρα σαν οξυγονοκολλητής στην καρίνα του Σταρ Τρεκ.