Ό,τι είναι τα Πριγκηποννήσια για την Κωνσταντινούπολη, είναι για την Αθήνα τα νησιά του Σαρωνικού. Γι’ αυτό μ’ αρέσει να τα λέω «Πριγκηποννήσια της Αθήνας». Μια φορά μάλιστα που πήγα στη Χάλκη ένιωσα πως το ανάλογό της είναι ο Πόρος. Αν πάω και στα υπόλοιπα, θα βρω σίγουρα και τις άλλες αναλογίες.

Βρέθηκα λίγες μέρες τον Αύγουστο στην Αίγινα, στην Αγία Μαρίνα. Είχα εντοπίσει στο ίντερνετ το ξενοδοχείο «Ανατολή»: διακόσμηση ανατολίτικη, ναργιλέδες, χρώματα κι αρώματα. «Ή που θα το λατρέψω ή που θα σπάσω πολλή πλάκα!» σκέφτηκα όταν έκανα την κράτηση. Έγινε το πρώτο.

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο – δυο βήματα απ’ το λιμάνι, στα δεξιά σου όπως σ’ αφήνει το καράβι-, νιώθεις πως μπαίνεις σε παραμύθι. Στη ρεσεψιόν σε υποδέχεται η καλή μάγισσα Ανθούλα, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου. Σε κερνάει σοκολατάκι, σου χαρίζει κι ένα φυλαχτό μη σε ματιάσουν και σου δίνει το κλειδί μουρμουρίζοντας: «Το μπλε δεν άδειασε ακόμα. Θα σου δώσω το κόκκινο. Καλύτερα, έχει και θέα προς τη θάλασσα». Ανεβαίνοντας τη σκάλα βλέπεις στον τοίχο κρεμασμένες στολές και φορέματα (αυτά το βράδυ θα είναι σα φαντάσματα!), ενώ παντού είναι διάχυτο ένα διακριτικό άρωμα. Είπαμε: χρώματα κι αρώματα. Το δωμάτιο 13 έχει όντως έναν κόκκινο τοίχο. Οι πετσέτες δεμένες μέσα σ’ ένα τούλι, πάνω από το κρεβάτι ένα τούλι για όνειρα γλυκά, παντού χαϊμαλιά και χάντρες – λες να μου κάνουν μάγια;

Κάτω απ’ το ξενοδοχείο απλώνεται ένας τεράστιος κήπος που κατηφορίζει προς την παραλία. Κι εδώ το σκηνικό ίδιο: τραπέζια και καρέκλες, καναπέδες με μαξιλάρια, πολλά τούλια, ωραίος, ατμοσφαιρικός φωτισμός, μουσική από Πάριο μέχρι πολίτικα και τούρκικα, και ναργιλέδες (αναμμένοι, όχι ντεκόρ!). Εδώ μαζεύονται οι πελάτες του ξενοδοχείου για μουχαμπέτι όταν σουρουπώνει – αλλά και το πρωί, για ν’ απολαύσουν το πρωινό τους.

Για το πρωινό τώρα, τι να πεις; Ποικιλία κι αφθονία. Η κυρία Ανθούλα ετοιμάζει αυγοφέτες, πίτες (μια τηγανητή τυρόπιτα είναι αποκάλυψη), λουκουμάδες, χαλβάδες – χωρίς να λείπουν βέβαια και οι πιο συμβατικές προτάσεις: κορν φλέικς, γάλα, μέλι, τυρί κ.λπ.

Απ’ όσα είπα ως τώρα, είναι φανερό πως η κυρία Ανθούλα είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Δε σε βλέπει σαν πελάτη, ούτε εσύ τη βλέπεις σαν ξενοδόχα. Σε εξυπηρετεί, χωρίς να σε υπηρετεί. Πιάνει κουβέντα με όλους χωρίς να γίνεται ενοχλητική. Άμα έχει κέφι, πιάνει και το ντέφι και χορεύει. Άμα δεν έχει, αράζει σε έναν καναπέ ή σε μια καρέκλα. Μια τέτοια στιγμή, βρίσκω την ευκαιρία να πιάσω κουβέντα μαζί της.

«Είμαι από την Κωνσταντινούπολη και ήρθα στην Αθήνα οχτώμισι χρονών, το `64. Εδώ στην Αίγινα έρχομαι γύρω στα σαράντα χρόνια. Το ξενοδοχείο το είχε η κουμπάρα μου – της έχω βαφτίσει το παιδί – και το πήρα εγώ για να βοηθήσω την κατάσταση, με τους κληρονόμους. Δούλευα λογίστρια τότε – έχω σπουδάσει οικονομολόγος και φιλόλογος. Κάναμε την αγορά του ξενοδοχείου λοιπόν πριν δεκαπέντε χρόνια και το ονομάσαμε Ανατολή για πολλούς λόγους: βρίσκεται στο ανατολικό σημείο της Αίγινας, το όνομα είναι αρκετά εύηχο, διαβάζεται και ελληνικά και λατινικά το ίδιο, δεν ξεχνιέται, και η ανατολή είναι η έναρξη κάθε καινούριας μέρας, η αρχή της».

Τη ρωτάω αν απευθύνεται σε ειδικό κοινό. «Αλίμονο αν αρέσαμε σε όλους! Δεν είναι ένα συνηθισμένο ξενοδοχείο. Είναι ένα θεματικό ξενοδοχείο. Μπορεί να σου δώσει Ιστορία, πολιτισμό, τέχνες. Κάθε πραγματάκι έχει την ιστορία του. Οι στολές που είδες κρεμασμένες είναι από την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη, την Έφεσο, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, τη Δαμασκό, τη Σμύρνη. Το ξενοδοχείο αρέσει πολύ στους ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη. Έχουμε τρία βιβλία εντυπώσεων, κάτσε και διάβασε τι μας γράφουν! Από ηλικίες, τους πιάνουμε όλους: και τους μικρούς, γιατί τους αρέσουν οι ναργιλέδες, και τους μεγάλους, που έχουν θύμηση, νοσταλγία».

Το ξενοδοχείο έχει προσωπικό, αλλά η κυρία Ανθούλα δεν το παίζει αφεντικό. Είναι πρώτη στη δουλειά. «Για να κάνω εγώ παρατήρηση σε σένα ότι δε δουλεύεις καλά, πρέπει να έχω δουλέψει κι εγώ. Πρέπει να ξέρω να σκουπίζω καλύτερα από σένα. Πρέπει κι εγώ να κάνω λάντζα για να ξέρω αν κι ο λαντζέρης κάνει καλή λάντζα. Εγώ κοιμάμαι από τον έναν καναπέ στον άλλο. Θα μ’ έχεις δει άλλωστε. Μπορεί να κατέβει ένας πελάτης να θέλει μία ασπιρίνη, ένα νερό: να με βρει και να μην ψάχνει σε ποιο δωμάτιο κοιμάμαι. Προχτές ένας Ρώσος είχε πιει βότκες και έκανε εμετό και κατέβηκαν η γυναίκα του κι η κόρη του και με βρήκαν στον καναπέ να κοιμάμαι. Κάλεσα το ΕΚΑΒ και ήρθαν και τον πήρανε. Αυτός είναι ο ρόλος μου. Δεν είναι να σου δώσω απλά ένα κλειδί.»

Ο κόσμος, φαίνεται, το εκτιμάει όλο αυτό. «Όποιοι μας γνωρίζουν, δε μας αφήνουν. Ξανάρχονται και ζητάνε το συγκεκριμένο δωμάτιο. Νιώθουν σα να επιστρέφουν στο σπίτι τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν το έχουμε διαφημίσει το ξενοδοχείο όσο θα `πρεπε. Η διαφήμισή μας γίνεται από τον ευχαριστημένο πελάτη. Πάντως, ανοίγουμε πρώτοι και κλείνουμε τελευταίοι, εδώ στην Αγια Μαρίνα!»

Ο γιος της ο Φίλιππος έχει δικό του μαγαζί με ναργιλέδες στο Κουκάκι (Guzelim, Δράκου 16), μα τώρα έχει έρθει κι αυτός εδώ για να βοηθήσει τη μάνα του τις δύσκολες μέρες του Αυγούστου. Μαζί του είναι η Σμυρνιά σύζυγός του και το νιογέννητό τους, που το νταντεύει η πεθερά του. Εκτός από τα τούρκικά τους όμως, ακούς κι άλλες γλώσσες: ο κύριος Αντώνης είναι από την Παλαιστίνη και διηγείται ιστορίες από τη χώρα του – στο σπίτι του μένουν πια έποικοι… Κι άλλοι πελάτες – συγκάτοικοι μάλλον – είναι από τη Ρωσία, από το Βέλγιο κι αλλού. «Είμεθα ένα κράμα εδώ», στον κήπο της κυρίας Ανθούλας.

Ευτυχώς που κρατήθηκα τόσους μήνες και δε διάβασα το «Σκίρτημα» του Κοροβίνη, για τα χαΐρια του Καβάφη στην Πόλη. Καλύτερο περιβάλλον να το διαβάσω, δε θα `βρισκα. Εδώ, στο HOTEL ANATOLI, με θέα το Σαρωνικό ή την Προποντίδα.


         ΥΓ: Είναι η πρώτη (και ίσως τελευταία) φορά στη ζωή μου που μιλάω για ξενοδοχείο.