Πριν δέκα χρόνια, Δεκέμβρης ήτανε, ανέβηκες στην Πάρνηθα. Κι έβλεπες πώς έπεφτε το χιόνι πάνω στα καμένα. Και εμφανίστηκε ένα ελάφι. Σε κάρφωσε στα μάτια καχύποπτο. Καθώς έπεφτε το χιόνι. Πάνω στα καμένα.

Γύρισες σπίτι ταραγμένος κι άφησες στο πιάνο μια μελωδία. Δεν της έβαλες λόγια. Μόνο τίτλο τής έδωσες: «Χιόνι με ελάφι στην καμένη Πάρνηθα». «Το μόνο ορχηστρικό μου!», καυχιόσουν.

Απόψε την ξαναθυμήθηκες κι έκατσες στο πιάνο. Πόσο καινούρια σού ακούστηκε! Σα να σου βγήκε απόψε. Κι όσο έπαιζες, το χιόνι μαύριζε σαν πετρελαιοκηλίδα. Τα καμένα γίνονταν μια μαύρη θάλασσα. Το ελάφι μεταμορφωνόταν σε γλάρο, με τα φτερά του να στάζουνε μαζούτ. Κι είπες να της βάλεις κι άλλο τίτλο: «Πετρέλαιο με γλάρο στο Σαρωνικό».

Ας μη χρειαστεί να της δώσεις κι άλλον. Φτάνουν αυτοί οι δύο. «Μη μας κλέβετε άλλο την καθεμέρα μας, καθάρματα!». Κι έκλεισες το καπάκι του πιάνου.

ΥΓ: Συγγνώμη για την πρόχειρη ηχογράφηση. Έτσι της πρέπει.

,