Σελανίκ: μαχαίρι στην καρδιά
ή, αλλιώς, τρεις στιγμές χωρίς μπουγάτσα με τυρί

Ανεβαίνω στο Σέιχ-Σου για πεζοπορία, απόγευμα. Αντί για δράκους έχει σκύλους που αγριεύουν τριγύρω, φευ! δεν δίνω σημασία, γουφ γουφ γουφ σιμώνουν –αυτός δεν λακίζει– αποφασίζουν μεταξύ τους, απομακρύνονται. Συναντώ παραπέρα έναν μελισσοκόμο, ρωτάω πώς πάει, περιμένει λέει να βρέξει μέχρι τέλος του μήνα για να κατεβάσουν υγρά τα δέντρα, να βγει μέλι καλό. Θα βρέξει, θα δεις, λέω. Δεν το βλέπω, λέει. Υπάρχει και ο χορός της βροχής, όλα θα πάνε καλά, τον χαιρετώ αποπνέοντας μετεωρολογικό μπουμ. Φτάνω σε μια κορυφή, κάθομαι σ’ ένα βραχάκι λίγη ώρα, κιαλάρω κάποιον να πλησιάζει κραδαίνοντας μια απόχη και πιάνουμε την κουβέντα. Είναι γάλλος τουρίστας, λέει, πιάνει πεταλούδες για να τις φωτογραφίσει και μετά τις αφήνει. Κάποτε κυκλοφορούσε ότι ζούνε μονάχα εικοσιτέσσερις ώρες, μάλλον μύθος, λέω. Το έχω ακούσει αλλά νομίζω δεν ισχύει, συμφωνεί. Αυτό το λεπτό αιχμαλωσίας που περνούν στην απόχη, λέω, ίσως αποτελεί οδυνηρή εμπειρία – ισοδυναμεί με χρόνια ολόκληρα σε ανθρωποχρόνο, μπορεί μετά να ηρωοποιούνται. Δεν θα μάθουμε ποτέ, λέει. Δεν μαθαίνουνε ποτέ, λέω. Θα ήθελες να ζήσεις εκατό χρόνια σαν κάμπια ή μονάχα μια μέρα σαν πεταλούδα; Not.

#

Κοντεύει μεσάνυχτα, χωρίς κατεύθυνση περπάτημα, χωνεύω το σουβλάκι. Θα το γυρίζεις το κορμί σου στο Βαρδάρη, σε ονόματα της μιας βραδιάς θα με ζητάς, μέσα σε σπίτια χαμηλά με κόκκινο φανάρι με νόμισμα φτηνό θα μ’ απατάς –είναι ένα τραγούδι, βγαίνει από κάποιο σιτροέν με χαμηλωμένο τζάμι. Κάπου βρίσκω παγκάκι, ανάβω τσιγάρο. Με πλησιάζει ένας μεσήλικας, περπατάει ξυπόλητος, με τα παπούτσια στο χέρι. Απλώνω το πακέτο, παίρνει, καπνίζουμε μαζί –μολονότι επισήμως το έχω κόψει- και αρχίζει να λέει  ότι το έσκασε πριν από πέντε χρόνια από το ψυχιατρείο. Του έδιναν φάρμακα που δεν τον βοηθούσαν. Ήθελε την ελευθερία του και τη βρήκε, ισχυρίζεται. Νιώθει καλύτερα πια, δεν έχει κρίσεις, δεν φωνάζει, δεν πανικοβάλλεται, το βράδυ κοιμάται βλέποντας τα αστέρια και το μόνο που του λείπει είναι λίγα χρήματα, να παίρνει μια μπίρα, ένα σουβλάκι, ένα κιλό μέλι, έτσι για την αλλαγή, μην τρώει κάθε μέρα ό,τι βρίσκει σε συσσίτια. Να, τώρα, αυτή τη στιγμή, είμαι ήρεμος μαζί σου, με βοηθάει που σου μιλάω, ανακοινώνει. Με αγκαλιάζει και του χτυπάω φιλικά την πλάτη. Αλλά ήδη με κρατάς στο χέρι, έχω υποχρέωση επειδή κέρασες τσιγάρο, αποφασίζει. Έτσι ξεκινάει κανείς να χάνει την ελευθερία του, ισχυρίζεται. Δεν έχεις καμιά υποχρέωση, λέω, κι εγώ σου χρωστάω για την παρέα σου απόψε. Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πολλά πράγματα, λέει, κανένα φιλαράκι να έχει να πει μια κουβέντα και ελευθερία, αλλά δεν υπάρχει ποτέ πραγματική. Είναι σαν τις πόρνες, χρειάζεται χρήματα. Είναι σαν την αγάπη, χρειάζεται γαρνιτούρες. Μιλάει ασταμάτητα τρεις ώρες.

#

Σεργιανίζω παραλιακά προς την πλατεία Αριστοτέλους, χαράματα. Ελάχιστος κόσμος. Ένας τύπος σέρνει μια βαλίτσα, τα ροδάκια ακούγονται σε ακτίνα χιλιομέτρου. Τι γίνεται φιλαράκο, να σε δώσω ένα τσιγάρο; Ναι, δέχομαι. Περπατάμε μαζί, πηγαίνει με τα πόδια στο ΚΤΕΛ, να πάρει το πρωινό σε τρεις ώρες από τώρα, έχει πολλή ώρα. Αλβανός είμαι, ξεφουρνίζει. Μοιάζει σ’ έναν ποδοσφαιριστή που ξέχασα πώς τον λένε.  Μιλάς καλά σαλονικιώτικα, όμως, λέω. Με τι ασχολείσαι, ρωτά. Φωτογραφίζω πεταλούδες στο δάσος, διατείνομαι. Ξημερώματα δίνεις δικαιώματα, ανακοινώνει.  Έχεις φίλους βορειοηπειρώτες, ρωτά να μάθει. Ναι, έναν-δύο.  Εγώ πουλάω ναρκωτικά, λέει. Αλλού, όχι εδώ, συμπληρώνει, εδώ διακοπές είμαι. Δεν είμαι από Αλβανία, έτσι το λέω, συνεχίζει. Βαλκάνια πάντως, λέει. Έχουμε το ίδιο DNA, αντιγυρίζω. Και για είκοσι χιλιάρικα μπορεί να σκοτώσω άνθρωπο, λέει. Χαχανίζω καθώς είναι φανερό ότι τα φουσκώνει λίγο, να εντυπωσιάσει. Μη γελάς, λέει, αλήθεια σε λέω, είκοσι χιλιάδες ευρώ, ρε μαλάκα, εσύ δεν θα το έκανες; Ναι, βέβαια, σε πιστεύω, αλλά νομίζω όχι.  Μπορώ να βγάλω την καρδιά σου με τρεις κινήσεις, μ’ ένα μαχαίρι, ανακοινώνει. Διαγράφει τις κινήσεις στον αέρα. Μπορώ να σε πετάξω στη θάλασσα. Χμ, τότε καλύτερα να αλλάξουμε πλευρά, λέω, και –χοπ- βρίσκομαι την πλευρά του πεζοδρομίου καθώς περπατάμε κατά μήκος του Θερμαϊκού. Τι άλλο κάνεις για είκοσι χιλιάρικα, ρωτάω. Θα γινόσουν πόρνη; Όχι, διαμαρτύρεται, αν με πει κανείς τέτοια, θα τον σκοτώσω. Δηλαδή, σκοτώνεις άνθρωπο αλλά πόρνη δεν γίνεσαι, ας πούμε, ούτε για εκατό χιλιάρικα; Με τίποτα, σε λέω. Δεν πιστεύω τίποτα απ’ όσα με λες, λέω. Φύγε τότε, με τη δίνεις στα νεύρα. Φύγε πριν σε πετάξω στη θάλασσα.

#

Φίλοι σε ανυποψίαστο χρόνο με είπανε:  μια μέρα θα σε βρούμε σκοτωμένο με τέτοιες παρέες που πιάνεις. Καμιά φορά οι προφητείες βγαίνουν αληθινές. Αλλά τις περισσότερες, όχι. Η ζωή πάντοτε μας ξεπερνά.


 

 

 

Διαβάστε του ίδιου:
Πεθαίνοντας στο Βαρανάσι των Ινδιών