Ο 19ος αιώνας στην Ελλάδα ήταν μια εποχή σκληρή για να είσαι παιδί. Δίπλα στην παιδική εργασία που οργίαζε αλλά και στα υψηλά ποσοστά της παιδικής θνησιμότητας πρέπει να προστεθεί και αυτό της παιδικής κακοποίησης, που πολλές φορές έφτανε στα έσχατα όρια του θανάτου. Μια τέτοια περίπτωση, ανατριχιαστική σε όλα της, συνέβη στην πόλη της Μεσσήνης το φθινόπωρο του 1887.

Ο δεκάχρονος γιος του καραγωγέα Π. Λίχα, όπως μαθαίνουμε, ήταν ένα κάπως ατίθασο παιδί, που προτιμούσε τα παιχνίδια και τις τσάρκες με τους φίλους του παρά τις σχολικές δραστηριότητες. Ο πατέρας του είχε δοκιμάσει τα πάντα για να τον «συνετίσει»: του αγρίευε, τον έδερνε, τον άφηνε νηστικό. Μα το παιδί επέμενε. Πριν λίγες μέρες λοιπόν, «κατηγανακτησμένος ο πατήρ», έβαλε μπρος ένα άλλο, πιο άγριο σχέδιο: έπιασε το παιδί, το έδεσε χειροπόδαρα με σκοινί, μετά συνέχισε να τον τύλιγει στο υπόλοιπο σώμα σφιχτά, και αφού κρέμασε το σκοινί από μια δοκό έφυγε «να ροφήση καμμίαν μαστίχαν». Ο μικρός ούρλιαζε κρεμασμένος, καλούσε τους γείτονες, αλλά και αυτοί φοβόντουσαν να εμπλακούν στις μεθόδους του πατέρα. Οπότε, όταν επέστρεψε μετά από μια ώρα στο σπίτι ο Π. Λίχας, πηγαίνοντας να ελευθερώσει το γιο του, τον βρήκε νεκρό, «θλιβόμενον υπό των δεσμών», έχοντας πάθει ασφυξία. Τότε ο «ακούσιος παιδοκτόνος» άρχισε να ουρλιάζει, να σκίζει τα ενδύματά του, να ψάχνει παράφρονας για ένα μαχαίρι να αυτοχειριαστεί. Ελπίζουμε όχι από τον εκνευρισμό του επειδή ο μικρός είχε το θράσος να πεθάνει. Αλλά επειδή κατάλαβε αστραπιαία πως έπεσε θύμα του ίδιου του του εαυτού, επειδή συνειδητοποίησε πως η αγάπη, ό,τι κι αν σου επιβάλλει η εποχή, δεν μπορεί να έχει σχέση με την αγριότητα και τον βασανισμό.


Όλες οι ειδήσεις μας αποτελούν προϊόν πρωτογενούς έρευνας