Τέλη Σεπτέμβρη βρισκόμαστε σε ένα χώρο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ακομινάτου, όπου η ομάδα «Αίολος» προβάρει τον «Μικρό Εγώ», βασισμένο σε κείμενα του Κώστα Ταχτσή. Η Βικτώρια τραβάει φωτογραφίες κι εγώ παρακολουθώ να ξαναζωντανεύουν κομμάτια εκείνης της συναρπαστικής παράστασης που είδα πριν τέσσερα χρόνια στο «Βρυσάκι». Η ώρα πάει δέκα, η πρόβα σταματάει γι’ απόψε, ο θίασος σχολά κι εγώ πιάνω κουβέντα με το Βασίλη Ανδρέου, το σκηνοθέτη.

Δημοσιεύουμε τη συνέντευξη σήμερα, 90 χρόνια ακριβώς από τη γέννηση του Κώστα Ταχτσή (8 Οκτωβρίου 1927) που συμπίπτουν χρονικά με έναν πρωτόγνωρο δημόσιο διάλογο πάνω στο έμφυλο ζήτημα.

ο σκηνοθέτης Βασίλης Ανδρέου


Τόση ώρα αναρωτιόμουν γιατί είναι τόσο φρέσκος ο Ταχτσής. Ένιωθα μια φρεσκάδα όσο σας έβλεπα.

Μου δίνεις μεγάλη χαρά που μας βρήκες φρέσκους, ενώ ήμασταν πολύ κουρασμένοι!

Εσύ δεν τον βρίσκεις φρέσκο;
Συνέχεια. Το θέατρο έχει πάντα κάποια μεσοδιαστήματα στις αντιδράσεις. Αυτός δεν παίζει με τους όρους του θεάτρου. Υπάρχει ένας νόμος για τα έργα: το ένα είναι έτσι, το άλλο είναι αλλιώς, εκεί υπάρχουν παύσεις, εδώ είναι πιο σκοτεινό, εδώ πιο καθαρό, και οι ηθοποιοί πέφτουν στα έργα με κάποιου είδους μελέτη. Τούτο είναι ρυάκι! Χωρίς δομή, χωρίς φόρμα θεατρική. Είναι εντόσθια βγαλμένα έξω. Είναι κραυγές βγαλμένες έξω. Χωρίς να φτιαχτούν.

Μα δεν είναι και θέατρο, ως προς τη γραφή. Ποιος έκανε τη συρραφή των κειμένων;
Ωραία ερώτηση. Κάναμε πρόβες σ’ ένα παλιό τουρκικό σπίτι στην Κεραμεικού και μελετάγαμε Ταχτσή: «Η γιαγιά μου η Αθήνα», «Το φοβερό βήμα», «Το τρίτο στεφάνι», «Τα ρέστα», «Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο». Δε θυμάμαι πώς έγινε η διασκευή. Είχαμε πει να πάρουμε τα διηγήματα με τη σειρά, και όπως τα διαβάζαμε μπαίνανε ανάμεσα αυτοβιογραφικά του στοιχεία. Δεν ξέρω τι ανήκει σε ποιον. Δεν πήραμε μόνο τους διαλόγους από τα διηγήματα. Κρατήσαμε στοιχεία αφήγησης, που τα έχει ο νεκρός Ταχτσής. Κι έτσι, δε χάσαμε την πεζογραφία! Εμείς συνειδητά τον βάζουμε να αφηγείται. Μα και όταν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, είναι αφήγηση αυτό, δεν είναι θέατρο. Αυτός συνέχεια αποδεικνύει ότι είναι τα γραπτά του. Ο θεατής όμως «πιάνει» ότι είναι διασκευασμένη αφήγηση. Μας εξιτάρει κιόλας αυτό. Εξάλλου ο Ταχτσής δεν έγραψε θεατρικά έργα.

Θεωρείς ότι το αγαπούσε το θέατρο;
Έκανε μεταφράσεις. Δεν κάνεις άμα δε σου αρέσει το θέατρο. Νομίζω το αγαπούσε πολύ.

Εγώ νομίζω πως αγαπούσε περισσότερο το σινεμά.
Σίγουρα, και ήθελε να γίνει το «Τρίτο στεφάνι» ταινία από τον Αγγελόπουλο.

Ο Ταχτσής ήθελε να ζήσει επί μακρόν. Δεν ήταν ένας καταραμένος συγγραφέας. Οιοσδήποτε έχει σχέση με το σεξ, θέλει να ζει.

Εσείς πώς τον «πιάνετε» περισσότερο; Ως συγγραφέα; Ως άνθρωπο;
Είναι ένας άνθρωπος που τον έχουμε μελετήσει πολύ, μα δε θέλουμε να τον μιμηθούμε. Θέλουμε η παράσταση να είναι μια αφορμή να κάνουμε ένα ταξίδι στη ζωή ενός ανθρώπου που δεν ήταν εύκολη, μα αυτή τον έκανε καλλιτέχνη. Δεν τον έκανε να αυτοκτονήσει, να τελειώσει τη ζωή του. Του τέλειωσαν τη ζωή του. Ο Ταχτσής ήθελε να ζήσει επί μακρόν. Δεν ήταν ένας καταραμένος συγγραφέας. Οιοσδήποτε έχει σχέση με το σεξ, θέλει να ζει. Αυτό εγώ πιστεύω. Κι ας λένε ότι ήθελε να φάει το κεφάλι του. Ο άνθρωπος ήτανε Βάκχος. Ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος που ρίσκαρε. Γιατί άμα δε ρισκάρεις, δεν είσαι ολοκληρωμένος. Εγώ δε ρισκάρω. Κάνω αυτά που κάνω, δουλεύω στο θέατρο… Κι έχω τον Ταχτσή για να ξεδίνω. Δεν παίζουμε τον Άμλετ, το Μάκβεθ. Παίζουμε έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού. Με γοητεύει αυτό, μ’ αρέσει. Με βγάζει απ’ το θαυμασμό μου για τα μεγάλα έργα τέχνης και τους μεγάλους ήρωες και ρόλους και μπαίνω στο ποταπό, στο χαμηλό, που έχει φοβερή αισθητική καλοσύνης.

Πότε πρωτοπαίχτηκε ο «Μικρός εγώ»;
Πρωτοπαίχτηκε το 2013 στον «Ορίζοντα» και μετά στο «Βρυσάκι». Κι όταν τον περασμένο Μάιο το ΣΕΗ κάλεσε διάφορες ομάδες σε ένα Φεστιβάλ στο θέατρο «Γκλόρια», μας έβαλε φυτιλιά κι είπαμε αυτό το πράγμα να μην παίζεται μόνο το καλοκαιράκι σε αθηναϊκά σπίτια. Δε μας πείραξε καθόλου αν θα άλλαζε η μορφή του. Παίξαμε μία φορά στο «Γκλόρια», και χαρήκαμε. Και το επαναλαμβάνουμε τώρα τις Τρίτες και τις Τετάρτες στο θέατρο «Άλφα – Ιδέα».

Δε χάνει κάτι από την αθηναϊκότητά του μέσα σε ένα θέατρο; Στο «Βρυσάκι» υπήρχαν μπαλκόνια, αυλή…
Ναι, εκεί ήταν νατουραλιστικά, όπως σου είπα. Στο θέατρο τώρα ο κόσμος θα δει μια διαφορετική παράσταση. Θα δει τους ηθοποιούς να αφηγούνται πάνω στη σκηνή αυτή την ιστορία και όχι να την παίζουν στις πόρτες και στα παράθυρα. Υπέροχο ήταν εκεί και αυθεντικό, αλλά πρέπει να φτιάξουμε το χώρο στην ουδετερότητα του κλειστού θεάτρου, των τεσσάρων τοίχων. Θέλω να είναι μια δοκιμασία για την ομάδα ό,τι κάνει, και στοίχημα. Και ευχόμαστε ο κόσμος να αγαπήσει τη φρεσκάδα αυτού του κειμένου, που ενώ είναι στα όρια της ηθογραφίας, οι νέοι άνθρωποι το παρακολουθούν γοητευμένοι.

Ο θίασος παραμένει ο ίδιος;
Άλλαξε μόνο ο ηθοποιός που υποδύεται το νεκρό Ταχτσή: τώρα είναι ο Θοδωρής Χιντζίδης. Και ο συνθέτης μας, ο Σπύρος Παρασκευάκος, θα βρίσκεται πια επί σκηνής, σε διάλογο με το έργο. Μόνο τα τραγούδια του «Μην κλαις» και «Βήμα εκτός» θα ακούγονται ηχογραφημένα, με τη φωνή της Νεφέλης Κουρή. Είναι τόσο υπέροχα τραγούδια, που πρέπει να ακουστούν. Και θα ακούγονται σαν από ένα μεγεθυμένο τρανζίστορ.

Η ομάδα «Αίολος» πώς προέκυψε;
Το 2012 τα παιδιά τέλειωσαν τη σχολή «Δήλος». Εγώ διδάσκω εκεί από το 2010 αλλά δεν τους είχα μαθητές. Μου είπαν ότι θέλανε να κάνουν μια παράσταση με Ταχτσή και με καλέσανε ως φίλο και άνθρωπο του θεάτρου. Μετά τον «Μικρό εγώ» κάναμε το «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα και την «Ελληνική Μυθολογία» του Τσιφόρου. Αλλά  είχαμε ορκιστεί να επιστρέψουμε στον Ταχτσή.

Τώρα θεωρείς ότι το έργο έχει πάρει την οριστική του μορφή;
Πιστεύω πως ναι. Τώρα ανασαίνει με τον αέρα του θεάτρου.

Ποιο κοινό περιμένεις να έρθει;
Από την προηγούμενη εμπειρία μου: Ερχόντουσαν κυρίες, κύριοι μόνοι, πάρα πολλοί νέοι, πάρα πολλά ζευγάρια και φοιτητόκοσμος. Ξεκίνησα από τις κυρίες. Έχουν τόση κατανόηση αυτές, τέτοια λατρεία σε καταστρεμμένους γιους, που κλαιν με μαύρο δάκρυ. Κι όταν βγαίνει το ταγέρ, καμία δε λέει «α, το τραβέλι, ίσα δε ντρέπεται». Μανάδες είναι, θα `χουν παιδιά που τα κατέστρεψαν. Ή είναι γκέι το παιδί τους ή τυφλό ή κουφό ή άριστος μαθητής ή υπερταλαντούχος γιος, για τους γονείς όλα αυτά είναι πρόβλημα.

Πιστεύεις ότι οι θεατές έχουν διαβάσει Ταχτσή;
Δε μπορώ να ξέρω αν ο κόσμος βλέπει έργα επειδή διαβάζει τα έργα. Νομίζω όμως ότι το «Τρίτο στεφάνι» τούς είναι γνωστό και επειδή παίχτηκε στην τηλεόραση και επειδή είναι ένα best seller. Πιστεύω όμως ότι τους απασχολεί πολύ ο μύθος του Ταχτσή.

Κράχτης της παράστασης είναι το έργο του Ταχτσή ή ο μύθος του;
Νομίζω κράχτης είναι το γιατί αυτή η ομάδα με μέσο όρο ηλικίας 30 ασχολείται με τον Ταχτσή. 2017, κι ενώ στο θέατρο έχει γίνει Όστερμάγιερ, Σάρα Κέιν, γερμανικός εξπρεσιονισμός, ελληνικός μοντερνισμός – μην πω κι άλλα – κάποιοι κάνουν Ταχτσή, που θα `χει καμιά μάνα να μαλώνει, βυζιά, καλιαρντά (νομίζουν), τραβεστιλίκια. Όποιος έρθει να το δει θα καταλάβει ότι κάνουμε κάτι άλλο. Η φρεσκάδα, που είπες. Η ηθική της καλοσύνης.

Οι άνθρωποι του Ταχτσή λειτουργούν όπως γαμάνε, όπως δαγκώνουν, όπως κάνουν έρωτα. Έχω παίξει Όμηρο, Ντοστογιέφσκι, Μολιέρο – υπέροχοι όλοι. Μα τούτος με πάει στη ρίζα μου.

Ήταν καλός ο Ταχτσής;
Δεν ξέρω. Πάντως εγώ δεν είμαι καλός, ούτε τα παιδιά είναι καλά. Νομίζω κι αυτός θα χαιρόταν να παίζουν τα έργα του παιδιά που έχουν παραδεχτεί πως δεν είναι και οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο αλλά έχουν ανοιχτές πληγές, αίσθηση και ανάγκη της συγνώμης και πάλη με τον εγωισμό. Δρόμος είναι όλα και η καλοσύνη είναι η μέγιστη δοκιμασία.

Κι εμείς οι θεατές δεν είμαστε καλοί!
Καλός άνθρωπος δεν είναι μόνο ο καλός Σαμαρείτης. Είναι ο καλός προς τον εαυτό του: προς την υγεία του, τη διατροφή του. Ο Ταχτσής έβγαζε τρίχα με το τσιμπιδάκι. Περούκες, ζώνες στο χρώμα του δέρματος, μέικ απ απ` το Cosmetics στο Λονδίνο… Ήταν πολύ καλός με τον εαυτό του. Περιποίηση από πάνω μέχρι κάτω. Αν ήταν καλός ή όχι με τους άλλους, αυτό είναι δική του και δική τους ιστορία. Είμαστε καλοί κατά περιστάσεις. Εγώ φοβάμαι τον καλό άνθρωπο.

Είναι δείγμα αδυναμίας η αδιάκριτη καλοσύνη;
Εγώ φοβάμαι τον εαυτό μου όταν είμαι καλός με όλα. Θέλω να με προκαλούν να είμαι καλός και να προκαλώ κι εγώ τον εαυτό μου να είναι. Κατά τ’ άλλα, παίζουν κάτι φόρμες: καλοσύνη, αυστηρότητα, πειθαρχία. Πρέπει να σπάσουν όλες οι φόρμες, κατά τη γνώμη μου. Και του θεάτρου, ας σπάσουν τελευταίες – δε με κόφτει! Ο Ταχτσής μού έχει δώσει να καταλάβω ότι οι άνθρωποι θυμώνουν, καταριούνται και βρίζουν, από μία τεράστια ηθική καλοσύνης. Προσπαθούν να γίνουν καλοί, τρελαίνονται από λατρεία κι αγάπη, κι όμως βρίζονται. Σχιζοφρενείς; Τους προτιμώ από κάτι μορφωμένους, διανοούμενους, που κάνουν μεγάλα εγκλήματα και δε μετανιώνουν καν γι’ αυτά. Οι άνθρωποι του Ταχτσή λειτουργούν όπως γαμάνε, όπως δαγκώνουν, όπως κάνουν έρωτα. Έχω παίξει Όμηρο, Ντοστογιέφσκι, Μολιέρο – υπέροχοι όλοι. Μα τούτος με πάει στη ρίζα μου.

info: http://www.alfaidea.gr/o-mikros-ego/