Κάθισα στην πέμπτη σειρά της υπέροχης και μαζί κλειστοφοβικής αίθουσας “Νίκος Κούρκουλος” του Εθνικού θεάτρου. Ήταν παράξενο που θα παρακολουθούσα μία παράσταση η οποία ήταν βασισμένη στο βιβλίο ενός φίλου μου. Και δεν ήταν μόνο η παραξενιά μα είχα και τρομερή περιέργεια να δω πώς γίνεται να μεταφέρεις στην σκηνή ένα τόσο ιδιαίτερο βιβλίο. Βασικά, εάν γίνεται να το κάνεις.
Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη (ήταν ελάχιστες οι παραστάσεις για το κοινό της Αθήνας) και στο κέντρο της σκηνής ένα τεράστιο τραπέζι όπου γύρω του καθόντουσαν και οι επτά ηθοποιοί του ΚΘΒΕ που σκηνοθετεί η Γεωργία Μαυραγάνη. Η σκηνοθέτιδα έφτιαξε ένα πλαίσιο βασισμένο στο (κατά την γνώμη μου) ισχυρότερο διήγημα του “Γκιάκ”, το “Νόκερ”. Και το θεμέλιο υλικό που στήριξε αυτό το πλαίσιο ήταν η ερώτηση “Και για πες μας ρε Αργυράκο και πώς ήτανε εκεί στον πόλιεμο που ήσουνα;” που απευθύνει στον κεντρικό ήρωα του διηγήματος ένας θείος του, την ώρα του γλεντιού για την επιστροφή του από τον πόλεμο. Η πρόσκαιρη σιωπή του Αργύρη αποτελεί και την πραγματική έναρξη της παράστασης.

Τρία ακόμη διηγήματα μπλέκονται μεταξύ τους, με τρόπο αφηγηματικά έξυπνο και χωρίς δυσκολία κατανόησης από το κοινό, παρά την πολύπλευρη γλώσσα και την θεματική ανομοιογένεια (οι διάλογοι είναι σχεδόν αυτούσιοι από την έκδοση). Κάπου στα μισά ένοιωσα το μελανό σημείο της παράστασης: την αδυναμία κατασκευής μίας ατμόσφαιρας. Η αίθουσα σε κανένα σημείο δεν μύρισε αίμα. Χωρίς να θέλω να συγκρίνω τα ασύγκριτα, όταν διάβασα το βιβλίο, κατόπιν σφουγγάρισα το σπίτι μου από τα αίματα που τρέχανε. Στην σκηνή δεν υπήρξε αυτό. Ένοιωσα πως το έργο επαναπαύθηκε στην δημιουργημένη ατμόσφαιρα του βιβλίου.

Οι ηθοποιοί ακολούθησαν αυτό το μονοπάτι. Δεν με κάρφωσαν στη θέση μου. Κάποιες στιγμές υπήρχε μη αναγκαία υπερβολή στο παίξιμο, ίσως λόγω έλλειψης αυτού που είπα πριν περί ατμόσφαιρας. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου, που ώρες-ώρες κρατούσε ολόκληρη την παράσταση. Να, ας πούμε, εκεί που χρειάστηκε να βγάλει στη σκηνή τον ηλεκτροφόρο συνδυασμό του έρωτα και του πόνου ερμηνεύοντας τον ήρωα του “Γυάλινου ματιού” ήταν εξαιρετικός. Έπλασε τον χαρακτήρα καταπληκτικά και το πήρε πάνω του, μακριά από τις σελίδες του βιβλίου. Ίσως από την άλλη είναι ευκολότερο να κολυμπήσεις στον έρωτα, τον πόνο, την πικρία, παρά στον ωμό θάνατο. Δεν ξέρω.

Πίσω από το έργο υπήρξε σίγουρα τρομερά σκληρή δουλειά από όλους του συντελεστές. Το θεατρικό “Γκιακ” ήταν μία παράτολμη πράξη. Αυτό το αναγνωρίζω στην Γεωργία Μαυραγάνη. Δεν φοβήθηκε. Μα σαν θεατής θα ήθελα ένα σφιχταγκάλιασμα παραπάνω σε σχέση με την βία και το θανατικό, σε σχέση με τα ένστικτα που παίρνουν μπρος όταν μπορείς να πιέσεις την σκανδάλη. Μία πιο σαφή αναφορά στο τέλος της εθνικής φαντασίωσης του αγνού Έλληνα στρατιώτη που πολεμά για την πατρίδα.
Όπως είπε και σε μία συνέντευξή της η σκηνοθέτιδα για τους ήρωες του “Γκιακ”, έτσι και η παράσταση της: είναι “και κάθαρμα και αθώος”. Και για να λέμε την αλήθεια με χαρακτήρες που είναι και καθάρματα κι αθώοι, ένα ποτήρι αλκοόλ το πίνεις.

 

(φωτογραφίες © Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος)