Mπορεί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να είναι σήμερα ένα μεγάλο κοσμικό φεστιβάλ που φιλοξενεί δεκάδες νέους σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο παίζοντας τον ρόλο του στην βιομηχανία του κινηματογράφου, αλλά την εποχή της μεταπολίτευσης αποτελεί έναν χώρο δράσης, άρρηκτα συνδεδεμένο με τις φοιτητικές οργανώσεις της εποχής. Είναι ένα καλλιτεχνικό γεγονός που αντικατοπτρίζει τις πολιτικές ζυμώσεις και την δίψα για έκφραση μιας γενιάς που έχει ανδρωθεί μέσα στην καταπίεση και την καταστολή. Μετά την πτώση των συνταγματαρχών, γίνεται πόλος έλξης διανοούμενων και ανθρώπων του κινηματογράφου που διεκδικούν μια καινούργια πραγματικότητα εδώ αλλά και στην Ευρώπη.

Ο φίλος μου ο Σάκης είναι εκείνη την εποχή φοιτητής της Νομικής και παρακολουθεί το Φεστιβάλ. Οι μνήμες του θα προσπαθήσουν να μας μεταφέρουν το κλίμα της εποχής.

«Αρχίζω να παρακολουθώ το φεστιβάλ το 1974. Γινόταν τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, και επακολουθούσε μία προβολή με διαφορά περίπου μισής ώρας στο Αριστοτέλειο. Η χούντα έχει πέσει τον Ιούλιο, νιώθουμε ήδη μια λύτρωση και είμαστε γεμάτοι προσδοκίες. Στο φεστιβάλ η συντριπτική πλειοψηφία των θεατών είναι φοιτητές και γενικά πολύ νέοι άνθρωποι και παρακολουθούν από τον β’ εξώστη. Η πλατεία συνήθως γεμίζει από τους δημιουργούς, τους ανθρώπους του Τύπου και τους καλεσμένους.  Ο θρυλικός για την εποχή β’ εξώστης καταλαμβάνεται κατά το πλείστον από φοιτητικές οργανώσεις, τον Ρήγα Φεραίο, την ΠΣΠΠ, και διάφορους αριστεριστές. Έχει αρχίσει να οργανώνεται το ’73 και κάνει μαχητικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ: ψηφίζει τις δικές του ταινίες, που δεν συμπίπτουν πάντα με την επίσημη επιτροπή του Φεστιβάλ, αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο την αυθόρμητη κριτική του κοινού, και αποκτάει μεγάλη δυναμική. Μια χρονιά, δεν θυμάμαι ακριβώς ποια, ’75-’76, ακριβαίνουν πολύ τα εισιτήρια. Με προτροπή του β’ εξώστη ο κόσμος δεν μπαίνει στην αίθουσα και οι σκηνοθέτες δεν επιτρέπουν την προβολή των ταινιών τους μέχρι να επανέλθει η τιμή. Εκείνη την εποχή μας ενδιέφερε πρωτίστως η πολιτική, μόλις είχαμε βγει από την Δικτατορία. Αρκούσε να εμφανιστεί κάποιο πολιτικό πρόσωπο στην οθόνη και ο κόσμος άρχιζε να χειροκροτεί ή να γιουχαΐζει, ανάλογα. Ένα πλάνο με τον Άρη Βελουχιώτη, και η αίθουσα σειόταν από τα χειροκροτήματα ή θυμάμαι μια ταινία με την αποστασία του ’65, όπου ο κόσμος γιουχάιζε τον Παπασπύρου, τον Τσιριμώκο, τον Μητσοτάκη. Είναι τέτοια η σύνδεση της πολιτικοποιημένης νεολαίας με το Φεστιβάλ, που το ’75 γίνεται μια πορεία διαμαρτυρίας για τους 6 δολοφονηθέντες Βάσκους από τον Φράνκο, νομίζω ότι ήταν οι τελευταίοι, και οι διοργανωτές περιμένουν να τελειώσει η προβολή  έξω από το Αριστοτέλειο για να αρχίσει η πορεία, που είναι μεγάλη, 4-5 χιλιάδες άνθρωποι, ο «Θίασος» παιζόταν. Την επόμενη χρονιά γίνεται ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Πιερ Πάολο Παζολίνι, ως φόρος τιμής μετά την δολοφονία του το ’75. Στο Αριστοτέλειο γίνεται το αδιαχώρητο, χρειαζόταν ακόμη ένα για να χωρέσει τον κόσμο. Υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Παζολίνι εξαιτίας της στάσης του στη δικτατορία. Είχε ενδιαφερθεί πολύ για την ζωή του Αλέξανδρου Παναγούλη, είχε μάλιστα προλογίσει τα ποιήματά του. Θυμάμαι παρακολουθούσαμε το «Uccelacci Uccelini», έπαιζε ο Τοτός και ο Ούγκο Τάβολι, οι τελευταίες σκηνές είναι η ταφή του γενικού γραμματέα του Ιταλικού ΚΚ, του Τολιάτι, όπου με το που εμφανίζονται οι σημαίες, η ηγεσία κ.λπ., ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί, είναι όλοι όρθιοι και χειροκροτάνε. Για μια βδομάδα κυριαρχούσε η μορφή του στην πόλη, τι να πω, ήταν συγκινητικό. Για να καταλάβεις πόσο άλλαξε η εποχή, το ’80 γίνεται ένα ανάλογο αφιέρωμα για τον Παζολίνι στον Έσπερο, και στην αίθουσα είναι μετά βίας 40-50 άτομα.  

από την διαμαρτυρία για την τιμή των εισιτηρίων

Κεντρική φιγούρα του Φεστιβάλ, πάντως, είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Έχει παιχτεί το ’70 η «Αναπαράσταση» η οποία αλλάζει τα δεδομένα του Ελληνικού σινεμά ανεβάζοντας τον πήχη καλλιτεχνικά, το ’75 ο «Θίασος», μετά ο «Μεγαλέξαντρος», οι «Κυνηγοί», ο κόσμος συρρέει, δεν μπορούν να βρουν εισιτήρια, ο Αγγελόπουλος είναι πάντα παρών και αποθεώνεται. Μετά είναι ο Βούλγαρης, παίρνει και το βραβείο για το «Happy day», κάνει τον «Μέγα Ερωτικό», για τον οποίο αποδοκιμάζεται από το Φεστιβάλ, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» και τα «Χρώματα της Ίριδας», αργότερα εμφανίζεται ο Πανουσόπουλος με το «Ταξίδι του μέλιτος» … Ποιον να πρωτοθυμηθείς. Ό,τι παραγόταν σχεδόν στον κινηματογράφο, περνούσε από το Φεστιβάλ. Το ’77 γίνεται η ρήξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και των κινηματογραφικών σωματείων και οργανώνεται το Αντιφεστιβάλ με πρόεδρο τον Παύλο Ζάννα. Συμμετέχει ο Μανώλης Ανδρόνικος,  ο Ροβήρος Μανθούλης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και γενικά όλη η πρωτοπορία του ελληνικού κινηματογράφου. Εκεί φυσικά βρίσκεται και ο Γιάννης Τσακώτας, μορφή του β’ εξώστη, ο οποίος είχε συλληφθεί κιόλας ή το ’73 ή το ’74 για τις φασαρίες που προκαλούνταν. Όταν τον συλλαμβάνουν, με απαίτηση του κοινού, δεν άρχιζε η ταινία μέχρι να τον αφήσουν. Το Αντιφεστιβάλ γίνεται στο Ράδιο Σίτυ, το βραβείο το παίρνει εκείνη τη χρονιά «Το βαρύ πεπόνι» του Παύλου Τάσιου. Ξαφνικά μεταφέρεται το κέντρο από την Εταιρεία στο Ράδιο Σίτυ και αρχίζει η ουσιαστική συζήτηση για το ποιος πρέπει να το διοικεί καθώς υπόκειται ακόμη στον έλεγχο της ΔΕΘ και του Υπουργείου Υποδομών, αν θυμάμαι καλά, οπότε επιβάλλονται οικονομικοί όροι και βέβαια λογοκρισία.

Πολλές από τις ταινίες που παίζονταν, όπως η «Καγκελόπορτα» του Μακρή πάνω στο μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά,  δεν πήγαιναν στις αίθουσες γιατί υπήρχε η λογοκρισία. Το «1922» του Κούνδουρου, που άλλοι χειροκροτούν και άλλοι αποδοκιμάζουν, κόβεται κι αυτό από την λογοκρισία λόγω της ιστορίας με την Τουρκία και το Κυπριακό. Παραγωγός ήταν ο Παπαλιός, που έχει δέσει το όνομά του με την ιστορία του νέου ελληνικού κινηματογράφου, έχει κάνει την «Αναπαράσταση», τον «Θίασο», τις «Μέρες του ‘36» και άλλα πολλά. Εκείνη την εποχή γινόταν, λίγο πριν το Φεστιβάλ, κι ένα μικρότερο διεθνές μικρού μήκους. Το ’74 εμφανίζονται εκεί οι αδελφοί Ταβιάνι, άγνωστοι ακόμη, με το «Αλονζανφάν», οι οποίοι εκφράζουν την στήριξή τους στην αναδυόμενη δημοκρατία. Παρότι το φεστιβάλ αυτό, το μικρού μήκους, είναι απαξιωμένο σε σχέση με το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου εκείνη την εποχή, η κριτική του επιτροπή απαρτίζεται από επιφανείς του χώρου όπως ο Ζυλ Ντασσέν, ο Μαρσέλ Μαρτέν, Τζαν Μαρία Βολοντέ, ο Κώστας Ταχτσής, ο Αντόνιο Ντά Κούνα Τέλλες.

διαμαρτυρία για την λογοκρισία

Αυτή η ατμόσφαιρα διατηρείται μέχρι το ’80 περίπου. Μετά αρχίζει κάπως ν’ αλλάζει: εμφανίζεται ο Νικολαΐδης με τη «Γλυκιά συμμορία», το κοινό του β’ εξώστη κάπως διασπάται, λίγο οι Αναρχικοί με τους Αριστερούς, λίγο το τζέρτζελο πιο έντονο. Κάνει και ατοπήματα ο β’ εξώστης, για παράδειγμα γιουχάρει τον Κανελλόπουλο, τον «Παλαμά» του Τορνέ, άδικα εντελώς. Επί τη ευκαιρία, ο Τορνές εμφανίζεται στο Φεστιβάλ με το «Μπελαμόρ», μετά με την «Καρκαλού»,  πολύ καλή ταινία, η μοναδική για την οποία έχει μιλήσει ο Αγγελόπουλος.   

Ο κόσμος του Φεστιβάλ μαζευόταν στο «Ντορέ», σκηνοθέτες, ηθοποιοί, θυμάμαι τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Μισέλ Δημόπουλο, τον Κούνδουρο, συζητήσεις μέχρι πρωίας. Διαβάζαμε και πολύ για το σινεμά εκείνη την εποχή, τον Ραφαηλίδη, τον Μπακογιαννόπουλο, αλλά εκδίδονταν και περιοδικά όπως ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος», στον οποίο γράφανε ο Μισέλ Δημόπουλος, η Φρίντα Λιάππα, η Κλαίρη Μιτσοτάκη, ο Παπαγιαννίδης και διάφοροι άλλοι. Υπήρχε κι ένα Μαοϊκό, ο «Προοδευτικός Κινηματογράφος», είχε κάνει κάποια τεύχη. Σημαντικός πολύ για το Φεστιβάλ ήταν ο Μισέλ Δημόπουλος, στην εποχή του γίνονται σημαντικά αφιερώματα Μπουνιουέλ, Φριτς Λάνγκ, Φασμπίντερ. Είναι αυτός που κατά τη γνώμη μου κρατάει την φυσιογνωμία του μέχρι το 2004 που φεύγει και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Εμπορευματοποιούνται, θα έλεγα.

Κοίταξε να δεις, τότε οι περισσότεροι από μας, μιλάω κυρίως για την δεκαετία του εβδομήντα, δεν βλέπαμε κινηματογράφο. Υπήρχε η λογοκρισία, η ηλικία, δεν μας βάζανε μέσα… Το Φεστιβάλ υπήρξε η είσοδός μας στην 7η τέχνη, κι αυτό ήταν το σημαντικότερο που έκανε, νομίζω: εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά στον Κινηματογράφο.»

ο Γιάννης Τσακώτας στις βραβεύσεις του β’ εξώστη

Οι εποχές αλλάζουν, το Φεστιβάλ επίσης. Μέσα στα χρόνια βλέπουμε τον πολιτικό του χαρακτήρα να ατονεί, δίνοντας τη θέση του σε μία αμιγώς καλλιτεχνική έκφραση και ελευθερία. Αργότερα, όταν κι αυτό έχει κατακτηθεί περνάει στη διεθνοποίηση. Κι αν η θέαση μιας ταινίας πια δεν συνδυάζεται με μορφές δράσης των πολιτικοποιημένων ανθρώπων της πόλης, το συγκεκριμένο γεγονός παραμένει ακλόνητο μέχρι και τις μέρες μας: το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι ένα σημαντικό παράθυρο στον κόσμο της 7ης Τέχνης για την πόλη και την Ελλάδα.

αφίσα του φεστιβάλ το ‘74

Στην κεντρική φωτογραφία του άρθρου εικονίζονται οι αδελφοί Ταβιάνι στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1974 να συζητούν με το κοινό για την ταινία τους «Αλονζανφάν» που μόλις είχε προβληθεί.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Σοφία Σούπαρη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Στην εφηβεία την γήτεψαν οι λέξεις, ακόμη ψάχνει στα βιβλία να βρει το ξόρκι της απελευθέρωσης. Εκδίδει παιδικά βιβλία με τις εκδόσεις Επόμενος Σταθμός και ποίηση με τις χειρονομιακές εκδόσεις Υποκείμενο.