Αντέχει ο Γιώργος Ιωάννου στο χρόνο; Μιλάει στο σημερινό αναγνώστη; Ποια είναι η δυναμική του έργου του στον 21ο αιώνα; Πέντε μελετητές του, απαντούν στο ΑΣΣΟΔΥΟ.

 

Αντιγόνη Βλαβιανού

Με τον Γιώργο Ιωάννου στον 21ο αιώνα

Είναι παλιά ιστορία η μοναξιά του ανθρώπου και αποτελεί κοινό τόπο  πλέον η συνείδηση ότι, όσο περισσότερο πληθαίνουν οι οθόνες στη ζωή μας –που προσβλέπουν στη μεγιστοποίηση της επικοινωνίας μας (ηλεκτρονικά μηνύματα μέσω pc, laptop, smartphone, tablet)–, καθώς και τα δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter, YouTube, Instagram, κ.λπ.) –που αποσκοπούν στην κοινωνική μας αυτο-προβολή, ανοίγοντας nolens volens διαύλους επικοινωνίας μεταξύ μας–, τόσο μεγαλώνει η θάλασσα που μας απομονώνει, μετατρέποντας αυτά καθαυτά τα μέσα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης των ανθρώπων σε σωσίβιες λέμβους αμφιβόλου αποτελεσματικότητας εν ώρα ναυαγίου.

Σε μια εποχή επικοινωνιακού παραδαρμού, σοσιαλ-μιντιακής (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός) υστερίας και εγωπαθούς υπερτροφίας, –που πολλαπλασιάζει ανεξέλεγκτα, σχεδόν, το είδωλο του καθενός μέσα από αλλεπάλληλες οθόνες/κάτοπτρα  ενός αμνήμονος και αδηφάγου εδώ & τώρα, διογκώνοντας εν τέλει τη μοναξιά και, πρωτίστως, την απουσία ενός γνήσια φιλικού και προσωπικού λόγου–, η «βιωματική πεζογραφία» του Γιώργου Ιωάννου, συσσωματώνοντας την αυτοβιογραφική με τη συλλογική μνήμη, καταλήγει σε έναν ιδιότυπα κουβεντιαστό λόγο, που πείθει τον αναγνώστη, ο οποίος –όπως είπε και ο Zweig για τον Montaigne– «δεν έχει την εντύπωση ότι τον συντροφεύει ένα βιβλίο, αλλά ένας άνθρωπος που τον συμβουλεύει, τον καταλαβαίνει και τον παρηγορεί».

Από την άλλη, η σύνθετη δομή του εξομολογητικού λόγου του Γιώργου Ιωάννου,  –συνδυάζοντας τη συνειρμική σκέψη με την ιστορική μνήμη, την αυτοειρωνεία με τον σαρκασμό, την υπαινικτική γραφή με έναν υφέρποντα ερωτισμό και τη φαντασία με την ανεπιτήδευτη αλήθεια μιας χαμηλόφωνης κουβεντιαστής γραφής–, γίνεται όχημα μιας επίμονης ενασχόλησης με το ανθρώπινο σώμα και τις περιπέτειές του,  στο οποίο άλλοτε εστιάζει ο συγγραφέας τον μεγεθυντικό φακό του ως ιστοριογράφος αντικειμενικός (με τον τρόπο του Θουκυδίδη), άλλοτε ως παγανιστής υποκειμενικός –συμφύροντας μέσα στο ίδιο αστικό τοπίο  εραστές με εσταυρωμένους και αγίους με βαρυποινίτες (με τον τρόπο που ο Cervantès έγραφε comedia de santos για αγίους ή de picaros για επαίτες και αλήτες) και άλλοτε ως  εραστής μεθοδικός, που προσπαθεί να πιάσει «το διαρκές μέσα στο εφήμερο», μεγεθύνοντας το ανθρώπινο σώμα έως τα όρια του μύθου (με τον τρόπο του Bataille).

Όλα αυτά, χωρίς στόμφο και ατάκες εντυπωσιασμού· μ’ ένα λόγο «ορθόν ειρημένο» και, συγχρόνως, ανεπιτήδευτα δροσερό, που κατορθώνει να βγάλει τη λογοτεχνία από τα σπουδαστήρια και τις αίθουσες διαλέξεων και να τη φέρει κοντά στα στέκια των νέων.


 

Άρης Δρουκόπουλος

Τη δυναμική του έργου του Γιώργου Ιωάννου μπορούμε να την διαπιστώσουμε από τρείς πλευρές.

1.     Πρώτα είναι η ορατή πλευρά των μελετών για τον άνθρωπο και το έργο του. Από το 2000 μέχρι το 2016 δημοσιεύτηκαν γύρω στις 110 μελέτες ( από όσο μπόρεσα να δω) σε περιοδικά ή σε αφιερωματικούς τόμους. Και από αυτές πάνω από τις μισές αναφέρονται στο δημιουργικό πεζογραφικό του έργο.

2.     Και ακριβώς εδώ βρίσκει επαφή το έργο του Γ.Ι. με την τάση της λογοτεχνίας σήμερα προς το σύντομο αφήγημα. Ένας από τους νεότερους πεζογράφους, ο Σπ. Γιανναράς, γράφει: «Αγαπώ πολύ τον Ιωάννου, ο οποίος είναι μεγάλο σχολείο και σε επίπεδο γραφής και σε επίπεδο οικονομίας κειμένου. Λίγοι έχουν καταφέρει να κάνουν μικρά διηγήματα σε μικρό χώρο. […]Στη θεωρία της λογοτεχνίας ακόμα και ένα αυτοβιογραφικό κείμενο θεωρείται μυθοπλασία. Ο Ιωάννου έκανε ακριβώς αυτό. Βασιζόταν σε πράγματα που ζούσε και τα μετέτρεπε σε λογοτεχνία» (LIFO τχ.437 / 25-6-2015)

3.     Αλλά και στους αναγνώστες του έχει να πει πολλά πράγματα ο Γ.Ι. με το έργο του. Η κοινωνία μπορεί να έχει προχωρήσει και να έχει απαλείψει πολλά από τα εμπόδια που βρήκε μπροστά του ο Γ.Ι. Ωστόσο το σημαντικό έργο δεν είναι δημιούργημα μόνο της εποχής. Ανταποκρίνεται σε κάτι βαθύτερο, σε ανάγκες του ανθρώπου που δεν μπορούν να τις ικανοποιήσουν μόδες ή νομοθετήματα.. Οι ενοχές που νιώθει ο άνθρωπος, οι αποτυχίες, τα πάθη, η σύγκρουση με τους άλλους ανθρώπους είναι το περιεχόμενο του έργου του Γ.Ι. «Τα κελιά», «Οι σφάχτες», «Τα λεκιασμένα ντουβάρια» , το «Εις λάκκον …», «Το κέλυφος» (είναι τυχαία από μνήμης αναφορά) είναι πεζογραφήματα που και σήμερα διαβάζονται με ανακουφιστικό αποτέλεσμα. Δεν είναι ο ρεαλισμός που κουράζει αλλά οι υπαινιγμοί που σε ανεβάζουν σε ένα άλλο επίπεδο από όπου μπορείς να κοιτάξεις γύρω σου ή τον εαυτό σου.

Δίκιο έχει ο Θ. Κοροβίνης που γράφει στο «Γράμμα στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου που λείπει είκοσι χρόνια στην καταπακτή» (2005) «Διαβάζεσαι και σήμερα όπως χτες, όπως κι αιώνες πριν τα γράψεις».

3/10/2017


 

Δημήτρης Κόκορης

Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι ο Γιώργος Ιωάννου υπήρξε ο εισηγητής ενός καινούργιου ρεύματος στη νεοελληνική μεταπολεμική πεζογραφία, του βιωματικού νεορεαλισμού μικρής φόρμας: δραματοποιημένος αφηγητής, ύφος απλό και καθημερινό, με τόνο κουβεντιαστό, εκδίωξη της λεκτικής εκζήτησης και κάθε λογοτεχνικής πόζας, αξιοποίηση της μνήμης και ενός εσωτερικού μονολόγου με έλλογους αρμούς, αναγωγή ενός παραδοσιακά θεωρούμενου λογοτεχνικού ελαττώματος, της παρέκβασης, σε αφηγηματική αρετή. Η χρήση του αφηγουμένου υλικού ως βιωματικού, εναρμονισμένη με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και μπολιασμένη με στοιχεία ποιητικότητας (ρυθμική φράση, υπαινικτικότητα, υποβλητικότητα, συναισθηματικές εξάρσεις) οικοδόμησε μία πρωτότυπη πρόζα. Ο Ιωάννου έκανε σχολή στο γράψιμο. Οι συγγραφικοί του επίγονοι είναι τόσοι πολλοί (στην ουσία όλες και όλοι οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι μας με έργο άξιο λόγου έχουν επηρεαστεί από αυτόν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό), ώστε η αναφορά και μόνο των ονοματεπωνύμων τους θα κάλυπτε τον περισσότερο από τον διαθέσιμο χώρο μας.

Ο παραπάνω λόγος δικαιολογεί εν μέρει την αξιοποίηση του αφηγηματικού έργου του Ιωάννου όχι απλώς ως αναγνώσματος και της εποχής μας, αλλά και ως διδακτικού υλικού στην εκπαίδευση (της τριτοβάθμιας συμπεριλαμβανομένης).  Πέρα από τη γοητευτική του γραφή, από την οποία αναδύεται και σήμερα μία υψηλόβαθμη συγκινησιακή δραστικότητα, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος: ο Ιωάννου με τα καλύτερα πεζογραφήματά του σπάει το κέλυφος του τόπου και του χρόνου. Παρότι εκκινεί από το τοπικό και το χρονικά προσδιορισμένο, ανασύρει από τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης στοιχεία υπερτοπικά και διαχρονικά, που συγκροτούν έναν λογοτεχνικό ιστό,  ζέοντα και επίκαιρο σε κάθε χρονική φάση, ο οποίος μπορεί να είναι λειτουργικός και στις μέρες μας. Η υψηλή θέση, που επεφύλαξε η νεοελληνική γραμματολογία στο έργο του Ιωάννου είναι απόρροια της αξίας του. Όπως κάθε μεγάλος συγγραφέας ξεκίνησε από το «εγώ» και από το «εδώ και τώρα» και κατόρθωσε να εκταθεί στο «εμείς» και στο «όλοι», στο «παντού και πάντα».


 

Ελευθερία Κρούπη – Κολώνα

Για να γίνει κατανοητό ένα λογοτεχνικό έργο, σύμφωνα με την άποψη του Γιώργου Ιωάννου στο «Εις Εαυτόν», είναι απαραίτητο, αυτό, να τοποθετείται στο ιστορικό του περιβάλλον. Ο τρόπος όμως με τον οποίο έχουν αποτυπωθεί στο έργο του θέματα όπως τα βιώματα, η στάση ζωής, οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί σχετικά με την εποχή του, πιστεύω ότι έχει μια διαχρονική δυναμική και θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν και στον αιώνα μας. Κυρίαρχη θέση κατέχουν στιγμιότυπα από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, οι πρόσφυγες και ο διωγμός των Εβραίων, ενώ αργότερα, στην Πρωτεύουσα, μας μυεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Αθήνας.

Επίκαιρες, τότε και τώρα, απόψεις του, μεταφέρονται εδώ από τα πεζογραφήματα (χρονογραφήματα ή επιφυλλίδες) κυρίως, της «Εύφλεκτης χώρας» (1981), όπου σχολιάζει: Τις πυρκαγιές που είχαν πλήξει την Αθήνα τον Αύγουστο του 1981 «…Ο μισός ορίζοντας της Αθήνας είναι σχεδόν μπλάβος από τους καπνούς των πυρκαγιών ». –Τις «Ξορκισμένες διαδηλώσεις». –Την ανυπαρξία πεζοδρομίων και «(τ)η βασιλεία του αυτοκινήτου». –Την ατμοσφαιρική «Ρύπανση». –Την ταλαιπωρία σε περίπτωση απεργίας στα μέσα συγκοινωνίας. –Τις συζητήσεις, ειδικών και μη, γύρω από τους σεισμούς. –Την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. –Το ρεμπέτικο και την εξέλιξή του.

Πολλές φορές τον φαντάζομαι, να συνομιλεί στα τηλε-παράθυρα για την πολιτική, τα κόμματα, τους ηγέτες, τα Εξάρχεια, όπου ήταν το σπίτι του, και για πολύ περισσότερα σαν αυτά που μας απασχολούν και σήμερα.

Μια τελευταία επίκαιρη αναφορά, στο 126 (26/5/1979) τεύχος του «Αντί», παρουσίασε το περιοδικό «Αμφί» όργανο, τότε, του ΑΚΟΕ (Ανεξάρτητο Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδος) επαινώντας το για την κοινωνική του προσφορά και το σθένος των εκδοτών του. Η δημοσίευση αυτή  στοίχισε  την απομάκρυνσή του από την Αθήνα, επειδή ήταν προκλητική για τα τότε δεδομένα, τώρα πώς θα την χαρακτήριζαν κάποιοι…

Πάτρα, Οκτώβριος 2017


 

Έλενα Χουζούρη

Γιώργος Ιωάννου: ο κλασικός, ο σύγχρονος

Μπορεί να «συναντηθεί» ο  νέος αναγνώστης του 21ου αιώνα με το έργο του Γιώργου Ιωάννου; Απαντώ,  ναι. Δεν είναι μόνον η γοητευτική, υποβλητική, εν πολλοίς, νεωτερική  του γραφή που σαφώς τον αποσπούν από την ηθογραφία, αλλά , κυρίως,  τα συναισθήματα που ξεπηδούν από τις σελίδες των πεζογραφημάτων του, τα ερωτηματικά, οι προβληματισμοί σχετικά με την ξενότητα, την ταυτότητα, τους πάσης φύσεως κοινωνικούς αποκλεισμούς, τη σεξουαλικότητα, το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να είναι και να νιώθει ο εαυτός του. Ο  αφηγητής  του Ιωάννου είναι ένας μοναχικός άνθρωπος που περιπλανάται στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, ψάχνοντας για κάτι που θα τον συγκινήσει, συναρπάσει και πιθανώς τραυματίσει. Είναι εκείνος που καταφέρνει να ενωθεί/ συγχωνευτεί μέσα στο πολύβουο πλήθος και αφού γευτεί τις έστω και μικρές συγκινήσεις από αυτήν την όσμωση θα αποτραβηχτεί στην ιδιωτικότητα της δικής του εστίας. Ο αφηγητής του Ιωάννου φέρει επώδυνα εντός του το παραδομένο τραύμα της μετα-μνήμης της προσφυγικής του οικογένειας. Νιώθει παντού ξένος. Απροσάρμοστος. Η ταυτότητά του είναι διάτρητη. Η εν κρυπτώ σεξουαλικότητα του  παραδέρνει/ αγωνιά/ αιμορραγεί, κάποτε ξεσηκώνεται και καταγγέλλει, για να υποχωρήσει τελικά στην κρυπτικότητα της. Ο αφηγητής του Ιωάννου έχει μια βαθιά σχέση έρωτα και μίσους  με  τη Θεσσαλονίκη,  απελευθερωτική με την Αθήνα. Ακόμα και η μεγάλη Ιστορία υποκλίνεται στους δικούς του,   βιωματικούς,  και γι’ αυτό άκρως γοητευτικούς και βαθύτατα υποβλητικούς όρους.  Ανεπιφύλακτα, λοιπόν, μπορώ να καταθέσω  ότι το έργο του Ιωάννου είναι εξίσου κλασικό και σύγχρονο.