Η Μεγάλη Άρκτος είναι ο μοναδικός θεατρικός μονόλογος που έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 67-68 του περιοδικού Θέατρο το 1981. Το πρώτο ανέβασμά του γίνεται το 2012, αφού αποτελεί το βασικό κείμενο στο οποίο στήθηκε η παράσταση «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα» της bijoux de kant.

Η Μεγάλη Άρκτος

(Δωμάτιο παραφορτωμένο αλλά καλαίσθητο. Χαμηλές βιβλιοθήκες, δυο ντιβάνια, το ένα διπλό – το άλλο μονό, φωτογραφίες στους τοίχους και πάνω στα έπιπλα, reproductions με γυναίκες παλιάς εποχής ή νέους. Στο βάθος πόρτα. Το μόνο πρόσωπο, την ώρα που αρχίζει το έργο, τηλεφωνεί):

– Ναι, θα έρθει αλλά για λίγο. Να σου πω θα το υποφέρω. Έχω ειδοποιήσει τους πάντες. Ούτε τηλέφωνα, ούτε χτυπήματα κουδουνιού. Ευτυχώς τους πέτυχα όλους. Δηλαδή όλους τους τωρινούς, αν βγει κανένας παλιός, δεν ξέρω τι γίνεται. Τώρα θα ξεκρεμάσω τα κάδρα. Είναι οι φωτογραφίες των πεθαμένων, που δεν μπορεί να βλέπει γιατί συγχύζεται. Ναι, συγγενών. Πολλοί, ναι. Ναι, είναι και οι φωτογραφίες των φίλων. Αυτούς ούτε τους είδε ούτε και πρέπει να τους δει. Ναι, δεν είναι οι τύποι της. Αυτή θέλει ευγενικά παιδιά, που να της κάνουν κομπλιμέντα, να δείχνουν μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις περιποιήσεις της και προπαντός να τη θαυμάζουν. Πώς; Ξέρω γω; Να τη θαυμάζουν. Για τα γλυκά της, για τα πλεχτά της, για τη φασιστική τάξη της και προπαντός για τις ιδέες της. Αχ, πότε θα περάσουν αυτές οι δυο μέρες; Και θα το πιστέψεις; Όταν έρχεται την προσέχω πώς και πώς, μην τυχόν αρρωστήσει και μου μείνει εδώ αμανάτι. Άντε, θ’ αρχίσω να ξεκρεμάω. Χαίρε, αγαπητέ, γεια σου. Ευχαριστώ.

(Ξεκρεμάει κάδρα ή αλλάζει τις θέσεις των επίπλων. Το σκηνικό σιγά σιγά μεταβάλλεται. Μονολογεί):

Αυτό θα το βγάλουμε για να μη συγχυστεί. Μην αρχίσει και κλαίει καταδώ και τι θα την κάνω. Δεν έχουμε εδώ τους φίλους γιατρούς, που έχουμε εκειπέρα. Να τους καλέσουμε μες στη νύχτα, όταν θα την πιάσει το αγκομαχητό. Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά δεν το πολυπιστεύω. Παρατηρώ πως την πιάνει πάντα, όταν θέλει να πετύχει, να εκπορθήσει, κάτι. Όταν, γενικά, της φέρνω δυσκολίες. Και, φυσικά, εγώ υποχωρώ. Τι να κάνω;

Αυτό θα το κρύψω, γιατί δεν πρέπει να ξέρει τους φίλους μου, κάτι θα βρει για να με ζεματίσει. Μαντεύω από τον τόνο της την αποστροφή που αισθάνεται. Μου τη μεταγγίζει. Τι ξέρουν οι άλλοι; τι μπορούν να καταλάβουν, να νιώσουν μάλλον, πώς μπορούν; Καλή γυανίκα, σου λέει. Ου, δεν ντρέπεσαι, γαϊδούρι, να μη θέλεις τη μάνα σου στο σπίτι σου. Έγινες άνθρωπος τώρα, με δικό σου σπίτι στην πρωτεύουσα, και δε θέλεις τη μάνα σου – γριά γυναίκα.

Α, ναι, θα κρύψω κι αυτά. Αλίμονο, αν δει προφυλακτικά και τα τοιαύτα. Δεν θα πει, βέβαια, τίποτε, που μακάρι να έλεγε, να φώναζε, να τσίριζε, να ωρυόταν, για να φωνάξω, να τσιρίξω, να ουρλιάξω κι εγώ, μια και καλή, να τα πούμε έξω από τα δόντια, να λογαριαστούμε, να ταχτοποιήσουμε τέλος πάντων, τις υποθέσεις μας. Να της πω, πως την αγαπώ,  τους αγαπώ όλους εγώ, θέλω να τους νιώθω όλους στις θέσεις τους, στα πόστα εφ’ α, όχι εφ’ α, εφ’ οις, εφ’ οις – είσαι και μορφωμένος, βλάκα! – στα πόστα όπου ετάχθησαν. Η μαμά δηλαδή να μένει στο σπίτι, να μαγειρεύει, να ράβει με τη ραπτομηχανή, να τραγουδάει πότε πότε με τη δροσερή φωνή της, που επειδή βγαίνει μέσα από στρώματα στεναχώριας και βάσανα είναι καταπιεσμένη και δροσερή, όπως ακριβώς κάτι καθαρευουσιάνοι, όταν ξαφνικά γράφουν στη δημοτική κι αυτή βγαίνει λαγαρή και ωραία σαν από βαθιά στρώματα.

Να τραγουδάει, λοιπόν: «Με το πλοίο που σε πήρε, συλλογίσου…» ή «Καλό σου ταξίδι πικρή μου χαρά…» – «πικρή μου» ή «μικρή μου»; Δεν ξέρω. Μάλλον «πικρή μου». «Μικρή μου», γιατί; – ή το άλλο εκείνο «όπως φεύγουν τα καράβια στο γαλάζιο δειλινό…» και ακόμα να φωνάζει, μόλις ακούει στο ραδιόφωνο καντάδες ή παλιά τραγούδια «Κώστα, Κώστα, καντάδες, τρέξε καντάδες!» και να `ρχεται εκείνος από την κουζίνα, όπου τον έχει υποχρεώσει να καπνίζει, για να μη λερώσει, να μην κιτρινίσει το σπίτι, να μην καπνιστούν οι κουρτίνες, άσπρες βουάλ ή νταντελένιες, πλεχτές με το βελονάκι, που για να τις πλένεις είναι φοβερός μπελάς, αλλά τότε είχαμε μεγάλες ταράτσες και σκοινιά, ναι και σκοινιά πολλά, αλλά παρόλα τα μέτρα για το κάπνισμα, εκείνος τώρα πάει πια, ήταν το αγόρι της κάποτε, γι’ αυτό και πρέπει να `χω κρυμμένες τις φωτογραφίες του και να τις κρεμνώ, όχι κρεμνώ, αναρτώ, να τις αναρτώ μονάχα όταν φεύγει, μαζί με των φίλων μου, καθώς έχω δικαίωμα ελπίζω κι εγώ, – βάλε βγάλε, αυτό συνέχεια γίνεται. Θα τις ξεχάσω καμιά φορά και θα την πιάσει κρίση.

Κι εγώ έτσι αισθάνομαι, όχι για τον πατέρα μου, όχι, αυτός όσο κι αν πέθανε νέος, πάντως έζησε κάπως, έκανε και παιδιά, παρέκαμψε το μισό αιώνα, γι’ αυτό κι εγώ το γλέντησα τόσο όταν τον παρέκαμψα, το είδα σαν μια νίκη, παρά τις αντιξοότητες, παρά τα τόσα και τόσα που μου κάνανε, για να ακριβολογούμε, και όχι σαν μια επέτειο άλλης σημασίας για το υποκείμενό μου, κι έτσι μπορώ να αντικρίζω τη φωτογραφία του, όχι όμως και του αδελφού μου, που πέθανε μικρός μικρός, παλικαράκι, και που δεν είμαι καθόλου βέβαιος, αν δε φταίω κι εγώ γι’ αυτό, με την αδιαφορία μου, την εμπιστοσύνη μου στις φροντίδες των γιατρών του νοσοκομείου – Θεέ μου, παγώνει πια το αίμα μου, όταν τα σκέφτομαι, το πήρα το παιδί στο λαιμό μου, ενώ έπρεπε να κινήσω  γην και ουρανό, γην και ουρανό, όπως βλέπω τώρα να κάνουν οι πλούσιοι για μια παρονυχίδα, για ένα τίποτε, να κινήσω γην και ουρανό, να το πάω ακόμα και στη Μόσχα, κι ας με κάμναν και φάκελο, να με λέγαν και κομμουνιστή και απολυμένο, άλλωστε στην κηδεία έκπληκτος διεπίστωσα ξαφνικά, ότι τον σήκωσαν από την Πόρτα, την Πορτάρα εκείνη, οι Λαμπράκηδες.

Ήταν Λαμπράκης, λοιπόν, και δεν μας το έλεγε, κρυφός κι αυτός, μυστικός, όπως τώρα εγώ με τη μάνα μας, μα ήταν ο καλύτερός μας – και τι ωραίος νεαρός! Στο πρόσωπό του έβλεπα τον εαυτό μου, όπως τον νιώθω εσωτερικά και τον φαντάζομαι και ύστερα «καλώστο, καλώστο!» έλεγε σπαραχτικά, όταν άκουσε, κλεισμένη στο άλλο δωμάτιο μαζί μου, άκουσε πως ανεβάζουνε το φέρετρο και τρέμαμε κι οι δυο αγκαλιασμένοι σαν τα ψάρια, κάτω από ένα πράγμα σκοτεινό που μας κουκούλωνε κι ύστερα από λίγον καιρό εγώ άρχισα να τρώγω πολύ, θέλοντας να στηριχτώ, να είμαι γερός, γιατί έβλεπα πως αν πάθαινα κι εγώ κάτι, θα χανόντουσαν τα πουλάκια μου, οι γυναικούλες αυτές οι γλυκές και καλές και τόσο ζεματισμένες, κι από τότε πάχυνα και δεν λέω να ξεπαχύνω, αλλά συγχρόνως σαν να χόντρυνε η πέτσα μου, η τσίπα μου, που λένε, άρχισα να μην είμαι και τόσο ευαίσθητος, τόσο πονετικός, και να μη θέλω κανέναν τους κοντά μου, δεν μπορώ να χάσω τη ζωή μου εγώ, γιατί το θέλετε εσείς, που εσείς στο κάτω κάτω την κάνατε – κολοκύθια κάνατε, αλλά τέλος πάντων – δεν μπορώ εγώ να μη συναντήσω τους φίλους μου, όταν θέλω, και να λέω η μαμά μου και η μαμά μου, θα με πάρουν και στο ψιλό, «μπα, έχεις και μαμά;», θα μου πουν, «άνθρωπος τόσων Μαΐων», δεν ξέρουν, βέβαια, περί Μαΐων, αλλά εγώ τα λέω αυτά και τα μαθαίνουν κι αυτοί, πενηνταπέντε ή εξήντα Μαΐων, μπουκέτο πολύ βαρύ, «έχεις και μαμά ή μήπως είναι μητριά σου;», θα μου πουν, «και  πόσο χρονώ είναι;» μπορούν να μου πουν, κι εγώ μπορεί να παρασυρθώ πάλι και να τους πω καμιά από τις πολλές εκδοχές, που από μικρός έχω πλάσει, κάτω από κρεβάτια χωμένος, όταν ξυλοδαρμένος χωνόμουν, διαβάζοντας εκεί αποκάτω – είχα γερά μάτια τότε – ένα γελοίο ανάγνωσμα από το βιβλίο μας, «Το ποτήριο των δακρύων» το λέγανε, πώς μια μάνα γέμισε ένα ολόκληρο ποτήριο με τα δάκρυά της, όπως το ήθελε ο Θεός, κι έτσι Αυτός χάρισε τη ζωή στο ετοιμοθάνατο παιδί της, και έκλαιγα κι εγώ κάτω κάτω από το κρεβάτι, ξυλοδαρμένος με τακούνι στο κεφάλι, γεμάτος καρούμπαλα, ή με τον πλάστη που ανοίγανε φύλλα, στολισμένος στα μπούτια με μαυρισιές, και είχα κάτι μπούτια τότε – να! – με τα κοντά παντελονάκια, που όλοι οι κωλομπαράδες με κυνηγούσανε, πού τώρα εκείνα τα μπερεκέτια, ως και συγγενείς, κι ύστερα πάλι το ξέχασαν, και ήθελα να είναι μητριά μου, αφού τόσο με έδερνε, και όχι μάνα μου, η μάνα μου ήταν εκείνη με το «Ποτήριο των δακρύων», ενώ αυτή και αυτός, ναι και αυτός, εδώ που τα λέμε, που μύριζα καμιά φορά τα εσώρουχά του στα άπλυτα, ιδίως εκεί μπροστά στο πιο κιτρινισμένο και κάπως κυλινδρικό σημείο, και αυτός μαζί, με είχαν υιοθετήσει από κάπου και επομένως δεν είχαμε πραγματική συγγένεια και μπορούσαμε να είμαστε οτιδήποτε άλλο, αλλά δεν είμασταν, γιατί είμασταν δυστυχώς συγγενείς, κι έτσι σιγά σιγά έπλασα μια άλλη ιστορία πως με πείραξε δήθεν ο πατριός μου, ενώ, βέβαια, ήτανε τελείως φανταστική και φαίνεται ότι το κατάλαβαν όλοι όσοι την άκουσαν και δεν μου ζήτησαν λεπτομέρειες, ποιος ξέρει τι θα σκέφτηκαν οι άνθρωποι, που είχαν μπλέξει μαζί μου, «τούτος είναι από τους χειρότερους» θα είπανε, αλλά εδώ που τα λέμε και η δική μου φωνή έτρεμε συνεχώς και δεν είπα την ιστορία καθόλου όπως τη σχεδίασα, αλλά την έχω αφηγηθεί περιληπτικά, όχι με όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, που με τρελαίνουν, όταν τις νύχτες μόνος αυνανίζομαι, πως τάχα εκείνη έλειπε στην πατρίδα της, στο χωριό της, και εκείνος ήρθε αργά τη νύχτα μεθυσμένος μ’ ένα φίλο του μάλιστα και τα λοιπά και τα λοιπά και έτσι δήθεν βγήκα πια στο κλαρί, αλλά η αλήθεια είναι πως όλα αυτά περί κλαριού έχουν πια πολύ ατονήσει μέσα μου, ούτε θυμάμαι, ούτε φαντάζομαι, ούτε θέλω να ξέρω κι ούτε μου κάνει καθόλου εντύπωση όσο βυθίζομαι σ’ αυτό που λέμε χρόνο, φρίττω μονάχα με την υποκρισία την ανθρώπινη – τι ελεεινοί, χρυσέ μου, τι ελεεινοί! – και δεν αισθάνομαι καμιά διαφορά, όλοι προς τον ίδιο παρονομαστή οδεύουμε, τον μέγιστο κοινό διαιρέτη, γι’ αυτό πια και δεν μπορώ ν’ ανεχθώ τίποτα, ούτε τα φαγιά της, ούτε τα κουλουράκια της, ούτε τα μπουρεκάκια της, ούτε τα γιαπράκια της, ούτε τα ντολμαδάκια της, ούτε τα σκατουλάκια της, ούτε τα μαλλιά της, τα φορέματά της, τα κολλιέ της, τα σκουλαρίκια της, τα μπικουτί της, κι εκείνες τις μεγάλες τρίχες, τις τριχάρες της, που έπεφταν καμιά φορά και στο φαγητό και γινόταν το σώσε από τον πατέρα μου – τις τραβούσαμε και τις τραβούσαμε σαν τους φακίρηδες που βγάζουν από το στόμα τους κλωστή και τελειωμό δεν είχαν κι εξέταζε εκείνος το χρώμα τους κι ανάλογα τα `βαζε με τις νέες ή τη γριά, Θεός σχωρέστον, μικρή πολύ την είχε παντρευτεί, τη χάρηκε αυτός μικρή, την τραβάω τώρα εγώ μεγάλη, την έχω στη ράχη μου θέλω να πω, να μην αλλάζει με τίποτε, ούτε τις λέξεις της, ούτε τις φράσεις της, ούτε τις πεντέξι συνταγές της για τις κατηγορίες των ανθρώπων – αυτοκρατορίες έχουν πέσει, εκατομμύρια εκατομμυρίων άνθρωποι έχουν από τότε πεθάνει ή χαθεί, ακόμα κι απ’ το περιβάλλον μας δεκάδες άνθρωποι έχουν λείψει, αλλά αυτή το βιολί της, τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια.

 Αυτό είναι πάντοτε αυτό κι εκείνο πάντοτε εκείνο κι όταν ακούω τη λέξη «σωστό» ή τη λέξη «πρέπει», «έτσι πρέπει», με πιάνει τρέλα και μπορώ να κάνω ακόμα και φόνο, όταν ακούω να μου τις ξεφουρνίζει, με την ίδια πεποίθηση μάλιστα, όπως τις έλεγε, όταν ήμουνα παιδί και πολύ φοβούμαι ότι πολλά από αυτά που υφίσταμαι, υφιστάμεθα μάλλον, τα υφιστάμεθα για να κάνει αυτή το κομμάτι της σε κάτι αιωνόβιες φιλενάδες της, καρακάξες φοβερές, αυτές με τις οποίες έχει σχηματίσει τις αμετακίνητες αυτές απόψεις της και για να τους λέει «ο γιος μου και ο γιος μου», έτσι κι αλλιώς, ενώ αυτές δεν έχουν να πουν πια τίποτε, οι γιοι τους δεν γυρίζουν να τις δουν, κυβερνάν πια οι νύφες, που προμηνύονται ίδιες και χειρότερες από τις πεθερές, μονάχα που μιλούν καμιά φορά για εγγονάκια με γνωστά από τις προηγούμενες φάσεις ονόματα, αλλά αυτή παραμερίζει τις κουβέντες αυτές, τις κουκουλώνει με τις φανταστικές επιτυχίες μου στη ζωγραφική και στη γλυπτική, κι έτσι έρχεται πάλι ο λόγος σε μένα και στη μεγάλη αξία μου και ικανοποιείται το δικτατορικό συναίσθημά της, αυτή τα πέτυχε όλα διά της πυγμής, και διά των οδόντων, εδώ που τα  λέμε, και διά των ονύχων, υπήρξε ένας πιο επιτυχημένος δικτάτορας, μισού αιώνα και πλέον κι ακόμα έχουμ εκάι λέμε. Δεν λέω, να ζήσει, βρε αδερφέ, αλλά ας μ’ αφήσει κι εμένα να ζήσω ή ας λασκάρει λιγάκι, ας πάψει να τα πιάνει όλα στον αέρα, ας πάψει να τα πιάνει όλα στον αέρα, ας πάψει να έχει τόσο κοφτερό μάτι, ας αφεθεί να ξεγελαστεί και μια φορά, ας μην είναι εκείνη η ακοίμητη, η φοβερή και η ακοίμητη, η αιώνια Μεγάλη Άρκτος, που επειδή δεν μπορεί ή μάλλον δεν θέλει, γιατί φοβούμαι πως θα μπορούσε και τώρα αν το ήθελε, χρησιμοποιεί άλλα μέσα∙ αγκομαχητά και αγκούσες και διακεκομμένα παραμιλητά∙ και «λίγο νερό», «μόνο λίγο νερό και να ησυχάσω», «κάνε ό,τι θέλεις, αύριο θα φύγω να ησυχάσεις, που δεν θέλεις τη μάνα σου, θα φύγω να μείνεις με τους ξένους να γλεντάς», κι απάνω σ’ αυτό το «να γλεντάς» εγώ κόβομαι, νιώθω τη μεγαλύτερη αηδία μου∙ «εγώ να γλεντώ που τους σκέφτομαι όλους και κόβω από τη βούκα μου να τους χαρτζιλικώνω;», αλλά τι να πω, πικραίνομαι μόνο και κάθομαι βουβός, σχεδόν ολότελα βουβός, όλες τις μέρες ώσπου να φύγει, μη τολμώντας να τη ρωτήσω ούτε «πότε φεύγεις;», μην τυχόν και μου κάνει καμιά σπαραχτική σκηνή – εδώ που τα λέμε τη λυπάμαι κιόλας πολύ, τώρα που είναι έτσι αδύναμη δεν θέλω να την ξευτελίζω, εγώ που τη γνώρισα στις δόξες της και στις πυγμές της και στις δαγκωνιές της και στις τσιμπιές της, πώς να την ταπεινώσω τώρα, αλλά πρέπει πια να της μιλήσω∙ «άκου δω», θα της πω, όταν θα `ρθει και ξεκουραστεί, βέβαια, πρώτα, «άκου δω∙ γιατί σηκώνεσαι κι έρχεσαι κάθε τόσο εδωπέρα και δεν κάθεσαι στο σπίτι σου, στο δωμάτιό σου, σαν μάνα και σαν γιαγιά, να χαίρεσαι τα εγγονάκια σου, να τους λες κι από κανένα παραμύθι;», κι όταν αυτή με βαναυσότητα αντιτάξει, γιατί ξέρω εγώ πώς κάνει όταν της μιλήσεις απερίφραστα, όταν πει «δεν πάω σε ξένο σπίτι, στου γιου μου, νομίζω, έρχομαι, είναι δικό μου κι αυτό το σπίτι», τότε θα της πω «ναι, αλλά ο γιος σου είναι πια ένας άντρας, που έχει κι αυτός τις ανάγκες του», αλλά φοβούμαι πως εδώ θα προδοθώ, δεν ξέρω να λέω ψέματα και πολύ περισσότερο σ’ αυτήν – αλλά έτσι εύκολο είναι να της πεις την αλήθεια σου; Θα της πω, λοιπόν, και θα δεις∙ «ο γιος σου έχει τις παρέες του πια, δεν μπορείς εσύ να διακόπτεις τη ζωή του, την οποιαδήποτε ζωή του, που στο κάτω κάτω…» τι «στο κάτω κάτω;».

Όχι δεν μπορώ να λέω ανοησίες και λόγια δολοφονικά σε μια αδύναμη γυναικούλα. Το σβήνουμε λοιπόν εκείνο το «στο κάτω κάτω», αλλά της λέμε∙ «αν θέλεις τόσο να έρχεσαι στην πρωτεύουσα, να μου το λες, να σου πιάνω δωμάτιο σε καλό ξενοδοχείο, με δικά μου έξοδα, βέβαια – άλλο κεφάλαιο η φοβερή αφαίμαξη – έτσι κάνουν σήμερα όλοι οι πολιτισμένοι». Αυτό θα της πω, αλλά όταν θ’ αρχίσει να σιγοκλαίει, δεν θα ξέρω πάλι τι να κάνω και θα τα βάλω με τον εαυτό μου, αλλά θα της τα πω. Θα γίνω άντρας πια, θα φανώ δηλαδή άντρας, θα δείξω ότι είμαι άντρας, αντράκι σκληρό μάλιστα – ναι, θα της πω∙ «είμαι άντρας πια, θέλω το καθημερινό μου…». Κι αν μου πει, «ποιο καθημερινό σου;», αλίμονο, τι θα της πω; Θα χτυπήσω το χέρι, συγχρόνως όμως θα είμαι γαλαντόμος αυτή τη φορά. Θα τη βγάλω έξω, θα την πάω στο θέατρο, στις παλιές γειτονιές, στο σινεμά.

Μια άλλη λύση είνα να μην της ανοίξω την πόρτα μου, ν’ αναγκαστεί να πάει σε κανένα ξενοδοχείο μόνη της και να με ειδοποιήσει αργότερα αποκεί. Θα δούμε, θα δούμε, πάντως πυγμή, αυτή τη φορά πυγμή, πυγμή…

(Χτυπάει δυνατά η πόρτα, αυτός τρέχει αλλόφρων να κρύψει πράγματα. Χτυπάει πιο δυνατά η πόρτα, χτυπάει με κάτι μεταλλικό.)

– Ωχ, με το δαχτυλίδι της! το δαχτυλίδι της! το δαχτυλίδι της! Χτυπάει με το δαχτυλίδι της!
ΦΩΝΗ (απέξω): Άνοιξε γρήγορα!
– Μάλιστα, μαμά, μάλιστα μαμά! Αμέσως, ανοίγω…


Ο τίτλος είναι γραμμένος από το χέρι του συγγραφέα. Το σκίτσο του Γιώργου Ιωάννου είναι από τον Σπύρο Ορνεράκη