Η κουλουριώτικη αυλή [21 παραδείγματα]

Φωτογραφικές μαρτυρίες και λαογραφικά σχόλια του Παναγιώτη Βελτανισιάν που ξεκλειδώνουν τον συμβολισμό τής σχεδόν χαμένης κουλουριώτικης αυλής.

Σαλαμίνα, ή αλλιώς Κούλουρη. Νησί του Σαρωνικού και το πλησιέστερο του Πειραιά και της Αθήνας. Ατυχώς, η οικοδομική δραστηριότητα των τελευταίων ετών οδήγησε στην κατεδάφιση πολλών παλαιών οικιών, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του νησιού. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των σπιτιών αυτών ήταν οι αυλές τους.

Η αυλή χωριζόταν από τον δρόμο με έναν ψηλό μαντρότοιχο. Ο μαντρότοιχος αυτός εξασφάλιζε την ιδιωτικότητα. Η εξώπορτα, πάντοτε επιμελημένη, αντικατόπτριζε όχι μόνο τη διακοσμητική διάθεση των σπιτονοικοκύρηδων, αλλά απέδιδε κύρος, γόητρο και ευρύτερη αποδοχή στον κοινωνικό περίγυρο. Μέσα στην αυλή υπήρχε το πηγάδι με την πέτρινη σκάφη, το πατητήρι, ο χτιστός φούρνος, η μουριά ή η κληματαριά, ένας μικρός κήπος που εξασφάλιζε τα κυρίως απαραίτητα, το κοτέτσι, η στέρνα, η τζάρα (μεγάλο κιούπι για τη συλλογή του βρόχινου νερού) και οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις γαριφαλιές.

Η αυλή ήταν εκείνο το μέρος της οικίας όπου γίνονταν εργασίες, οι οποίες δεν πραγματοποιούνται στα σύγχρονα διαμερίσματα. Εξάλλου, η κοινωνία και ο τρόπος ζωής μας μεταβάλλεται, ενίοτε με γοργούς ρυθμούς. Για τη γυναίκα ήταν ο χώρος που έβραζε τον μούστο για να κάνει τη μουσταλευριά ή άπλωνε πάνω σε πανιά τον τραχανά και τις χυλοπίτες για να στεγνώσουν. Ήταν εκεί που καθάριζε τα ψάρια που ψάρεψε ο άντρας της και τα χόρτα που η ίδια είχε μαζέψει από τα χωράφια. Για τον άντρα ήταν το εργαστήρι του ή εκεί όπου θα επισκεύαζε κάτι χρήσιμο, ενώ για το παιδί ήταν χώρος για να κάνει ποδήλατο και να ρίξει τη σβούρα. Όλοι μαζί ξεφλούδιζαν τη σοδειά των φιστικιών ή των αμυγδάλων, ενώ τα καλοκαίρια το ζευγάρι απολάμβανε τον καφέ του στην αυλή και τα δροσερά βράδια όλοι τους κοιμόντουσαν στρωματσάδα. Στην αυλή, τέλος, πραγματοποιούνταν πολλά γλέντια σε βαφτίσεις, γάμους, ονομαστικές ή και σε μεγάλες θρησκευτικές εορτές.

Οι φωτογραφίες που θα παρουσιαστούν θα μας βοηθήσουν να εντοπίσουμε μικρές λεπτομέρειες και ιδιαιτερότητες της κουλουριώτικης αυλής. Πολλές από αυτές τις αυλές σήμερα δεν υπάρχουν.

 

Κούλουρη. Ο δεύτερος όροφος επικοινωνεί μέσω εξωτερικής πέτρινης σκάλας με την αυλή. Στα δεξιά της σκάλας, η τζάρα, δηλαδή το κιούπι για τη συλλογή του βρόχινου νερού.
Αμπελάκι. Τρεις οικίες συγγενικών οικογενειών με κοινή αυλή. Η τρίτη (στα δεξιά) χωρίστηκε από τις άλλες με μαντρότοιχο τα τελευταία χρόνια.
Αμπελάκι. Η οικία (μακρινάρι) είναι οικοδομημένη στο βάθος του οικοπέδου, ώστε ο χώρος της αυλής να αξιοποιείται για διάφορες γεωργικές εργασίες. «Σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς», λέει μια κουλουριώτικη παροιμία.
Αμπελάκι. Η σκάλα κρεμασμένη στον μαντρότοιχο. Από κάτω από αυτήν, η ποντίλεζα-εσοχή, όπου τοποθετούν διάφορα αντικείμενα, χρηστικά ή διακοσμητικά.
Αμπελάκι. Οικία Ευγενίας Παπαθεοχάρη. Αυλή με κληματαριά. Ιδανική σκιά για το καλοκαίρι.
Αμπελάκι. Οι αγκωνάρες. Στην εξωτερική πλευρά του μαντρότοιχου, δηλαδή προς τον δημόσιο δρόμο, τοποθετούνταν οι αγκωνάρες. Αυτές ήταν το σημείο συνάντησης των γυναικών τα καλοκαιρινά απογεύματα για κέντημα και κουτσομπολιό. Οι συγκεκριμένες αγκωνάρες είναι αρχαίες λιθόπλινθοι και έχουν μεταφερθεί από την αρχαία πόλη που γειτνιάζει με το χωριό.
Κούλουρη, οικία Δημητριάδη (Μαγκούφη). Αψιδωτή είσοδος με δίφυλλη πόρτα.
Κούλουρη. Εγκαταλελειμμένη  οικία. Στην πρόσοψη, εκατέρωθεν της αριστερής πόρτας,  εξέχουν οι πλάκες για τις γλάστρες.
Αμπελάκι, οδός Λεωνίδου. Μεγάλη δίφυλλη αυλόπορτα για την είσοδο άμαξας αλόγων. Προσαρμογή στις επαγγελματικές ανάγκες του αγρότη σπιτονοικοκύρη.
Αμπελάκι. Μακριά αυλή με πηγάδι λουσμένη από το φως. Στον μαντρότοιχο είναι τοποθετημένες οι πλάκες.
Αμπελάκι, οικία Γεωργίου Κριτσίκη (πρώην Καλογιάννη). Στα αριστερά της φωτογραφίας διακρίνεται η αετωματικού χαρακτήρα αυλόπορτα με τη δίφυλλη πόρτα. Εκατέρωθεν κοσμείται με δύο ψηλούς πεσσούς, επάνω στους οποίους είναι τοποθετημένες γλάστρες. Στο κάτω μέρος, στο ύψος σχεδόν του εδάφους, διακρίνεται ένα μαύρο σημείο. Τούτο είναι μια διαμπερής τρύπα, η καλούμενη κοντίτα, από την οποία διοχετεύονταν τα νερά της βροχής από την αυλή στον δρόμο.
Κούλουρη, οικία Γαλέου. Μαρμάρινη είσοδος με στενή δίφυλλη πόρτα.
Κούλουρη. Στο κέντρο της αυλής, η πορτοκαλιά. Στα δεξιά μικρό μποστάνι και βυθισμένη στο έδαφος η τζάρα. Εκατέρωθεν της πόρτας του σπιτιού εξέχουν οι πλάκες. Εκεί τοποθετούσαν γλάστρες με βασιλικό ή γαριφαλιές.
Κούλουρη, οικία Κατερίνας Κανάκη. Φούρνος με κατσούτι (κουκούλα) και αφτί (οπή στο πλάι για να φεύγει η κάπνα). Δίπλα του μικρή αποθήκη.
Κούλουρη, οικία κληρονόμων Γεωργίου Βασιλείου. Φούρνος στην αυλή. Εξαίρετο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πάνω από την είσοδο του φούρνου υπάρχει μεγάλη καπνοδόχος. Ο φούρνος κοσμείται με δύο καμαρωτές εσοχές (τυφλά τόξα), τις λεγόμενες ποντίλεζες. Εκεί τοποθετούσαν τη φιάλη του λαδιού και του ξυδιού.
Αμπελάκι. Μαθητής φωτογραφίζεται στην αυλή. Διακρίνεται το μαθητικό καπέλο με το σήμα της κουκουβάγιας. Κάθε Κυριακή ερχόταν στο Αμπελάκι και στο Καματερό ένας πλανόδιος φωτογράφος από την Ευγένεια Πειραιά, ο Στάθης. Τον περίμεναν ανελλιπώς. Καλοντυμένοι καθώς ήταν από την εκκλησία εκείνος τους φωτογράφιζε. Κουβαλούσε, μάλιστα, και ένα πανί για σκηνικό, το οποίο το τοποθετούσε πίσω από τον φωτογραφούμενο για ατμόσφαιρα, αλλά και για να καλύψει κάποιο αντιαισθητικό φόντο.
Αμπελάκι. Οικία Δέσποινας Μαγιάτη. Κουρέλια που θα γίνουν κουρελούδες στον αργαλειό. Διακρίνεται στα δεξιά το πατητήρι και μπροστά από αυτό το πουρκλάκι, η υπόγεια δεξαμενή με την καταπακτή, όπου έρεε ο μούστος.
Αμπελάκι. Εορταστικό τραπέζι στην αυλή του σπιτιού.
Αμπελάκι. Το πηγάδι και η πέτρινη σκάφη.
Αμπελάκι. Αυλή με πατητήρι. Ενήλικας και παιδιά πατούν σταφύλια. Αφορμή για διασκέδαση των παιδιών και παράλληλα παραγωγή μούστου. Στα αριστερά διακρίνεται ένας σιδερένιος μηχανισμός, το στροφίλι. Εκεί έβαζαν τα τσένερα, τον πολτό από τα ήδη πατημένα σταφύλια, τα οποία τα πίεζαν για την ολοκληρωτική απόδοση μούστου.
Κούλουρη, συνοικία Πουσιλί. Εγκαταλελειμμένη οικία. Η γλάστρα πεσμένη. Δεν πρόκειται να τη σηκώσει κανείς πια.

 


 

 

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Με ξεγέννησε μαμμή στο Καματερό της Σαλαμίνας το καλοκαίρι του 1969. Διαβάζω έγγραφα του 17ου και του 18ου αιώνα και βρίσκω στοιχεία της μικροϊστορίας των τόπων. Σε ένα από τα χρόνια της διδασκαλίας μου έτυχε να είμαι συνάδελφος με τον καθηγητή που με άφησε στην Α΄ Λυκείου.