Η βαριά πόρτα του Boeing «Olympic Eagle» 747 της Ολυμπιακής στο Ελληνικό βγάζει απ’ το λαρύγγι της έναν θόρυβο βαθύ κι οξύ καθώς ανοίγει. Το μεταλλικό θηρίο τεντώνεται. Από μέσα τρέχει πανικόβλητη μια απόκοσμη μυρωδιά αργού θανάτου ενός καλοζωισμένου παρελθόντος που πλέον σκουληκιάζει ασάλευτο πάνω στο αδιέξοδο του τσιμέντου. Μπαίνω. Η εγκλωβισμένη μυρωδιά της σκόνης με στουμπώνει. Ο αέρας μέσα στην κοιλιά του έχει άρωμα νεκροτομείου. Μα είναι τόσο όμορφος αυτός ο γίγαντας στο εσωτερικό του κι ας βρωμάει στασιμότητα. Ας πούμε λοιπόν ότι διαλογίζεται αναμένοντας το μέλλον σαν ένας γιγάντιος Βούδας που τον πήρε ο ύπνος από τη βαρεμάρα. Βαριούνται και οι Βούδες καμιά φορά, μη νομίζετε. Οπότε θα καταλήξω σε μια σκέψη θετική για να τα βγάλω πέρα. Αντικρίζω τον κοιμώμενο γίγαντα του ελληνικού παρελθόντος.

Τα καθίσματα σε αλλόκοτες στάσεις σαν πεταμένα παιδικά παιχνίδια πάνω σε αμμουδιά, αποκλίνουν από την πειθαρχία. Πανομοιότυπες μάσκες οξυγόνου κρέμονται σαν έντερα εδώ κι εκεί. Οι Jack in a box στρέφουν το βλέμμα τους πάνω μου. Πλησίασα και συστήθηκα στον πρώτο τυχόντα, έναν εκεί μπροστά/κέντρο.


Ε, οι γυναίκες έχουν άλλους ρόλους. Ετοιμάζουν τα γεύματα, σερβίρουν, καθησυχάζουν, δίνουν οδηγίες. Μόνο εμείς οι αρσενικοί είμαστε ικανοί να σώζουμε, γιατί απορείτε;

Μάσκα οξυγόνου
απάντηση στο «Γιατί δεν υπάρχουν μάσκες με γυναικείες φιγούρες;»

-Γεια! Είμαι η Κλεοπάτρα. Ήρθα για τη συνέντευξη, είσαι ενήμερη;
-Κάτι άκουσα μα έχει τόση ησυχία εδώ μέσα κι αμελώ να προσφέρω την προσοχή μου πλέον.
– Σε λένε;
-Μάσκα οξυγόνου.
-Κάτι άλλο πέραν της ιδιότητάς σου; Πώς θα σε ξεχωρίσω από τους υπόλοιπους; Πρέπει να γράψω ότι μίλησα με κάποιον.
-Εμμανουήλ Φατσούλας.
-Τι είναι αυτό, ονοματεπώνυμο;
-Ναι. Μου το έδωσε μια κυρία όταν με τοποθετούσε στο παιδί της. Μου άρεσε και το κράτησα.
-Τρυφερό…
-Βρίσκετε;
-Ναι, πολύ.
-Το κράτησα εις μνήμην του παιδιού.

“…πνίγομαι. Φταίνε και οι 50 βαθμοί εδώ μέσα”, σκέφτηκα επιβεβαιώνοντας ενστικτωδώς ότι η βαριά πόρτα του Boeing παραμένει ανοιχτή. Πρέπει να συνεχίσω.

-Γιατί σε λένε μάσκα οξυγόνου;
-Ξέρω πού το πας.
-Πού;
-Ότι δεν αποπνέω οξυγόνο αλλά υπερχλωρικό νάτριο και οξείδιο του σιδήρου.
-Το βρήκες.
-Είμαι έμπειρος. Γι’ αυτό κάνω αυτή τη δουλειά.
-Δεν απάντησες όμως…
-Τι να σου πω;
-Γιατί σε αποκαλούν μάσκα οξυγόνου;
-Ας πούμε πως αν με έλεγαν «μάσκα υπερχλωρικού νατρίου και οξειδίου του σιδήρου»
θα ήμουν πολύ βαρετός. Άλλωστε ποια η διαφορά; πάλι ανάσες χαρίζω.
-Γεμάτες τοξικότητα.
-Μάσκα είμαι. Κάλυπτρο καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Θυμώνετε;
-Όχι δα. Παρεξήγηση.
-Α, λέω κι εγώ.
-Βλέπω πάντως μόνο άντρες πάνω στις μάσκες. Με γραβάτα και πουκάμισο σιδερωμένο. (και μπριγιαντίνη ένα πράγμα -off the record)
-Πολύ όμορφος δε βρίσκεται; Κομψότης. Το παν!
-Αλίμονο! Γιατί όμως δεν υπάρχουν μάσκες με γυναικείες φιγούρες;
-Ε, οι γυναίκες έχουν άλλους ρόλους. Ετοιμάζουν τα γεύματα, σερβίρουν, καθησυχάζουν, δίνουν οδηγίες. Μόνο εμείς οι αρσενικοί είμαστε ικανοί να σώζουμε, γιατί απορείτε; Τα στιβαρά μας στήθη όχι μόνο χωράνε περισσότερο οξυγόνο αλλά δύνανται και το φυσούν με ορμή!”

Τότε με κοίταξε μάλλον υποτιμητικά. Το αδύναμό μου στέρνο μαζεύτηκε, έτσι όπως ένιωθα πτωχή στη διάπλασή μου και καθισμένη με το τζινάκι μου απέναντί του. Ανασκουμπώθηκα. Σιγά μη φόραγα το δωδεκάποντο για να ‘ρθω στο νεκροταφείο, ήθελα να του πω. Όμως αυτός είχε πάρει φόρα.

«Τα κορίτσια εδώ μέσα ήταν πανέμορφα. Πάντα!» φώναξε μια κλίμακα πιο ζωηρά και πέταξε το ένα του χέρι στον αέρα. Ο δείκτης της αριστερής του παλάμης ορθώθηκε σαν ξίφος προς το μάτι μου δείχνοντας αόριστα κάπου προς τα επάνω. «Πηγαινοέρχονταν με τις καλοσιδερωμένες στολές τους, τόσο ερωτικές όλες. Ξανθιές, μελαχρινές… Μας έβγαζαν έξω κι έπειτα πάλι μέσα με τα μαλακά τους χέρια. Ω, και οι κυρίες που επιβιβάζονταν ήταν πάντα φροντισμένες μέσα στα σινιέ τους ενδύματα. Τα νύχια των χεριών τους πάντα στην εντέλεια. Το δέρμα τους μύριζε γιασεμί και τριαντάφυλλο. Όποτε ακουμπούσα πάνω στο πρόσωπό τους με ξελόγιαζε το άρωμά τους. Τις φιλούσα με πάθος. Ειδικά τις ξανθές. Τους έχω αδυναμία ξέρετε. Κόλλαγα σφιχτά πάνω στο κοκκινάδι τους και τους χάριζα το φιλί της ζωής. Παρακολουθούσα με αγωνία ποιος θα καθίσει στη θέση μου και πρέπει να σας πω ότι έχω σταθεί τυχερός! Το ένα μπούστο μετά το άλλο ξάπλωναν από κάτω μου κι εγώ τα παρακολουθούσα ν’ ανεβοκατεβαίνουν σαν τα κύματα του απέραντου ωκεανού. Σε κάθε τράνταγμα των κενών τις έπιανε μια ανησυχία που διαγράφονταν μέσα από τις μοχέρ τους μπλούζες. Κι όλες με ποθούσαν! Με κρατούσαν σφιχτά, σφιχτά πάνω στα χείλη τους…αχ!»

«Τρανός παίκτης, ψέλλισα ζαλισμένη».

Αντιμέτωπη με την αυταρέσκεια του Εμμανουήλ, τόσο μελαχροινή, τόσο άβαφη, τόσο μικρόσωμη εγώ, ένοιωσα τον εκνευρισμό μου να φουντώνει μετανιώνοντας που δεν ζήτησα εξ’ αρχής να μιλήσω με το πιλοτήριο του Boeing. Ακόμα και με τη στριφογυριστή εσωτερική σκάλα που οδηγεί στην Α’ θέση να μιλούσα, πιο πολλά θα είχα να πω. Πού να οδηγήσει τώρα μια διαμάχη με τον ξεπεσμένο γόη; Κλειδωμένος, λιγδιασμένος, έλιωνε από της κλεισούρας τα γεράματα. Δεν πιστεύω ότι είχε περισσότερα να μου πει. Κάποιοι μάγκες παραμένουν υπερφίαλοι όσα χιλιάδες χιλιόμετρα κι αν διανύσουν, όσα άτομα κι αν χρειαστεί να βοηθήσουν. Σε λάθος μέρος έψαξα για ήρωες. Άρχισα την επίθεση των σερί ερωτήσεων. Παλιό κόλπο, χε.

-Πόσα ταξίδια θυμάσαι;
-Αμέτρητα.
-Πόσες φορές βγήκες έξω από την κρυψώνα σου;
-Αρκετές, αλλά όχι όσες θα ήθελα. Ο πόθος μου παρέμενε άσβηστος.
-‘Εσωσες ανθρώπους;
-Θηλυκά κι αν έχω σώσει!, φώναξε πάλι με στεντόρεια φωνή.
-Μόνο γυναίκες; Κάποιον γέροντα;
-Γι’ αυτούς θα μιλάμε τώρα δεσποινίς;
-Οικονομικές συμφωνίες κλείνονταν από κάτω σου;
-Για τέτοια θέματα καλό είναι να απευθυνθείτε στους συναδέλφους του επάνω ορόφου.
-Με το παρόν τι σχέση έχεις;
-Ακούω τα τακούνια τους ακόμα…
-Ονειρεύεσαι;
-Ε, έχει τελειώσει το αέριό μου… αλλά τις φαντασιώνομαι ακόμα. Όλες μαζί!
-Και η γραβάτα στη θέση της ατσαλάκωτη!
-Εννοείται!

Χαμήλωσε το βλέμμα του και συνέχισε το βιολί του:
-Έχετε όμορφα πόδια, να φοράτε φούστες. Και πουκάμισα με κουμπιά. Να μπαινοβγαίνει ο αέρας. Και τα βλέμματα βεβαίως, είπε και μου έκλεισε ματάκι.
-Δεν βολεύουν πάντα, δικαιολογήθηκα η χαζή.
-Να μάθετε να βολεύεστε. Μια κυρία πρέπει πάντα να επιδεικνύει τη θηλυκότητά της. Πως να το κάνουμε τώρα; Μην τα ισοπεδώνεται όλα. Και το μπούστο… είναι το οξυγόνο της κοινωνίας! Τα παντελόνια είναι για τους άντρες. Εκεί φαίνεται το αρσενικό. Ελάτε όμως πιο κοντά. Νομίζω πως πρέπει να δοκιμάσετε το φιλί μου, ξεστόμισε το πεινασμένο του περιστόμιο και με μάτια κλειστά προέκτεινε το λαιμό του προς το μέρος μου. Το χέρι του έτεινε προς το στήθος μου, ενώ με μια κίνηση επιδέξια ο σωλήνας από τον οποίον κρεμόταν κουνήθηκε σχηματίζοντας μια θηλιά. Ή έτσι νόμισα. Και τότε είπα «ως εδώ».

Την τράβηξα απότομα δίχως άλλη σκέψη.
Χ-γ-γ-χ-χ-χ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-γ-χ-γ-χ-χ-χ-χ.

Ο σιγμός της ασφυξίας του εξαπλώθηκε στο χώρο σαν αέριο. Ήχος τραχύς, μακρόσυρτος. Πλήρης απουσία φωνηέντων. Τελευταίο σπασμωδικό τίναγμα του σωλήνα παροχής οξυγόνου. Όλες οι μάσκες γύρισαν απότομα προς τη μεριά μου. Άλλες με κοίταξαν με απορία, άλλες με επιθετικότητα. Την έχωσα στην τσάντα μου και έφυγα από εκεί.

Την άλλη μέρα κρέμασα το λάφυρο στο μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα τις πολυκατοικίες της πόλης και το νέφος. Να επεκταθούν οι ορίζοντές του και τα ενδιαφέροντά του. Κι αν η σκόνη της ερήμου πυκνώσει τις καυτές ημέρες του Ιουλίου κι ο χρόνος μου δεν περισσεύει για μια βουτιά σε απόμακρες και καθαρές παραλίες, θα τη δέσω σφιχτά σα φουστανέλα τσολιά γύρω από τα χείλη μου και θ’ ανέβω στο Λυκαβηττό. Δεν έχω κι άλλο «βουνό» εδώ γύρω να με οξυγονώσει. Άσε που τα στήθη μου είναι μικροσκοπικά και θα την ξαναχρειαστώ για να αναπνέω μπροστά στην ασφυκτική θέα της φαλλικής αγέλης από ουρανοξύστες που προδιαγράφει το αττικό μέλλον.

 

Η φωτογράφιση έγινε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας
του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Ένας άλλος κόσμος», τον Ιούνιο του 2015.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Σπούδασα Φωτογραφία και Επικοινωνία σε Ευρώπη και Αμερική. Ίσως με γνωρίζετε από την ατομική μου έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη με θέμα “Τα Προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας”. Έχω εργαστεί ως φωτογράφος πλατό επί 20 συναπτά έτη δίπλα σε γνωστούς σκηνοθέτες.