Ξέρεις, υπάρχουν εκατοντάδες πράγματα που μας τη δίνουν, εγώ ας πούμε έχω αμέτρητες παραξενιές παιδιόθεν γιατί δεν μου αρέσει το τυρί, το κοκορέτσι, το στριμμένο έντερο σε όλες του τις εκδοχές, το φτέρνισμα ενόσω μπουκώνεσαι λουκούμι τριαντάφυλλο, δεν μ’ αρέσουν οι δράκοι, το τρέξιμο δεν μ´ αρέσει -παρεκτός κι αν σε κυνηγάει ο ίσκιος σου-, το κρύο και η ζέστη, οι καρέκλες δίχως πλάτη, οι πλάτες γενικότερα, τα κριτήρια παντός καιρού -ιδίως τα αναξιοκρατικά-, οι τελείες και οι τέλειες, κυρίως όμως δεν μου αρέσει η λέξη κριτική -εδώ ήθελα να καταλήξω-, ο ήχος της δεν μου αρέσει, είναι σαν να ακούγεται κριτσίνι που μασουλιέται την ώρα που ψάχνεις την ιδανική λέξη για τον στίχο σου ή κιμωλία που οργώνει μαυροπίνακα πάνω που σε παίρνει ο ύπνος στο θρανίο, -ναι, κυρίως αυτή η λέξη μού την δίνει, όχι ο πίνακας, η λέξη κ ρ ι τ ι κ ή – επαναλαμβάνω, κι έχε το κατά νου, μην τύχει και την ξεστομίσεις, με πιάνουν τα ψυχολογικά με δαύτην καθώς την συνδυάζω με την λέξη Κρίση κι αν αναρωτιέσαι τις πταίει, η θρήσκα παλιοημερολογίτισσα γιαγιά μου ευθύνεται για τούτο το κουσούρι, -όπως και για πάμπολλα άλλα, όμως ας επανέλθουμε στο φλέγον ζήτημά μου, αυτό της λέξης κρι… (μην το πεις)-, η οποία μας τόνιζε συνεχώς  “…όταν θα ´ρθει η ώρα της να είστε έτοιμοι…” κι όλο “Φοβηθείτε τον Θεό και δώστε δόξα σ’ αυτόν“, έλεγε, “επειδή ήρθε η ώρα της κρίσης του…”, και τέτοια και παρόμοια, κρίση-κριτική-η ώρα της κρίσης και ούτω καθεξής, πριν και μετά το φαγητό το επαναλάμβανε, καταλαβαίνεις τώρα υποθέτω, πως όλο αυτό το ´χα για κάτι πολύ φοβερό και τρομερό κι έτσι ξεκίνησα να ´μαι άφαγη, -χρόνια χρήστρια μουρουνέλαιου, (σε απεξάρτηση πια) -, έτσι πρωτοξεκίνησα να μιλάω, και να γράφω (άλλο και τούτο), κυρίως μονολόγους που θα διάβαζα μπροστά στο τρισυπόστατο όταν θα ‘ρχόταν εκείνη η αποφράδα μέρα και σαν να μην έφτανε αυτή η κατάληξή μου, -τεχνικές χαλάρωσης, ελεγχόμενη αναπνοή, διαλογισμός, κατευθυνόμενη φαντασία δεν έπιασαν-, υπήρξε και η απόληξη, για πολλά χρόνια και χιόνια είχα έτοιμη μια βαλίτσα με τα απαραίτητα, -τραγικό να ετοιμάζουν οι άνθρωποι βαλίτσα για να πεθάνουν ενώ να μην προλαβαίνουν να πάρουν ούτε βρακί μαζί τους όταν πάνε να γεννήσουν-, και νυχθημερόν φορούσα φουστάνι καλό μην τύχει και την ώρα της κρί… (ούτε στον παπά μην το πεις) εμφανιστώ στους Άγιους Ανάργυρους απεριποίητη “…και προσκυνήστε αυτόν” ξανάλεγε, “ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και τις πηγές των νερών”(άλλο και τούτο), κι έκτοτε παρότι αγάπησα τους άγιους μπατίρηδες απανταχού, απέκτησα κι άλλα συμπτώματα, όπως να πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, να μισώ τα φορέματα -πλην των λουλουδιασμένων που προσδίδουν άλλη χάρη στον ξέπνοο-, να εμφανίζω άπαντα τ´ αλλεργιογόνα στην λέξη κριτική, στην κρίση, στα κρίταμα, στο φυτό περδικάκι, στο κρίμα στον λαιμό σου, στο κρίμα κι άδικο, στα σανσκριτικά, στα κρακεράκια με γεύση μπάρμπεκιου, σ´ όλα τα ο ντε παρφιούμ που παραπέμπουν σε άρωμα κόλασης, στα παγωτά κρικρί, στις κρίσεις πανικού, στις επικρίσεις, στη φράση “κρίμα το παιδί”, στους κριτικούς βιβλίων-θεάτρου-κινηματογράφου και ουχί μόνο, να απεχθάνομαι ό,τι ακούγεται σαν ροκάνισμα, το ροκ φορ, το κριθαράκι, τους κριούς, το κρρρρρ της κολλημένης μίζας, τα κρουασάν, τον Κρις Χέμσγουορθ και τον Κρις Πάιν, τα Τζίζους κράιστ, τα κρις κραφτ, την κρισιμότητα, τους ανορθόγραφους Κρίσους, το ψωμί από κριθάρι, τα παξιμάδια κρίσπις και τα αγαθά κρικρί, και τους κουραμπιέδες ακόμη, και καθόλου μην αναρωτιέσαι γιατί κι αυτούς -γιατί έτσι ακούγεται η κριτική όταν της κάτσει αμύγδαλο στον λαιμό-.

Αποτάσση την λέξη κριτική;
Αποτάσσομαι.

Απετάξω την λέξη κριτική;
Απεταξάμην. ( Τρις )

Απετάξω την λέξη κριτική;
Απεταξάμην.

Απετάξω την λέξη κριτική;
Απεταξάμην.

Καί εμφύσησον αυτής;

Φφφφφφφ φφφφφφ φφφφφ

Και έμπτυσον αυτής;

Φτου Φτου Φτου

Φτου                                  Φτου             φτου            Φτου
Φτου            Φτου
             φτου                     φτου                         Φτου                         φτου
Φτου         φτου             Φτου           φτου        Φτου
       φτου               Φτου            Φτου.