Καθαρά Δευτέρα: η μεγαλύτερη ημέρα της χορτοφαγίας

Ένα πικρό ευθυμογράφημα για την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας

Κανένας δεν την γιόρταζε την Καθαρή Δευτέρα όπως ο Νικολής ο Μπερχαμπάς. Όλη η ευτυχία της ζωής του κι όλη η χαρά ξεχυνότανε με χίλια δυο χρώματα, άφθονη και πλουμιστή στις ανοιχτές των μπακάλικων «πάγκες» και στα παρατεταγμένα καλάθια των μανάβηδων.

Ποτέ δεν κοίταζε με τόση αγάπη τα γλυκά και μαύρα μάτια των κοριτσιών στα νιάτα του, όπως κοίταζε τώρα τις ελιές, μεγαλομάτες, μαυρομάτες και προκλητικές, στη μεγάλη απλάδα του μπακάλη!… Ποτέ δεν χάιδεψε κρουστό σώμα γυναίκας όπως χάιδευε τώρα τα τριζάτα τα λάχανα, τα φρέσκα γιομάτα και στρογγυλά, που υπόσχονταν τόσες απολαύσεις δροσερές και νόστιμες!… Ποτέ του δεν γλέντησε με τον κόσμο το ζωηρό και τον αποκριάτικο, όσο γλεντούσε τώρα, βλέποντας τα κοκκινόσκουφα τα ραπανάκια της σαρακοστής, στρογγυλοπρόσωπα, ζωηρά και πιπεράτα, χαρούμενα και γελαστά, σαν διαβολάκια καλοσύνης, να πηδούν και να χορεύουνε τριγύρω στο τραπέζι του, σαν φασουλήδες που ήρθαν να τον διασκεδάσουν στο συμπόσιό του!…

Γιατί ο κόσμος τώρα τελευταία χάλασε. Από τα ξενοδοχεία καταργήθηκαν τα νηστίσιμα. Κρέας παντού και πάντοτε, κρέας στα μαγέρικα, στα ρεστωράν, στα λαϊκά και στα ξενοδοχεία της πολυτελείας. Και μοναχά μια μέρα έμενα αγνή, λευκή και πλουμισμένη από χόρτα, μεζέδες και λαχανικά, από ελιές και πιπεριές και κρεμμυδάκια, από όσπρια κι από χαβιάρια και θαλασσινά…
Η Καθαρά Δευτέρα!

Μπορεί να τον πειράζανε καμιά φορά οι άλλοι στο καφενείο, όταν τελείωναν την πρέφα τους, και βγάζοντας τα ρολόγια τους, βλέπανε πως ήταν μεσημέρι:
-Βρε, δώδεκα η ώρα!.. Πάμε για φαΐ…
Και έπειτα γυρίζοντας στον Μπερχαμπά:
-Και συ πού θα βοσκήσεις, Νικολάκη, σήμερα;

Ο Νικολάκης δεν θύμωνε. Δεν θύμωνε ακόμα κι όταν του αστειευότανε ο Κώτσος Κερεστές ο δικηγόρος, σαν γύριζε από την Αγορά, κρατώντας ένα καθημαγμένο μπουτάκι με το δάχτυλο του ενός χεριού, μακρυά να μην του στάξει στο πανωφόρι, κι από το άλλο, δικογραφίες παραμάσκαλα, χαρτιά κιτρινισμένα με φαγωμένα περιθώρια. Δείχνοντας του το ζεστό ακόμα κρέας του άκακου αρνιού ο Κερεστές τού φώναζε:
-Να, κυρ-Νικολή πώς ζει ο κόσμος!… Κρρρρέας, κρέας να σε βλέπει ο Θεός!
Και έσουρνε το «ρρρρ» και επλατάγιζε τη γλώσσα του σαν να το έτρωγε ψημμένο, ροδοκοκκινισμένο.
-Χάρισμά σου! Του απαντούσε ο Νικολής, εγώ δεν θέλω ούτε να το βλέπω!
-Μην παρατρώς χορτάρια, Νικολή, γιατί θ’ αρχίσεις να βελάζεις σαν τις προβατίνες! Έρχεσαι;.. Με σκορδάκι στο φούρνο θα το ψήσω. Έρχεσαι να σου κάνω το τραπέζι, να φας κι εσύ μια φορά σαν άνθρωπος!…
-Όχι ευχαριστώ! Πάρε στο τραπέζι τα …σκυλιά σου!

Τα χαιρόταν τα νηστίσιμα ο Νικολάκης, τα τραγουδούσε, τους καλομιλούσε μυστικά από μέσα του, τα χάιδευε με το μάτι, μεταχειριζόταν τις πιο τρυφερές λέξεις γι’ αυτά. Και τώρα που παρήγγειλε άφθονα, θα τα γλεντήσει. Θα γλεντήσει με τα δώρα αυτά του Θεού. Πήρε πεντακοσάρες με κρασί, και λαγάνες ζεστές και σουσαμάτες απ’ το φούρνο και βρεχτοκούκια κι ελιές και πιπεριές και ταραμοσαλάτα, φάβες και κρεμμυδόπουλα, σκορδάκια και ραπανάκια. Κι έτρωγε κι έπινε και τραγουδούσε σα να ήταν φιλενάδες του, που του παραδοθήκανε ολόψυχες και τις χάιδευε μόνος του, τις απολάμβανε τρισευτυχισμένος.

Ω τι απόλαυση όταν εγύμνωνε το κρεμμυδάκι από τα πράσινα τα φύλλα του και έβγαινε ολόλευκη κι ολοτρύφερη, νεράκι μοναχό, η σάρκα του από μέσα!… Κανένας πασάς δεν χάρηκε έτσι ποτέ την ευνοούμενη του, τη σκλάβα του, το ουρί του… Και σε κάθε κούπα που κατέβαζε και σε καθένα μεζέ που τσιμπούσε, του έλεγε και το τραγούδι του, σαν να τραγουδούσε μια πολυαγαπημένη του φιλενάδα, παρομοιάζοντας τα λαχανικά με τη γυναίκα:
-Ένα σκορδάκι για την όρεξη;
-Σκορδάκι; ευχαρίστως!…
Κι αρχινούσε:

Σκορδόπιστη σε είπανε

μα συ πίστη δεν έχεις,
το σκόρδο είν’ πιστό στη γη
και συ στους δρόμους τρέχεις!

Η πίστη είν’ ένα δενδρί
που στην καρδιά ριζώνει
του σκόρδου καίει η καρδιά
και σένανε παγώνει!…

Ή όταν έπλενε τις λαχανίδες μπροστά του, σαν κυρίες με μακρυά πρασινωπά φουστάνια, υπερήφανες και κορδομένες, μιλούσε γι’ αυτές σαν ν’ απευθυνότανε σε γυναίκα:

Της λαχανίδας σήκωσα
το πράσινο φουστάνι
και βρήκα την καρδούλα της
δροσάτη και πλυμμένη.

Τι απλυσιές θε νάβρισκα
-χαράμι να σου γένη-
αν στη δική σου άπλωνα
τη φούστα σου, καημένη!…

Με τι ηδονή που ροφούσε τα στρείδια, σαν τα άνοιγε, κολλώντας το στόμα του μέσα στη συννεφένια αχιβάδα και ρουφώντας αξεδίψαστα τη νοστιμιά τους, όσο δεν ρούφηξε ποτέ αγαπημένος τα χείλη κοριτσιού. Ή με τι λαχτάρα άνοιγε τα μύδια, προσεχτικά, μη χύσει το νερό, ψάλλοντας και νανουρίζοντας το θαλασσινό αυτό κατασκεύασμα, και παρομοιάζοντάς το με κουτί κοσμημάτων μεγάλης πριγκίπισας:

Ποιος χρυσικός επούλησε
τέτοιο μαργαριτάρι
σ’ αχειροποίητο κουτί,
σε ποιο, πότε παζάρι;

Έτσι ήπιε και μέθυσε και πήδησε και χόρεψε με τις καρέκλες και τραγούδησε ο Νικολής ο Μπερχαμπάς την Καθαρή Δευτέρα: Πιπεριά μου, πιπεριά μου / σ’ έχω μέσα στην …κοιλιά μου.
Και έστειλε δυο τηλεγραφήματα στον κ. Δρακούλη: «Σήμερον την μεγαλειτέραν ημέραν της χορτοφαγίας, χαιρετώ υμάς τον πρόδρομος της κρεατοφαγίας εν Ελλάδι, και λυπούμαι μη δυνάμενος να σας αποστείλω μπουκέτα λαχανίδων και κόκκινο αναίμακτο στεφάνι εκ ραπάνων».

Κι ήρθε αμέσως απάντηση στο τηλεγράφημά του:
«Εξακολουθήσατε αγώνα».

Και ξανατηλεγράφησε ο κυρ Νικολής Μπερχαμπάς:
«Από πρωίας αγωνίζομαι. Δεν έμεινε μαρούλι και σαλατικό!… Πλέω μέσα εις την φάβαν!… Έρρωσθε και ευδαιμονείτε! Πίνω εις υγείαν σας».

Και ήπιε. Ήπιε και κάλεσε όλα τα λαχανικά για να χορέψει μαζί τους. Και του φάνηκε πως ήρθανε όλα τα φρέσκα κρεμμυδάκια, χοροπηδώντας απάνω στα μακρουλά και πράσινα ποδάρια τους, τα σκόρδα με ανασηκωμένα από την τρέλλα του γλεντιού τα άσπρα τους μαλλιά, και σηκώθηκαν οι μυτερές κατσούλες των κόκκινων ραπανιών, και βγήκανε από το χαρτί τα βρεχτοκούκια, σερνόντουσαν οι ουρές των χορταρικών στο πάτωμα και πηδούσαν οι ελιές επάνω στο τραπεζομάντηλο, μαύρες σαν τρελά καλογεράκια που στριφογυρίζουν, και βγήκαν από τα πιάτα τα σαλατικά και μέθυσαν, θαρρείς απ’ το κρασί, που απάνω τους χυνότανε, κι αυτά τα τραπέζια, τα δέντρα, οι καρέκλες, οι μάντρες, οι βατουλιές και τα βουνά, και χόρευε τρελό χορό ολόκληρη η φύσις!.. Καλώς την τη Σαρακοστή, με σκόρδα, με κρεμμύδια.. τρία – ρία – ρο!…
-Ζήτω η νηστεία!…

Και όταν πια όλα τριγύρω θάμπωσαν -ίσως και να νύχτωσε, ποιος ξέρεις;- σηκώθηκε κι ο Μπερχαμπάς για να γυρίσει σπίτι του.

Μα πιάτα και καθίσματα, ελιές και κρεμμυδόπουλα, θαρρείς πως τον εμπόδιζαν. Δέντρων κορμοί, ντουβάρια, μάντρες κι αγκωνάρια νόμιζες πως τον κρατούσαν… Μπροστά του σαν να βγαίνανε, πίσω να τον γυρίσουν!… Μα ο Μπερχαμπάς επέμενε να πάει στο σπίτι του. Κι όταν ένα μεγάλο λιθάρι, ίσως να ήτανε και μάντρα, τον εμπόδισε να περάσει, ο Μπερχαμπάς το έσπρωξε:
-Ζήτω η νηστεία, βρε!…

Το αγκωνάρι έπεσε κάτω κι όλα τώρα χόρευαν γύρω του. Και μέσα στων Κουλούμων τον τρελό χορό, βρέθηκε κι εκείνος κάτω. Και τότε κάτι κόκκινο πλημμύρισε το στόμα του, πιο ζεστό απ’ το κρασί.

-Είπαμε εις υγείαν!…
Πιο ζεστό απ’ το κρασί, αλλά όχι σαν του κρασιού την πρώτη γεύση.
-Μαγαζάτορα, άλλο γιοματάρι άνοιξες;
Αλλά δεν μπόρεσε περισσότερα να πει. Το κατακόκκινο αυτό κρασί του έπνιξε το στόμα…

Τον μάζεψαν μεθυσμένο, αναίσθητο απ’ το κρασί στουμπισμένον στο στόμα και καταματωμένο!… Κι έτσι ο Μπερχαμπάς γιόρτασε μεν την Τεσσαρακοστή, αλλά παρέβη τη νηστεία, γιατί μεθυσμένος όπως ήταν, έπεσε και έφαγε… τα μούτρα του!

 

 

Το διήγημα ανήκει στον Σταμάτη Σταματίου (ψευδ. ΣΤΑΜ. ΣΤΑΜ) και γράφτηκε γύρω στα  1910 όπου μεσουρανούσε ως ευθυμογράφος στον αθηναϊκό τύπο. Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ το είχε αναδημοσιεύσει την Καθαρή Δευτέρα του 1963, από όπου και το εντοπίσαμε. Η γλώσσα του διηγήματος είναι ελαφρώς επικαιροποιημένη από εμάς.