Είχα περιμαζέψει απ´ τα σκουπίδια πριν αρκετό καιρό δυο παλιοσύρταρα γραφείου τα οποία στοίβαξα στο μπαλκόνι με σκοπό να τα μεταποιήσω με μπογιάτισμα κάποτε σε κατιτίς / αυτό το “κάποτε” των ρακοσυλλεκτών και το “κατιτίς” το αόριστο, που ´χουν συνήθως κοινό στόχο και προορισμό μιαν άλλη ζωή, μιαν άλλη στιγμή / μέχρι που προ ολίγου σαν να ´ρθε εκείνη η αποφράδα η ώρα τους, μ´ επίσημη ειδοποίηση ένα γκντουπ στο τζάμι, όπως όταν σκάει το κεφάλι κι ακούγεται το ποίημα / κι ήταν ο θόρυβος αυτός θόρυβος πουλιού, που ´χε την ατυχία στο διάφανο να καρφωθεί, κι ευθύς μετά την τύχη να πέσει μέσα στο συρτάρι, ούτε παραδίπλα, ούτε παρακεί, θες από σύμπτωση, θες από ανάγκη, μέσα στο συρτάρι ακριβώς / και τώρα κοιτώντας το πουλί στο ξύλινο το φέρετρο, μπέρδεψα τις στυμφαλίδες όρνιθες με λέξεις και φτερά και σκέφτομαι πως υπάρχουν ποιήματα όμορφα σαν τα κελαηδιστά πουλιά και πουλιά όμορφα σαν ποιήματα, που τον Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μέσα στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι, και κατ´ εξαίρεση και Φλεβάρη μήνα μέσα σε συρτάρι, γιατί στα ποιήματα και στα πουλιά ζητά σε μήτρα ο κρόκος μας να σπάσει, πινέλο να στρώσει στην άμμο των πιθανοτήτων, να μην τρώει τα σωθικά μας η ανυπομονησία του χαμού, ούτε η φθορά μοιρολογήτρα να μας χαϊδεύει με πούπουλα κι ελπίδες πως “δήθεν” δηλαδή και “ίσως” και “θυσίες οπωσδήποτε” κι εκείνο το “ενδέχεται” και την “υπακοή στην τάξη”, και πως εμείς με λόξιγκες παραμυθιών θ´ ανταριαζόμαστε πάνω σε αδράχτια, ότι “θα ´ρθει η ώρα και θα δεις εγώ…” / κι όλα τα συναφή, κάθε που ο εργοδηγός γυρνά την πλάτη.