Έχει νυχτώσει πια στο Παρίσι, δεν ξέρω ούτε τι ώρα είναι ούτε τι ώρα αρχίζει η συναυλία. Μόλις μπαίνω στην αίθουσα συναυλιών ακούγονται οι τελευταίες συγχορδίες στο πιάνο κι ύστερα το χειροκρότημα. Στο πρόγραμμα βλέπω το όνομά μου γραμμένο πάνω πάνω ανορθόγραφα με έψιλον στη θέση του γιώτα. Ψάχνω να βρω το μαέστρο και πηγαίνω να ρωτήσω στο κοσμηματοπωλείο πίσω από το εκδοτήριο των εισιτηρίων. Η πωλήτρια λέει αν πάρετε το μενταγιόν με τα ζωγραφιστά κοχύλια, σας δίνουμε δώρο ένα ασορτί δαχτυλίδι. Ανάμεσα στα κοσμήματα βλέπω ένα χτενάκι μ’έναν ιππόκαμπο και της λέω πως έχω ένα τέτοιο ίδιο. Αυτή μου γελάει και μου δείχνει έναν κύριο που είναι ο μαέστρος. Του ζητώ συγγνώμη που άργησα, προσπαθώ να δικαιολογηθώ λέγοντας πως δε μου είχαν πει τι ώρα έπρεπε να είμαι εκεί για να παίξω, το στόμα και τα μάτια του χαμογελούν ακτινοβολώντας. Πέφτω στα γόνατα και καταλαβαίνω πως το φόρεμά μου από τη μέση και πάνω έχει εξαφανιστεί, θέλω να κλάψω μα ο μαέστρος συνεχίζει να λέει τα δικά του ευδιάθετος, είναι πολύ ευχαριστημένος με το κούρδισμα του πιάνου και μες στο κεφάλι μου ακούγεται μια gnossienne του Satie.

.
Ανεβαίνουμε στον εξώστη του αμφιθεάτρου που μοιάζει με ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ και βλέπει στη θάλασσα, τριγύρω μας δεκάδες μισόγυμνοι χορευτές χορεύουν στο ρυθμό του νοερού πιάνου, με παρτενέρ τενεκεδάκια αναψυκτικών, ξύλινες σπαστές καρέκλες και ξύλινα αναλόγια. Ξαφνικά όλοι μαζί σπρώχνουν απ’ τον εξώστη τους άψυχους παρτενέρ τους και αμέσως τρέχουν πίσω τους και πηδάνε κάτω στην ακτή. Η παραλία γεμίζει σκουπίδια και χορευτές που τρέχουν πανικόβλητοι να τα μαζέψουν πριν προλάβει να τα παρασύρει το κύμα. Περπατάμε στην ακτή με το μαέστρο που δε μιλάει πια, μόνο φαίνεται να μετράει τα βήματά του στα χαλίκια. Βλέπουμε έναν ιππόκαμπο σε μέγεθος ανθρώπου, ξεβρασμένο απ’το κύμα, φοράει μάσκα οξυγόνου μ’ένα σωλήνα που πηγαίνει πέρα δώθε αφηρημένα στον αφρό και ξέρουμε κι οι δυο χωρίς να μιλάμε πως ο ιππόκαμπος είμαι εγώ.  Η gnossienne ακούγεται πια μέσα από το κτίριο, τη νιώθω στα ακροδάχτυλά μου κι έτσι ξέρω πως βρίσκομαι και κάπου εκεί μέσα αλλά και εδώ στην ακτή ταυτόχρονα και χαζεύω τον ήλιο που ξεπροβάλλει μέσα απ’τη θάλασσα, πορτοκαλής πάνω σε ουρανό ροζ και γαλάζιο του πάγου. Η θάλασσα μοιάζει με γυαλί που καθρεφτίζει τα πάντα και ο ιππόκαμπος με τη μάσκα οξυγόνου είναι ακόμα εκεί, τον σπρώχνει απαλά το κύμα και κανείς δεν ξέρει αν είναι ακόμη ζωντανός. Μόνο στεκόμαστε και τον κοιτάμε με πλαγιαστό βλέμμα, το μισό μάτι να προσπαθεί να κρατήσει σφιχτά αυτό το κάπως ανάρμοστο χάραμα. 


Απόπειρα αναπαράστασης ενός ονείρου που με επισκέφθηκε στις 25 Φλεβάρη

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Αντριάνα Μίνου είναι (και) μουσικός και ζει στο Λονδίνο. Έχει γράψει δύο βιβλία που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Το γάτο της τον λένε Μπάτμαν γιατί όταν δεν τον κοιτάζουν ντύνεται Μπρους Γουέιν.