Ο Επαμεινώνδας Γονατάς γεννήθηκε το 1924 στην Αθήνα. Παρ’ ότι προερχόταν από οικογένεια πολιτικών, δεν ασχολήθηκε ο ίδιος ποτέ με την πολιτική. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία. Αφανής μέχρι το 1976, -οπότε αναφέρθηκε στα κείμενά του ο “δάσκαλός του” Νίκος Εγγονόπουλος-, πρωτοεμφανίστηκε εν τούτοις στη λογοτεχνία το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος Η μικρή εξοχική μας πόλη στο περιοδικό Παλμός χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Ε. Γόνης και στη συνέχεια με το σκοτεινό παραμύθι του Ταξιδιώτη, όπου η ιστορία εκφέρεται από έναν τριτοπρόσωπο ετεροδιηγητικό αφηγητή. 

Ένας αυθεντικός δημιουργός ο Ε. Γονατάς, άφησε παρακαταθήκη έξι μικρά βιβλία με αφηγήματα. Ο ίδιος, για να δικαιολογήσει τα τόσο μικρά σε έκταση κείμενά του, χρησιμοποιούσε ως αιτία την έλλειψη χρόνου, -λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας -, όπως και το άγχος του για τη λευκή σελίδα.

 

 

Με ιδιαίτερη αδυναμία στην καλαίσθητη παραδοσιακή τυπογραφία, είχε την τύχη να δει τα βιβλία του να τυπώνονται  στα πιο καλά τυπογραφεία της Αθήνας. Συνεργάστηκε με τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα στο περιοδικό Πρώτη Ύλη, έγραψε την Κρύπτη, (η πρώτη έκδοση της Κρύπτης έγινε  από τον εκδοτικό οίκο Πρώτη Ύλη το 1959, αργότερα από τις εκδόσεις Κείμενα το 1979 και από τη Στιγμή το 1991). Ακολούθησαν οι συλλογές το Βάραθρο, οι Αγελάδες (σ´ αυτή τη συλλογή περιλαμβάνεται το πεζό η Επίσκεψη, το οποίο θεωρείται ένα από τα τελειότερα δείγματα γραπτού λόγου όπου χρησιμοποιείται η τεχνική του διχασμένου προσώπου), ο Φιλόξενος Καρδινάλιος και η Προετοιμασία το 1991. Έπειτα από ένα διάλειμμα 15 χρόνων έγραψε τη συλλογή με αφηγήματα Τρεις δεκάρες.
 
Ανέπτυξε φιλίες με καλλιτέχνες όπως ο Νίκος Καχτίτσης, ο Κλέωνας Παράσχος και ο Μίλτος Σαχτούρης· με τον Σαχτούρη ήταν συμμαθητές και τους συνέδεε βαθιά φιλία.
.

 

                                                                Στον Μίλτο Σαχτούρη

 

Ο Μίλτος Σαχτούρης με τον Ε. Χ. Γονατά.

Δεν ξέρω πώς βρέθηκα σ’ αυτό το άθλιο θαλασσοχώρι. Δεν ξέρω αν πρέπει να φύγω ή να μείνω. Δεν θυμάμαι πότε ήρθα κι από πού. Ίσως να ’χω περάσει ολόκληρη ζωή εδώ. Ένα μικρό παιδί κουρελιάρικο μου γνέφει απ’ το φεγγίτη να σταματήσω. «Τι να σταματήσω;» του λέω, σηκώνοντας το κεφάλι τόσο ψηλά που παρά λίγο να κυλήσει στην πλάτη μου. Κάθομαι πάνω σ’ ένα αμόνι και τα πόδια μου κρέμονται κίτρινα κι αδύνατα ως το πάτωμα· δε θέλω να τα βλέπω γιατί άμα τα βλέπω με πιάνει τρεμούλα ότι έγινα πρόβατο. Γύρω μου παντού γυαλίζουν κομμάτια ντενεκέδες, σβησμένα κάρβουνα και τρίμματα, τρίμματα ψιλά σίδερο. Το παιδί μού δείχνει το μικρό μουσικό όργανο που έχω στα γόνατά μου και το χαϊδεύω. Για φαντάσου, δεν το πρόσεξα! Είναι κατακίτρινο και μακρουλό σαν πεπόνι· το ’χω φτιάξει ο ίδιος με τα χέρια μου.

«Μην παίζεις» μου ψιθυρίζει σιγά κι απ’ τα μάτια του στάζουν βροχή τα δάκρυα πάνω στα κάρβουνα. «Ακούγεσαι δίπλα στο μαγαζί. Δεν καταλαβαίνεις πως θα μας διώξουν;»

 
 
Το αφήγημα Για το χρώμα του μελανιού στα Γράμματα του Νίκου Καχτίτση, αποτελεί ένα κείμενο ποιητικής, δεδομένου ότι αναστοχάζεται σημαντικές πλευρές της λογοτεχνικής πράξης: «Στα περισσότερα γράμματα η μελάνη έχει ξεθωριάσει απ’ το χρόνο σε τέτοιο σημείο, ώστε είναι αδύνατον ν’ αναγνωρισθεί το αρχικό της χρώμα, και –πράγμα παράδοξο κι εκπληκτικό–, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει ικανότητες που διαθέτει μόνον ο χαμαιλέων, τείνει να πάρει το χρώμα του χαρτιού (ακαθόριστο κι αυτό και ποτέ σχεδόν το ίδιο σε κανένα γράμμα) στο οποίο είναι απλωμένη. Ανεπηρέαστο παραμένει μοναχά το μενεξελί μελάνι, που χρησιμοποίησε ο ποιητής μονάχα δυο φορές (στο προτελευταίο και στο τελευταίο του γράμμα), καθώς κι ένα άλλο μελάνι με πρασινογάλαζο φωσφορικό χρώμα (χρησιμοποιήθηκε μία και μοναδική φορά), το οποίο και σήμερα ακόμα, ύστερα από τόσα χρόνια, διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος της λάμψης και της φρεσκάδας του. Αυτό ήταν το μελάνι που μ’ είχε εντυπωσιάσει […]»
 
 

Σε αρκετά αφηγήματα κάνουν την εμφάνισή τους πρόσωπα του οικογενειακού ή του οικείου εν γένει περιβάλλοντος είτε ως παρουσίες είτε ως αναφορές, καθώς και αντικείμενα που επενδύονται με μια έντονη επιθυμία.

 
“Διάλεξε”, λέει η μητέρα μου στον επισκευαστή της ντουλάπας, “από αυτά τα υφάσματα. Εγώ σου προτείνω το πράσινο καρουδάκι. Μπορώ να σου φτιάξω μια ωραία πυτζάμα”.
Ακούω, βλέπω και ζηλεύω. Πράγματι, το καλύτερο ύφασμα είναι εκείνο που υπέδειξε η μητέρα μου. Ψάχνοντας μέσα σε όσα απόμειναν βρήκα τέλος ένα κομμάτι κιτρινωπό ύφασμα και για μένα.
 
 

Στη γραφή του διακρίνονται καταβολές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού αλλά και στοιχεία ρομαντισμού και αισθητισμού με εξαιρετική επιμέλεια στις λεπτομέρειες της αφήγησης και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο λόγος. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου «ο συνδυασμός συντομίας και ρεαλιστικής απόκλισης μπορεί να λειτουργήσει ως όπλο εναντίον κάθε μορφής θετικιστικού και, κυρίως, κανονιστικού λόγου […] Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που τον Ε. Χ. Γονατά, στις πρώτες του εμφανίσεις, τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία οι αριστεροί κριτικοί, και μόνο στη δεκαετία του ’80 άρχισε να γίνεται κατανοητό το εγχείρημά του, κυρίως σε νέους ανθρώπους, και ακριβώς επειδή τους εξέφραζε ο επί της ουσίας αντιεξουσιαστικός λόγος του».

 

Ανεβαίνοντας το λόφο αντίκρισα στον ορίζοντα τις ατέλειωτες πλούσιες φυλλωσιές του δάσους, που τις λίκνιζε ο άνεμος. Δεν ένιωσα όμως καμιά δροσιά στην ψυχή μου. Φτάνοντας στην κορφή παρατήρησα πως ο λόφος κι από την άλλη μεριά ήταν ολότελα γυμνός. Σ’ όλη την έκταση γύρω ούτε ένας κορμός δέντρου. Μόνο στον ουρανό πλέανε αθόρυβα τα φύλλα, τα αμέτρητα πράσινα φύλλα πού είχα δει από μακριά, σα δίχτυα κρεμασμένα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Τρέμανε όλα μαζί στον αέρα, μα δε σκόρπιζαν, όπως τ’ αστέρια, μ’ όλο πού κανένα κλαδί, κανένα κοτσάνι δεν τα βαστούσε.

Δεν κρατήθηκα. “Και πώς ξεκουράζονται εκεί τα πουλιά;”, είπα.

“Σ’ αυτά τα δέντρα έρχονται μόνο οι σκιές των πουλιών να καθίσουν”, μου εξήγησαν ήσυχα με μια φωνή οι δύο άγνωστοι που με συντροφεύαν […]

 

Ο Γονατάς έχει μελετήσει τη ρομαντική λογοτεχνία και τις φανταστικές ιστορίες και κατονομάζει ο ίδιος τη σχέση του με την παλαιότερη λογοτεχνική παράδοση, χρησιμοποιώντας ως έρεισμα τον Tieck και τον Hoffmann. Ο Γονατάς μεταμορφώνει αυτήν την ονειρική παραδοξότητα του παραμυθιού, είτε προσθέτοντας στιγμιότυπα οικειότητας, είτε με καταστάσεις μιας υπέρβασης της ορθολογικής αντίληψης της πραγματικότητας όπου κυριαρχούν μαζί με το παράδοξο, το σκληρό και το αποτρόπαιο.

 

[…] βγάνει τότε απ´ την τσέπη της ποδιάς της ένα μαχαιράκι και περνώντας το μπροστά από τα μάτια του ατίθασου ζώου, σφίγγοντας τα δόντια, αρχίζει να χαράζει τη ράχη του, απ´ όπου τρέχει άφθονο το αίμα, ενώ του λέει: “Αυτό για να σε συνετίσει, για να σου γίνει μάθημα να μην το επαναλάβεις ποτέ”, και συνεχίζει να προχωρά χοροπηδώντας ναζιάρικα.

 
 
Ο Ε. Χ. Γονατάς, καλλιέργησε μια γραφή ενδιαφέρουσα, λακωνική και υπαινικτική, που ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις αλλά υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο. Το παράλογο στα κείμενα του Γονατά, δεν έχει να κάνει με την ανακάλυψη ενός κόσμου μη ανθρώπινου, αλλά με την ανακάλυψη στοιχείων αυτού του κόσμου και την μετάπλασή τους σε νέες δομές. Αυτή η μεταπλαστική λειτουργία, γίνεται εμμέσως το μέσο για την προβολή των φόβων και των επιθυμιών που μετατρέπουν τον κόσμο με τρόπο υποκειμενικό.
 
 

Αποβάθρα πλατεία, θαλασσόβρεχτη. Το νερό μοσχοβολάει., σκάζοντας απαλά στα πέτρινα σκαλιά. Κόσμος πηγαινοέρχεται. Άλλοι επιστρέφουν, άλλοι ετοιμάζονται να ταξιδέψουν. Ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος με πλατύγυρο καπέλλο βαστάει τη βαλίτζα του και ένα μακρύ καλάμι ψαρέματος. Καθώς περνάει από δίπλα μου αναδίνει έντονη μυρωδιά από φύκια και άλλα θαλασσόχορτα. Το μάγουλό του το σκεπάζει ένα μαύρο πετρόψαρο, μια γλιτσερή καλογριά. Καθώς γυρίζει το κεφάλι, βλέπω κολλημένο και στο άλλο του μάγουλο έναν πράσινο γύλο.

 
Στην κριτική, η οποία τον αντιμετωπίζει αμήχανα, -οι “ενστάσεις” που επανέρχονται στα κείμενα των κριτικών σχετικά με το έργο του Γονατά, έχουν κυρίως να κάνουν με τις καταβολές του έργου του και με την αδυναμία της ειδολογικής κατάταξής του-, επανέρχεται συχνά ως διακριτικόςΗ εικόνα του αυτή οφείλεται όχι στην απαξίωση του λογοτεχνικού μεγέθους του, αλλά στην συνεπή αποχή από την τρέχουσα δηµοσιότητα, που τήρησε· σε όλη του τη ζωή έδωσε μόνο τρεις συνεντεύξεις. Ο ποιητής επέλεξε την αφάνεια, επειδή δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα, αλλά η επικοινωνία. Η ανάγκη του ως δημιουργού να διεκδικήσει την ταυτότητά του, την δική του ταυτότητα με πραγματική δημιουργία έξω από λογοτεχνικές συμβάσεις, ξαναβάζει στην ποίηση αυτό που θέλησαν να αγνοήσουν κάποιοι και να υποβαθμίσουν: το ήθος σαν στάση ζωής.
 
 

Πέθανε στις 24 (ή 25) Μαρτίου 2006, σε ηλικία 82 ετών.

 

Εγώ δεν είμαι λογοτέχνης. Είμαι καλλιτέχνης. Το λογοτέχνης, έχει κάτι το περιορισμένο, το δασκαλίστικο, το φιλολογικό. Δεν είμαι ποιητής, κι ας λένε. Έχω, όμως, ποιητική συνείδηση. Έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση,επειδή είμαι κλεισμένος εδώ και δείχνω ότι το μυαλό μου είναι κάπου αλλού ,ότι ζω σ’ έναν ελεφάντινο πύργο. Λάθος. Δουλεύω από 15 χρονών και έχω πολλά βιώματα. Εξ ου, και η μόνη φιλοσοφία που αναγνωρίζω είναι η βιωμένη. Όχι τα συστήματα. Δεν είμαι θεωρητικός εγώ. Λειτουργώ με εικόνες, με ένστικτα, με παρορμήσεις. Με ενοχλεί η σπουδαιοφάνεια στους συγγραφείς και βρίσκω πως υπάρχει πολλή φιλολογία. Δε μου αρέσουν οι συγκεχυμένες απόψεις και οι κουρελούδες γνωμών. Γενικά, δε μ’ αρέσει το εγκεφαλικό στην τέχνη. Θέλω το απτό, το ξεκάθαρο.

 

«Ο ποιητής Ε.Χ. Γονατάς είναι κατά λάθος κάτοικος της εποχής μας, όπου δαιμονισμός και αλήθεια, αγωνία και διάβρωση του εγώ, πόνος και αντίφαση πορεύονται μαζί σ’ ένα χαοτικό τοπίο προβληματισμών, σύγκρουσης και αυτοκαταστροφής. Αυτή την εποχή την αρνείται ο Γονατάς, την αποφεύγει, και παραμένει αυτοεξόριστος σε μια δική του χώρα», έγραφε σε κριτικό του σημείωμα ο Τάκης Σινόπουλος στο περιοδικό Εποχές. Παρότι σε πολλά κείμενα του Γονατά διακρίνουμε μια αγωνία που δεν είναι άσχετη με την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή πραγματικότητα, ο Σινόπουλος ήταν επικριτικός απέναντί του. Επιπλέον, επισήμανε πως τα ποιήματα και τα αφηγήματα – κυρίως στο Βάραθρο και στις Αγελάδες -, δεν οδηγούνται στην ολοκλήρωση, αλλά εξελίσσονται γραμμικά μέχρι να εκπνεύσουν. Σχετικά με την γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Γονατάς, ενώ τον παραδεχόταν ως έναν έμπειρο τεχνίτη, τόνιζε πως η γλώσσα αυτή δεν είναι πραγματικότητα, δεν είναι πράγμα, ποιήματα και αφηγήματα, κλείνοντας το βιβλίο σου μένουν αδιάφορα, σαν να λείπει η ζωντάνια, το αίμα, η συμπάθεια, ο πόνος του ίδιου του ποιητή για τον κόσμο του. Αντίθετα με τον Σινόπουλο, ο οποίος έκανε συχνά λόγο για προσκόλληση του Γονατά σε παρωχημένες φόρμες και σχήματα, άλλοι κριτικοί και λογοτέχνες της εποχής, όπως ο Μενδράκος, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Μουλλάς και άλλοι, υποστήριζαν πως ο Γονατάς υπηρέτησε τον υπερρεαλισμό με καθαρότητα και ορθοδοξία.
 .
 
 

Και το πιο κοινό πράγμα μπορεί να γίνει απίθανο. Είναι πώς θα το χειριστείς.


Τα λακωνικά του διαμάντια κινούνται ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Με δεδομένο ότι οι επιρροές του προέρχονταν από τα μοντερνιστικά κινήματα, ο Γονατάς επεχείρησε όχι την μείξη των ειδών – ποίησης και πεζογραφίας -, αλλά την άρθρωση ενός προσωπικού λόγου, χρησιμοποιώντας ποικίλες φόρμες, προτάσσοντας πότε την ποιητική λειτουργία της γλώσσας και πότε την αναφορική. Εξαιτίας αυτής της παρεμβολής των διαφορετικών γλωσσικών ειδών στα έργα του, καθώς και του νοήματος των κειμένων του που συχνά ολισθαίνει, χαρακτηρίστηκε συγγραφέας του ονειρικού. Ο ίδιος βέβαια δεν συμφωνούσε. Δεν κατασκευάζω όνειρα, συνήθιζε να λέει. Δεν είμαι ονειροποιός, ό,τι γράφω είναι βιωμένο. Και το φανταστικό στοιχείο που βλέπουν στο έργο μου είναι στην ουσία το παράλογο, έχει σχέση με τον διχασμό της πραγματικότητας. Τόνιζε επίσης ότι δεν ήταν συγγραφέας του εξαιρετικού, αλλά ο συγγραφέας της εξαιρέσεως.

 

Μέσα σε κλουβιά ήτανε πεταλούδες τεράστιες που πλήρωνες δύο τάλληρα και τους χάιδευες τα φτερά κι έμενε μια νυχτιά στην παλάμη σου η σφραγίδα του βελούδου τους, τα ωραία τους μαύρα-κίτρινα χρώματα και μια μυρωδιά γύρης μεθυστική.
Πιο πολύ στις γυναίκες άρεσε αυτή η διασκέδαση. Έρχονταν από μακριά, μόνο και μόνο για ν’ ανοίξουν τα πλατιά, πολύχρωμα εκείνα φτερά. Ύστερα τρύπωναν γύρω τα περιβόλια, κάθονταν κάτω απ’ τις μηλιές κι αδιαφορώντας για τα τραγούδια και τα καλέσματα των αμαξάδων, φιλούσαν, φιλούσαν με πάθος το χέρι τους που είχε αγγίξει την πεταλούδα.
 .

Ο Γονατάς γνώριζε πως τα κείμενά του ήταν πρωτοποριακά και θέλησε να δείξει την ελληνική λογοτεχνική παράδοση από την οποία επηρεάστηκε το έργο του, να παρουσιάσει την καταγωγή και τις οφειλές του, κατασκευάζοντας μια γενεαλογία ελασσόνων κατά κανόνα πεζογράφων, όπως ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Δημήτριος Γκράβαλης, ο Δημήτριος Καμπούρογλου.
 .
 
Έχουμε πολλά να διδαχτούμε από τους κλασσικούς. Εγώ έψαχνα το μοντέρνο μέσα στο παλιό. Είχα διαπιστώσει ότι ο υπερρεαλισμός, ενώ ανακίνησε τα νερά της λογοτεχνίας, δεν έδωσε έργο ο ίδιος. Απλώς μας εφοδίασε με μια άλλη όραση ώστε να μπορούμε να βλέπουμε καινούρια είδη μέσα σε παλιά κείμενα.
 
 
Η αξία του δεν μετρήθηκε μόνον από αυτά που έγραψε αλλά και από τις επισημάνσεις του για τη λειτουργία της γραφής, από τους καλλιτέχνες που ανακάλυψε, από τα κείμενα που ανέδειξε. Ο Ε.Χ. Γονατάς, εννέα χρόνια μετά την έκδοση του αφηγήματος Η προετοιμασία και την μετάφραση των Στοχασμών του Α. Πόρτσιαπρολόγισε 25 επιστολές τις οποίες του είχε αποστείλει ο Δ.Π. Παπαδίτσας. Τα Πρόσωπα 21ος αιώνας, παρουσιάζουν χαρακτηριστικά αποσπάσματα αυτής της αλληλογραφίας και ένα ανέκδοτο κείμενο του Ε.Χ. Γονατά, που συμπληρώνει το ζήτημα της ποιητικής έμπνευσης. 
 
.
Διανοούμενος σπάνιου βεληνεκούς, υπήρξε βαθύς γνώστης της γερμανικής και γαλλικής λογοτεχνίας. Ο Ε.Χ Γονατάς, πρότεινε εναλλακτικές λογοτεχνικές κατευθύνσεις με τις εκδόσεις και το περιοδικό Πρώτη Υλη, όπου παρουσίαζε και μετέφρασε λογοτεχνία εκλεκτή και πρωτοποριακή. Παράδειγμα το έργο του Ιβάν Γκολ, του Βολς, του Μπετενκούρ, του Κόλεριτζ, του Φλωμπέρ και του Λίχτενμπεργκ.
 

 

[…] Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο
στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόι
η πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-
κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ.

( Απόσπασμα από τις «Πόρτες», του Ιβάν Γκολ σε μετάφραση Γονατά)

 
 
 
 
«Το διήγημά σας έχει πολλά προτερήματα, γράψιμο σχεδόν προσωπικό, αλλά τι κρίμα που είναι τόσο μεγάλο! Οι σελίδες του περιοδικού μας είναι, βλέπετε, περιορισμένες. Δε μας στέλνετε τίποτε πιο σύντομο;» γράφει ο Γιώργος Κοτζιούλας σε μια από τις επιστολές του προς τον Γονατά. (Το 1980 κυκλοφόρησε η αλληλογραφία του με τον Γονατά, με τίτλο Ανέκδοτα Γράμματα).
 
 

 

Η πληγή θρέφει, τα χείλη της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει. Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους.

«Η ουλή» από την Κρύπτη

 

 
 
Ο ολιγόγραφος Επαμεινώνδας Γονατάς, θέτει στους αναγνώστες του ερωτήματα. Και αυτό γιατί οι πρώτοι, μετά το τέλος της ανάγνωσης προσπαθούν να εξηγήσουν και να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε το αφηγηματικό κείμενο, προσπαθούν να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτές τις σύντομες οπτικές περιπέτειες του συγγραφέα και οι οποίες ανατρέπουν τα μέχρι τότε οπτικά και νοητικά δεδομένα τους.
 
 
Πάνω στο λόφο, ένας σκαντζόχερος μπαίνει και βγαίνει σε μια τεράστια άδεια γλάστρα. Είναι πολύ μεγάλη για το σώμα του η τετράγωνη γλάστρα, όμως αυτός επιμένει πως κάποτε θα καταφέρει να τη γεμίσει χωρίς τη βοήθεια κανενός.
«Με τα χρόνια μεγαλώνω, μεγαλώνω και κάθε φορά τη γεμίζω και λίγο περισσότερο», σκέφτεται
· «τότε θα ξεκουραστώ, σαν έρθει η μέρα που θα βουλώσω με το κορμί μου κάθε γωνιά».
Κι εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει στη γλάστρα.
Ποτέ δεν παίρνει είδηση απ’ ό,τι γίνεται γύρω του. Όχι πως είναι αδιάφορος. Είναι μονάχα αφοσιωμένος στο σκοπό του. Έπειτα είναι και κωφάλαλος.
Κάποτε όμως, με τα χρόνια, θα τη γεμίσει τη γλάστρα του, ακόμα κι αν χρειαστεί ν’ αλλάξει σχήμα και να γίνει τετράγωνος.  
 
 
Ο Ε.Χ. Γονατάς λέει ότι εκείνο που δεν λέει είναι αυτό που πρέπει να λέει: πρέπει να λέγεται εκείνο που είναι αδύνατον να ειπωθεί, όπως πρέπει να επιδιώκεται εκείνο που δεν θα προσεγγιστεί ποτέΕίναι δύσκολο να κρατήσει κανείς την ανοιχτή ερμηνευτική ομπρέλα της προετοιμασίας και να σταθεί στον τόπο που στεγάζεται κάτω από τα ανοικτά της ερωτήματα. Η πράξη και η δημιουργία έχουν έναν αφιλόξενο προθάλαμο όπου γίνεται η ηθική τους προετοιμασία. Γενναίος όποιος δέχεται να ζήσει τη ζωή του στον σκοτεινό αυτό θάλαμο.
 .

(Το 1998, η ντοκιμαντερίστρια Εύα Στεφανή, γύρισε ένα επεισόδιο του Παρασκηνίου αφιερωμένο στον Ε.Χ. Γονατά. Λίγο πριν τον θάνατο του, το 2006, τον επισκέφθηκε ξανά για ένα ακόμη πορτρέτο, – μικρότερο σε χρόνο -, κάτι ανάμεσα σε μια πραγματικότητα βγαλμένη λες από φαντασία και μια φαντασία σχεδόν ανατριχιαστικά πραγματική. Το ντοκιμαντέρ Η Επιστροφή του Ε.Χ. Γονατά, ακολουθεί τον Γονατά σε τρεις διαφορετικές περιόδους της ζωής του προσπαθώντας να αποτυπώσει τον ιδιαίτερο κόσμο του, την αγάπη του για τη φύση, την εμμονή του με το θάνατο).

 
Μπροστά μου υψωνόταν αγέρωχο, το πανάρχαιο δέντρο με τη χαλκοπράσινη φυλλωσιά. Μια βραχνή φωνή αντήχησε μες στην ψυχή μου.
Έπεσα στα γόνατα. Καθώς προσευχόμουν, είδα τα χέρια μου τ’ απλωμένα ικετευτικά, να φεύγουν απ’ τους ώμους μου και σαν περιστέρια να περνούν ψηλά φτερουγίζοντας και να χάνονται μέσα στα φουντωμένα κλαδιά που σκιρτούσαν.
 .
 .

Κείμενα γραμμένα σαν τη ζωή που περνάει αποσπασματικά μπροστά από τα μάτια εν είδει κινηματογραφικού τρέηλερ και με πείσμα για τη νιότη και τη ζωντάνια του λόγου.

 

Είμαι ξαπλωμένος στη μικρή γέφυρα. Μια τεράστια γαλάζια μολόχα φέγγει στο άσπρο χωράφι. Αρνιά σκύβουν στις ρίζες της και γλείφουν το χιόνι που τις σκεπάζει. Ο αγροφύλακας, με σκούφο στο κεφάλι και χοντρές μπότες, περνάει μπροστά μου, μουρμουρίζοντας αδιάκοπα την ίδια φράση σαν προσευχή: ” Η πιτυρίδα των δέντρων είναι τα πουλιά “.

 


Κείμενα σαν όνειρο και σαν ντελίριο χαράς και απόλαυσης, με μια παιδικότητα, μιαν αίσθηση του πρωτόγνωρου κι ένα προαίσθημα θανάτου να ενυπάρχει, προαίσθημα δωσμένο με χρώματα απαλά, σαν να είναι το αναπόφευκτο μια επικείμενη απόδραση.

Τρεις δεκάρες είναι πάντα προτιμότερες από ένα δάκρυ, όπως γράφει κι ο Λίχτενμπεργκ, μότο που υπάρχει στην προμετωπίδα της ομότιτλης συλλογής.

 

Μη ζητάτε ρολόι, δεν υπάρχει, γιατί, όπως σας εξήγησα, βρισκόμαστε σε μια βαθειά σπηλιά. Υπάρχει όμως το μεγάλο εκείνο μάτι μέσα στο πλεχτό κλουβί, υπάρχει και η καρδιά μου, που σημαίνει τις ώρες και σας οδηγεί μέσα από το σκοτάδι.

 

Βοηθήματα:
Περιοδικό Νέα Εστία (τχ.1755)
Ίβαν Γκολ – Ποιήματα (εκδ. Στιγμή)
Η λογοτεχνία του φανταστικού και το έργο του Ε.Χ.Γονατά, Ευαγγελία Σίντου, μεταπτυχιακή εργασία
Σινόπουλος Τάκης – Ε.Χ Γονατά: Η κρύπτη, Κριτική 4-5/ 1959
Περιοδικό Διαβάζω, Αφιέρωμα στον Ε. Χ. Γονατά τον Οκτώβρη του 2003
και διάφορα βιβλία του Ε. Χ. Γονατά

Φωτογραφίες – επιστολές:
ΕΚΕΒΙ
Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
blog monsieurcocosse