Φτιάξαμε τραγούδια αλλιώτικα, πιο κοινωνικοποιημένα
Μιλά η τραγουδίστρια Λήδα Χαλκιαδάκη.

Με τον Αντρέα Αγγελάκη γνωριστήκαμε τυχαία, σε κάποια παρέα – δε θυμάμαι ακριβώς. Στο πρώτο τραγούδι που κάναμε ως Λήδα και Σπύρος δεν είχαμε σκεφτεί να κάνουμε εμείς τη μουσική. Είπαμε στον Αγγελάκη να βάλει λόγια στο «El Condor Pasa», ένα παραδοσιακό περουάνικο τραγούδι. Κι εκείνος έγραψε το «Ας ήμουνα σπουργίτης να πετώ». Μας άρεσε πολύ ο στίχος και είπαμε: «Δε βάζουμε εμείς μια μουσική δική μας;» Και βάλαμε. Αυτό ήταν λοιπόν το πρώτο τραγούδι που φτιάξαμε οι τρεις μας. Και γρήγορα, ερχόταν το ένα τραγούδι μετά το άλλο. Βρισκόμασταν σε δημιουργικό πυρετό! Ήταν ένα μαγικό ταξίδι. Εκείνα τα χρόνια από τη μια ήταν δύσκολα, από την άλλη άνθιζε παντού στον πλανήτη το τραγούδι διαμαρτυρίας και η καλή ροκ μπαλλάντα.

Σπύρος Βλασσόπουλος, Λήδα Χαλκιαδάκη και Ανδρέας Αγγελάκης από το οπισθόφυλλο του δίσκου “Ηλεκτρικός Αποσπερίτης”

Ο Αντρέας Αγγελάκης ήταν ένα δυνατό κεφάλαιο και στη δική μας δημιουργική εποχή με το Σπύρο το Βλασσόπουλο, αλλά και στην παρέα. Ήταν μια μεγάλη παρέα, πολύ δυνατή, πολύ όμορφη για κάποια χρόνια. Ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ευαίσθητος, κάναμε παρέα και με τη Γεωργία, τη μετέπειτα σύζυγό του, εξαιρετική κοπέλα. Φτιάξαμε τραγούδια αλλιώτικα, πιο κοινωνικοποιημένα από την υπόλοιπη δουλειά του, την εξαιρετική, στην ποίηση, στη μετάφραση, στη στιχουργική. Οι στίχοι του που μελοποιήθηκαν από άλλους συνθέτες ήταν ερωτικοί – λυρικοί, σαν τα ποιήματά του. Με μας έκανε κοινωνικοποιημένο στίχο, στίχο διαμαρτυρίας. Άλλοτε βάζαμε ένα θέμα και όλοι μαζί δουλεύαμε το στίχο, άλλοτε μας έφερνε έναν ατόφιο στίχο, όπως «Οι μηχανές μου», φερ` ειπείν, που του έβαλα μουσική μέσα σε πέντε λεπτά! Μετά γέλαγα και έλεγα πως είναι πολύ αφελές τραγούδι. Μα όλοι ενθουσιάστηκαν και λέγανε ότι είναι καταπληκτικό! Ήταν και ο στίχος καταπληκτικός και τρομερά προφητικός – από το `72 πόσα χρόνια πέρασαν; Στις «Μηχανές» είχε προφητέψει με ένα πικρό χιούμορ αυτά που μέλλονταν να συμβούν. Δεν έχει ακόμα δικαιωθεί όσο θα `πρεπε, αυτό το τραγούδι. Σκεφτόμασταν τι τίτλο να βάλουμε στο δίσκο κι εγώ τότε σκέφτηκα κάτι που να εναρμονίζει την τεχνολογία με τη φύση, και πήρα από τους στίχους των «Μηχανών» τον «ηλεκτρικό αποσπερίτη».

Ο Ανδρέας Αγγελάκης με το Σπύρο Βλασσόπουλο (αρχείο Λήδας Χαλκιαδάκη)

Εκείνο που είναι το πιο εκπληκτικό είναι μία πολύ δυνατή πλευρά του Αντρέα που έκφρασε στο τραγούδι για τον «Μαυραγορίτη», που όταν μας το `φερε είχαμε μείνει άναυδοι. Ήτανε συγκλονιστικό και είναι ένα τραγούδι που έγραψε μεγάλη ιστορία στο Κύτταρο, όλη την εποχή του Πολυτεχνείου και μετά, στην πιο σκληρή χούντα, του Ιωαννίδη. Ήταν ένα τραγούδι φυσικά κομμένο από τη λογοκρισία – μετά τη μεταπολίτευση δισκογραφήθηκε – και ήτανε το τραγούδι που περίμεναν όλοι στο Κύτταρο για να το πούμε και να μην ακούγεται από τα πολλά χειροκροτήματα. Σε κάθε παράσταση ο κόσμος χειροκροτούσε – κι όποιος το `χει ζήσει μπορεί να το επαληθεύσει.
Κάναμε δύο δίσκους και μετά κάναμε άλλον έναν που είχε μέσα το «Έλα να δεις τον τόπο μου» από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του `74 και το «Μαυραγορίτη», που κι αυτός δεν είχε δισκογραφηθεί.
Θυμάμαι επίσης ότι ο Αντρέας ζωγράφιζε κιόλας – έχω ένα έργο του. Μετά εκείνος έμενε στον Πειραιά, εμείς στα Εξάρχεια – δε μπορούσαμε να βρισκόμαστε όσο πέρναγαν τα χρόνια. Έχω μια γλυκιά και ξεχωριστή ανάμνηση από τον Αντρέα.

 

Ήταν παντοδύναμη η ποίηση στη ζωή του
Μιλά η σκηνοθέτις Βαλεντίνη Λουρμπά (Θέατρο Εκάτη).

«Ειναι τόση η ομορφιά και η νεότητα που συναντάς! Είναι μια δοκιμασία. Πρέπει να έχεις ισχυρές άμυνες για να ισορροπήσεις» μου είχε πει ο Ανδρέας για την Μύκονο, που κάθε καλοκαίρι περνούσε τις διακοπές του με την γυναίκα του Γεωργία, κι εκείνη φορούσε τα σπορ φορέματά της, δημιουργίες της Λουκίας, που θα αναδείκνυαν το ωραίο πρόσωπό της, και θα διασκέδαζε με την Μαργαρίτα Μπακοπούλου Ξαρχάκου και τους φίλους της. Και επέστρεφε χαρούμενος και δυνατός για να διαπληκτισθεί με τον ανυπάκουο και ατίθασο μικρό Αργύρη, που υπερβολικά αγαπούσε και επισταμένα παρακολουθούσε. Αρχές Σεπτεμβρίου έκανε τις ετήσιες ιατρικές εξετάσεις του, έπαιρνε τα καλά αποτελέσματα και άρχιζε τη δουλειά στο σχολείο και τις λογοτεχνικές του δραστηριότητες.

Η Βαλεντίνη Λουρμπά, ο Ανδρέας Αγγελάκης και η Ρούλα Κακλαμανάκη, στο σπίτι της πρώτης, Ζαΐμη 11 στα Εξάρχεια, 10 Φεβρουαρίου 1990. (αρχείο Β. Λουρμπά)

Τον Ανδρέα Αγγελάκη τον γνώρισα το 1984 στο σαλόνι του Τάσου Κόρφη. Γνώρισα επίσης εκείνο το βράδυ τον Πεντζίκη και την Καρέλλη, παρευρίσκοντο επίσης οι φίλοι μου Φωστιέρης, Βαρβέρης, Καραβασίλης, Γκιμοσούλης και Βαβούρης, εμβληματικά πρόσωπα της νεότητάς μου, που ηχούσαν μαγικά μέσα μου. Με τον Ανδρέα ανταλλάξαμε τηλέφωνα και μας συνέδεσε ουσιαστική φιλία. Μου φερόταν ευγενικά και ρωμαλέα. Με συμβούλευε και με προστάτευε. Είχε πολύ έντονη προσωπικότητα και ήταν ευάλωτος στα αισθήματα. Καθώς τότε κυριαρχούσαν οι ποιητές στην ζωή μου, είχα γράψει στίχους από ποιήματα στους τοίχους, ποιητών που συνομιλούσα συχνά μαζί τους. Μια φορά με στενοχώρησε και έσβησα το δικό του. Κι όταν το είδε στεναχωρήθηκε πολύ!
Ήταν άνθρωπος με ανωτερότητα, ήθος και έντονη προσωπικότητα. Ήταν αφοσιωμένος και θαύμαζε τους ανθρώπους της ποίησης. Ήταν παντοδύναμη η ποίηση στη ζωή του. Φίλος του ακριβός ήταν ο Γιώργος Ιωάννου και ο Βαβούρης ασκούσε περίεργη γοητεία επάνω του: ενώ του κακοφερόταν, ο Αγγελάκης το παρέβλεπε. Το να πιεί έναν καφέ με έναν ποιητή το θεωρούσε τύχη και κάτι πολύ σπουδαίο! Τους έβαζε φωτοστέφανο, τους έκανε τεράστιους. Τον ενθουσίαζε που δίδασκε λογοτεχνία στη σχολή θεάτρου Θεοδοσιάδη.
Ήταν παντρεμένος με την ψυχίατρο Γεωργία Φερλέμη, την οποία σεβόταν, εκτιμούσε πολύ και θαύμαζε, αν και συγκρούοντο οι έντονες προσωπικότητές τους. Από παιδιά έλεγαν ότι θα παντρευτούν και το τήρησαν. Ζούσαν σε ξεχωριστά σπίτια. Η Γεωργία πέθανε ξαφνικά από καρδιά το 2007.

Η Βαλεντίνη Λουρμπά ο Ανδρέας Αγγελάκης, και παραδίπλα ο Γιώργος Καραβασίλης, στο σπίτι της πρώτης, Ζαΐμη 11 στα Εξάρχεια (αρχείο Β. Λουρμπά)

Ο Αγγελάκης πέθανε τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου του 1991. Ήτανε μια τεράστια κηδεία, με απέραντη συγκίνηση. Ήταν πολλοί λογοτέχνες και πολλοί μαθητές του. Υπήρχε σιωπή και ο πόνος και η θλίψη δέσποζαν. Είχε νοσηλευθεί στο αντικαρκινικό, στον Άγιο Σάββα. Μου τηλεφώνησε μια μέρα και μου είπε: «Φέρε λίγο λαπά στη μάνα μου γιατί έχει στομαχικό πρόβλημα». Και όταν πήγα είδα τις νοσοκόμες και την μάνα του με μάσκες. Ο ίδιος μου είπε να μην τον πλησιάσω. Και μια άλλη μέρα που του τηλεφώνησα να πάω να τον δω στο σπίτι του, μου είπε: «Μην έρθεις. Δε θα με γνωρίσεις. Δεν είμαι αυτός που ξέρεις.»
Μετά την κηδεία η γυναίκα του Γεωργία κάλεσε τον φίλο του Γιάννη Τέκερ, την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ και εμένα και μαζί με το μικρό Αργύρη και τον πατέρα της φάγαμε ψαρόσουπα. Ο Αργύρης, εντυπωσιασμένος από τη στιβαρή προσωπικότητα του πατέρα του, έλεγε ότι θα του μοιάσει.
Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν ότι ακόμα και στα τελευταία του ο Αντρέας είχε πάντα την έγνοια για το γιο του, και, αν και ανήμπορος, επέμενε να τον πηγαινοφέρνει ο ίδιος στο σχολείο.

 

Ένας ποιητής της γραφής των αγαλμάτων
Μιλά ο ποιητής Γιώργος Χρονάς

Oταν έκανα διανομή της «Οδού Πανός» τα πρώτα χρόνια, από την Κηφισιά ως τον Πειραιά, έφτασα ένα απόγευμα στις 7 η ώρα στην Καλλίπολη του Πειραιά, όπου υπήρχε ένα ωραίο βιβλιοπωλείο, και συνάντησα τον Αγγελάκη, ο οποίος έμενε σε ένα κάθετο στενό. Ήταν Πειραιώτης, και δάσκαλος και κάτοικος. Μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι, εσύ, ποιητής άνθρωπος, να διανέμεις σαν εργάτης τα περιοδικά σου;» Του λέω: «Αυτό μ` αρέσει πολύ. Άσε με στη δουλειά μου!»

Μένης Κουμανταρέας, Πάνος Ξένος, Ανδρέας Αγγελάκης, Γιώργος Χρονάς, Φώτης Παπαδόπουλος. Καφενείον – Γαλακτοπωλείον Βρετάνια, Ομόνοια (από το τεύχος 93-94 της Οδού Πανός)

Κι άλλο ένα επεισόδιο θα περιγράψω. Φιλοξενούσα στο σπίτι μου το Γιώργο Δανιήλ, καθηγητή της ελληνικής στον Καναδά, και πήγαμε σε μια ταβέρνα στον Πειραιά, με την προοπτική να συναντήσουμε τον Αγγελάκη. Ήταν μια ταβέρνα που δεν υπάρχει τώρα, κάτω από το Μεταξά, το αντικαρκινικό νοσοκομείο. Κάποια στιγμή πέρασε μπροστά απ` την ταβέρνα μια σκύλα με κατεβασμένα τα στήθη της, και μετά από λίγο ήρθε στο τραπέζι μας ο Αγγελάκης, που το σπίτι του δεν ήταν ούτε ένα τέταρτο από κει. Κι αρχίσαμε να μιλάμε, ήταν η εποχή που ο Αγγελάκης πήγαινε στη Νέα Υόρκη για διακοπές, κάνοντας οικονομίες όλο το χρόνο. Ήταν η αγαπημένη του πόλη η Νέα Υόρκη. Και είχα πληροφορηθεί ότι πήγαινε στα λουτρά από το πρωί και έφευγε το βράδυ. Τόσο πολύ του αρέσανε τα αμερικάνικα χαμάμ! Κάποια στιγμή ακούσαμε φρεναρίσματα και σκυλίσια φωνή. Ένα αυτοκίνητο είχε σκοτώσει τη σκύλα που είχε γεννήσει στα βράχια της Πειραϊκής. Και τα σκυλιά αυτά θα ήταν πια αδέσποτα. Δε θα `χαν τη μητέρα τους να τα ταΐσει. Και είδαμε αυτό το δράμα: από τη μια μεριά διηγήσεις Νέας Υόρκης, από την άλλη τη φωνή μιας σκύλας που πεθαίνει και αφήνει τα μικρά της μες στα βράχια, χωρίς μητέρα.
Μετά από λίγο καιρό πληροφορήθηκα το θάνατο του Αγγελάκη. Είχα διαβάσει τα ποιήματά του και μου άρεσαν και για τον τρόπο που γραφόντουσαν, γιατί ήταν στη γραμμή του Καβάφη και ήταν πιο μπροστά απ` αυτά, με την έννοια του έρωτα των αγαλμάτων, όπως θα τον ονόμαζα. Άλλος ένας ποιητής της ιδιαίτερης γραφής, δεν είναι πια μεταξύ μας. Και οι γραφές αυτές εκλείπουν σιγά σιγά. Κι έχω πει: θα μπουν κάποτε οι φύλακες στα μουσεία και τ` αγάλματα θα έχουν πέσει από τα βάθρα τους γιατί δε θα υπάρχει η ανάλογη τέχνη να τα στηρίξει.
Εννοώ την τέχνη της ομορφιάς και του έρωτα, που σ` αυτά τ` αγάλματα συνυπήρχαν.

 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: