«Ο Αντώνης Αντωνάκος γράφει.» Αυτή νομίζω είναι η μόνη πληροφορία που θα `θελε κι ο ίδιος να τεθεί εδώ. Και για όσους δεν τον ξέρουν, θα πω ότι μερικά από τα έργα που έχει εκδώσει είναι η «Μουσική των αγρών», ο «Καλός Λύκος» και η «Μυθολογία των ανώνυμων κοριτσιών», ενώ για πάνω από δέκα χρόνια διατηρεί το blog «Αδέσποτος Σκύλος».
Είπαμε να μιλήσουμε ένα βράδυ που θα `χουμε όρεξη για κουβέντα. Κι αυτό το βράδυ δεν άργησε να βρεθεί.

Σου άρεσε το μήνυμά μου τ` απόγευμα;
Ωραίο ήταν. Αυτό για τον ήλιο και τη νύχτα δε λες;

Ναι. Σου έγραψα: «Θα σε πάρω αργότερα, που θα `χει πέσει κι ο ήλιος κι η νύχτα – πώς γίνεται ο ήλιος κι η νύχτα να πέφτουν μαζί;». Θα μπορούσε να είναι ποίηση αυτό; Ή είναι λογοπαίγνιο;
Τι πάει να πει ποίηση – λογοπαίγνιο; Και ποίηση και λογοπαίγνιο. Μπορεί να είναι και τα δύο.

Ποιος το κρίνει τελικά;
Θα το κρίνει αυτός που το διαβάζει. Κάποιος θα το δει ως λογοπαίγνιο, κάποιος ως εξυπνάδα, κάποιος ως ποίηση.

Υπάρχει αντικειμενικότητα στην ποίηση, στο τι είναι ποίηση;
Δεν το ξέρω. Μπορεί να υπάρχει. Εγώ δε βρήκα.

Κάπου λες «είναι επικίνδυνο το παιχνίδι της ποιήσεως». Είναι παιχνίδι η ποίηση;
Εννοείται! Είναι ένα παιχνίδι το οποίο το συνεχίζουμε. Το παίζαμε από μικροί και δεν το αφήσαμε, δεν το παρατήσαμε στα χέρια άλλων. Το `χουμε ακόμα στα χέρια μας.

Είναι ένα παιχνίδι που όλοι οι άνθρωποι παίζουν κάποια στιγμή – και κυρίως στην εφηβεία;
Είναι ένα παιχνίδι που όλοι οι άνθρωποι παίζουν με διαφορετικό τρόπο. Στις κουβέντες πολλών ανθρώπων ακούς αυτή την ανάγκη. Αλλά κάποιοι την εκφράζουν με πιο βάρβαρο τρόπο: με το γράψιμο.

Είναι βάρβαρο το γράψιμο;
Είναι! Αιώνες τώρα, όσοι γράφανε ξέρανε ότι απ` έξω είναι ζωή κι από μέσα είναι κάτι άλλο.

Λες κάπου «έσκαψα τα λόγια σου μα δε βρήκα τίποτα». Άρα αυτός που τα `γραψε τα λόγια δεν πρέπει να ήταν πολύ βάρβαρος.
Ίσως αυτή είναι η βαρβαρότητα που ζούμε σήμερα. Αυτό είναι το πρόβλημα: σκάβουμε και δε βρίσκουμε.

Γιατί το εντοπίζεις στο σήμερα; Παλιά ήταν αλλιώς τα πράγματα;
Κοίταξε να δεις, τα παλιά δεν τα `ζησα, γι` αυτό είμαι καχύποπτος για τα παλιά. Αλλά σίγουρα ήταν αλλιώς. Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα.

Στο γράψιμο ή στη ζωή;
Στη ζωή. Η ανθρωπότητα εξελίσσεται. Έχει προβλήματα και συγκρούσεις. Αυτή τη βαρβαρότητα θα την περιγράψουμε έτσι κι αλλιώς. Είναι μπροστά μας. Είναι στο πιάτο μας. Είναι στο οπτικό μας πεδίο.

Το Αγρίνιο όμως, όπου ζεις εσύ, είναι μια πόλη λιγότερο βάρβαρη – ή είναι λάθος αυτό που λέω;
Νομίζω ότι και σε ένα χωριό αν ζεις σήμερα, «απομονωμένος», τη ζεις τη βαρβαρότητα. Οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Δεν είναι μια εποχή που έχει την αθωότητα της απόστασης. Σκέψου, παλιότερα βλέπαμε έναν Πρωθυπουργό, έναν Πρόεδρο, σαν κάτι ξωτικό. Τώρα είναι ξεβράκωτος! Τον έχουν ξεβρακώσει μπροστά τους. Είναι τσίρκο πια.

Συνήθως μιλάμε για τη βαρβαρότητα που επικρατεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Εγώ θεωρώ πως και τα χωριά του Παπαδιαμάντη εξίσου βάρβαρα ήταν – με διαφορετικό ίσως τρόπο. Ως κλειστές κοινωνίες, με τις εξουσιαστικές σχέσεις που αναπτύσσονταν ανάμεσα στους κατοίκους.
Αυτή ήταν η βαρβαρότητα που είχε να κάνει με δύο πράγματα: με το φυσικό ένστικτο και με τα μέσα εξουσίας. Ο άνθρωπος δεν είχε δει τόσα πράγματα και ζούσε απομονωμένος μέσα σ` αυτό το Κωσταλέξι. Μετά βγήκε. Έκανε την επανάστασή του. Έφυγε από το χωριό. Έκανε την πορεία του. Σήμερα, όπου και να ζει, ο άνθρωπος ως είδος είναι είδος της πόλης.

Λόγω του ίντερνετ κυρίως; Επειδή μπορεί να έχει πρόσβαση παντού;
Το ίντερνετ είναι το αποτέλεσμα της κατάστασης. Ναι.

Εσύ πώς μπορείς να ζεις σε μια επαρχιακή πόλη, έχοντας αποδεχτεί ή επιβάλει ή προβάλλοντας – δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό ρήμα – την ιδιότητα του ποιητή;
Αυτή η «ιδιότητα του ποιητή» δε μου λέει τίποτα, δεν ξέρω τι είναι αυτό. Συνήθως αυτή την ταμπέλα σού τη βάζουν τιμητικά – υποτίθεται – οι άλλοι. Σου την κολλάνε από πίσω, στην πλάτη, όπως κολλάγαμε στους καθηγητές χαρτάκια.

Σ` ένα ποίημά σου λες «αν ξύσεις λίγο τις ποιητικές μου ιδέες, θα βρεις τον τρελό του χωριού». Νιώθεις έτσι εσύ;
Μα ναι! Ακριβώς αυτό νιώθω! Ο τρελός του χωριού ήταν αυτός που παρατηρούσε, που γυρνούσε συνέχεια μέσα στην αγορά και άκουγε. Ήταν αυτός που άκουγε παραμύθια, που άκουγε ιστορίες, που έπαιρνε μάτι. Βέβαια, τα κράταγε για τον εαυτό του…

Τα μεγάλα αστικά κέντρα δεν έχουν περισσότερους τρελούς;
Τα μεγάλα αστικά κέντρα έχουνε μουγκούς τρελούς, φιμωμένους. Αυτό είναι το πρόβλημα. Ενώ η επαρχία έχει τρελούς που φωνάζουνε στο δρόμο, που γελάνε.

Εσύ όμως συμπεριφέρεσαι σαν τρελός αστικού κέντρου.
Ακριβώς. Αυτό είναι θέμα διαπαιδαγώγησης, θέμα χαρακτήρα, θέμα παραξενιάς.

Είσαι από τους πιο παλιούς bloggers και το blog σου το ενημερώνεις πολύ συχνά. Ποια ανάγκη σού καλύπτει;
Τα blogs έδωσαν την ελευθερία σε πολλούς από μας να εκτεθούμε, ενώ δεν είχαμε κάποιον άλλο τρόπο. Γνωρίσαμε ανθρώπους, διαβάσαμε, ακούσαμε, γνωρίσαμε φίλους, ήταν ένα ωραίο πείραμα, με ενδιαφέρον. Μιλάω για τη χρήση του μέσου που κάναμε.

Δε θεωρείς ότι έχει ξεπεραστεί από το facebook;
Το facebook και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κάτι διαφορετικό. Το blog είναι η φωνή σου. Είχε άλλου είδους αλληλεπίδραση. ‘Ήταν κατά κάποιο τρόπο μια ψηφιακή εφημερίδα.

Γράφεις κάθε μέρα;
Γράφω κάθε μέρα, ναι.

Πώς κρίνεις αν κάτι πρέπει να δημοσιευτεί αμέσως στο blog ή πρέπει να μείνει στο πλάι, να ξαναδουλευτεί και να ενταχθεί ενδεχομένως σε ένα ευρύτερο κείμενο και να τυπωθεί κάποια στιγμή;
Το κάνω κι αυτό. Το blog είναι δείγμα δωρεάν. Έχω πολλά άλλα πράγματα από πίσω. Γράφω περισσότερο από έξη, από παραξενιά.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο διάστημα που έχεις μείνει χωρίς να γράψεις λέξη;
Δυο βδομάδες. Και στα ταξίδια δε μ` αρέσει να γράφω.

Πρόσφατα βγήκαν οι «Ελαιώνες» από τα «χείλια λουλούδια». Πώς προέκυψε η συνεργασία σας;
Η ιστορία αυτή ξεκίνησε πριν δυο χρόνια. Μόλις πρόσφατα εκδόθηκε το cd.

Πώς σου φάνηκε αυτή η περιπέτεια;
Η μουσική για μένα είναι κάτι ανώτερο. Είναι μια γλώσσα που δεν πιάνεται εύκολα.

Είχες σκεφτεί ποτέ ότι θα ήθελες να γίνει μια μουσική δουλειά πάνω στους στίχους σου; Το `χες σαν απωθημένο;
Είχε περάσει από το μυαλό μου, αλλά δεν το περίμενα, δεν το πίστευα. Απλά έγινε. Ο Ηρακλής Ιωσηφίδης πήρε ποιήματα από τα βιβλία μου κι έκανε τους «Ελαιώνες».

Ουσιαστικά έχει φτιάξει κάποια ηχητικά τοπία παίζοντας μόνο ο ίδιος και απαγγέλλει πάνω σ` αυτά. Τέθηκε καθόλου το ζήτημα να απαγγείλεις εσύ αντί γι` αυτόν;
Όχι, όλο αυτό είναι δουλειά του Ηρακλή. Είναι αποκλειστικά δικό του. Είναι αυτό που ένιωσε, αυτό που βίωσε με την ανάγνωση των στίχων μου.

Είναι πολύ ατμοσφαιρικό και θεωρώ πως ταιριάζει στην ποίησή σου.
Είχε την ανάγκη μουσικά να κάνει ιστορία το κάθε ποίημα, να το αφηγηθεί.

Θα σου άρεσε να μελοποιηθούν τα ποιήματά σου ως τραγούδια;
Ωραίο θα `ταν. Ξέρεις, γράφοντας, διαβάζω το ποίημα και του βάζω κι εγώ μια μουσική. Αφού το γράψω, το απαγγέλλω για μένα, να δω πώς ακούγεται, να βρω το ρυθμό του. Ακούω τη μουσική του, αλλά ως εκεί. Θέλω να ακούγεται, όταν το διαβάζει κάποιος, όπως το ακούω εγώ.

Έχεις μεταφραστεί ποτέ;
Έχουν μεταφραστεί κάποια ποιήματά μου. Αγγλικά, γαλλικά, νορβηγικά και βουλγάρικα από το Χρήστο Χαρτοματσίδη.

Θεωρείς ότι μπορεί να μεταφραστεί η ποίηση;
Μπορεί, αλλά βλέπω ότι αυτοί που μπορούν να μεταφράσουν ποίηση και να το ευχαριστηθείς, είναι οι ποιητές μόνο – και δεν είναι τυχαίο. Δεν έχει σημασία αν είναι καλοί, μέτριοι. Οι ποιητές έχουν μέσα τους το ρυθμό, βρίσκονται σε καλύτερο επίπεδο στη μετάφραση. Παράδειγμα, τον Ελυάρ τον διάβασα από τον Ελύτη. Τον διάβασα μετά και στα γαλλικά και είδα ότι η μετάφρασή του ήταν πολύ κοντά σ` αυτό που ήθελε να πει ο Ελυάρ. Και ο Μπρετόν από τον Εμπειρίκο.

Δε μου `ρχεται να σε ρωτήσω τίποτ` άλλο. Νιώθω σα να μην κάνουμε συνέντευξη αλλά μια συνομιλία περί ανέμων και υδάτων.
Κάποτε έλεγα μ` ένα φίλο να κάνουμε ένα blog που να έχει μόνο καθημερινές συνομιλίες. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Επίσης μου άρεσε που μου είπες ότι δε σου αρέσουν οι συνηθισμένες συνεντεύξεις κι ότι η πρώτη ερώτηση που θα ήθελες να μου κάνεις είναι «Δηλαδή τώρα εσύ περνιέσαι για ποιητής;».

Δεν σου την έκανα όμως! Φοβήθηκα λίγο. Πώς θα το `παιρνες; Δεν είναι λίγο προσβλητικό;
Όχι! Θα σου `λεγα ότι αυτή την ερώτηση θα μπορούσε να την κάνει ο Θανάσης Λάλας στη Κική Δημουλά.

Ε, αφού προκαλείς, θα σε ρωτήσω στα σοβαρά: Λοιπόν, εσύ τώρα περνιέσαι για ποιητής;
Εγώ λέω – όταν με ρωτάνε – ότι γράφω απλώς. Μέχρι εκεί. Να πω εγώ ότι είμαι ποιητής; Είναι ανήκουστο! Ο ποιητής είναι τίτλος τιμής. Τον δίνει η πολιτεία. Λέμε ότι ο Ευριπίδης είναι ποιητής. Τι ποιητής είμαι εγώ; Αρχίδια ποιητής είμαι!

Ένας σημερινός ποιητής πρέπει να περιμένει κι αυτός 2.500 χρόνια για να αναγνωριστεί;
Νομίζω πως και μετά από άλλα 2.500 χρόνια, πάλι ο Ευριπίδης θα θεωρείται ποιητής.

Θες να μιλήσουμε για τη δουλειά σου, την οικογένειά σου και τέτοια;
Ποιον ενδιαφέρουν αυτά; Εμένα μ` αρέσει που εσείς έχετε δημιουργήσει έναν πυρήνα που θέλει να γίνει κέντρο. Δεν έχει τη φιλοδοξία απλώς να απλώσει. Αυτό που έχετε στήσει έχει φοβερό ενδιαφέρον για μια χώρα σαν την Ελλάδα.

Όταν πρωτομιλήσαμε μου `πες ότι θα μου κάνεις κι εσύ ερωτήσεις, μα δε με ρώτησες τίποτα.
Αυτό προσπαθώ να κάνω τώρα, γι` αυτό ξεκίνησα να μιλάω για το ΑΣΣΟΔΥΟ. Μου κάνει εντύπωση τ` όνομά σου, Χαρίλαος Τρουβάς, ακούγεται πολύ εξωτικό.

Το Χαρίλαος συνηθίζεται στην Καρδίτσα – κι ο Φλωράκης από κει ήταν. Όσο για το Τρουβάς, η γνωστή οθωμανική λέξη (ντορβάς, τορβάς κι άλλες παραφθορές).
Είδες αυτό το ρευστό της γλώσσας; Τι αρχαία Ελλάδα, τι Βυζάντιο, τι τουρκοκρατία! Η γλώσσα τα `χει όλα. Ό,τι βγαίνει από το σώμα σου σ` το βγάζει η γλώσσα – αυτό είναι το φοβερό. Η γλώσσα είναι και όπλο, είναι και χάδι.

Κι εσύ δε φαίνεσαι να φοβάσαι καθόλου τις κακές λέξεις.
Όχι μωρέ, γιατί να τις φοβάμαι; Υπάρχουν κακές λέξεις; Είναι κακή η λέξη «μουνί»;

Εξαρτάται από τις φιλοδοξίες που έχει κανείς. Αλήθεια, τι φιλοδοξίες μπορεί να έχει ένας ποιητής;
Αν έχει φιλοδοξίες ο ποιητής, τη γάμησε!