27.03.24

Αλέξης Ακριθάκης

Ο αντισυμβατικός της μεταπολεμικής αθηναϊκής τέχνης μέσα από ιστορίες και σημειωματάρια
της Μαριαλένας Καζαντζή

Ένα από τα πιο ανήσυχα πνεύματα της γενιάς του, ιδιοφυής και εκκεντρικός, έφηβος «ταραξίας», καίτοι αστικής παιδείας και καταγωγής, ο Αλέξης Ακριθάκης επηρέασε καταλυτικά τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας της εποχής του εντός και εκτός συνόρων, ως ο γνησιότερος ίσως εκπρόσωπος του μοντερνισμού του ύστερου 20ου αιώνα.

Παιδί της χούντας, φεύγει το ‘68 για το Βερολίνο, με υποτροφία της D.A.A.D και ένα χρόνο αργότερα αποκτά την κόρη και μούσα του, Χλόη Geitmann Ακριθάκη.
Η Χλόη είναι το «αντίδοτό» του, στις σκοτεινές περιόδους της ζωής του, τους σκληρούς του εθισμούς, τον εκτροχιασμό του. Της διηγείται τις ιστορίες του, φυσά πνοή μέσα απ’ αυτές στο παιδικό της δωμάτιο, ανασταίνει τους τοίχους του.
Η ζωγραφική του Ακριθάκη κινείται στα υψίπεδα της ποιήσεως. Είναι συμβολική, αφηγηματική, μια εικόνα βιωμένη, ή λέξεις αποτυπωμένες σε σχέδιο. Η στενή επαφή του με σύγχρονούς του ποιητές και λογοτέχνες, των οποίων τα βιβλία εικονογραφεί, με τον κύκλο του ριζοσπαστικού περιοδικού «Πάλι» κι αργότερα με τον Τζιακομέττι και τον Μπέκετ, σφραγίζουν τη διάπλαση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας και του πρωτότυπου εικαστικού του ύφους.

Ο λόγος κατακτά εξέχουσα θέση στο έργο του. Τα σχέδιά του είναι σχέδια ακραιφνούς λυρισμού, σύνθεσης και αποσύνθεσης. Η εμβληματική βαλίτσα του ένα λάβαρο φυγής, μια υποσημείωση, αγώνας και αγωνία, ωδή στο ανεκπλήρωτο. Έχει κι άλλα σύμβολα-μανιέρες, τα πουλιά, τις ρόδες, τα ελικόπτερα, όλα πάντα πλαισιωμένα από διαγράμματα σε μια ευλαβική «χορογραφία» χρωμάτων.
Η πιο κρίσιμη φάση της ζωής του είναι τα χρόνια που περνά στο Δρομοκαΐτειο, λόγω των υποτροπών της αποτοξίνωσης και τη γενικότερη καθίζηση της υγείας του. Αυτό ωστόσο δε στέκεται ικανό να ακρωτηριάσει τη δημιουργικότητά του. Το τετράδιο με τα σχέδια των τροφίμων του ψυχιατρείου, που περιλαμβάνει 61 προσωπογραφίες, καθώς και μια σειρά με θέμα τα λουλούδια, έρχεται να προστεθεί στο ήδη μέχρι τότε βαρυσήμαντο έργο του.

Η τέχνη του απεκδύεται πολιτικές αναφορές και κοινωνικά σχόλια, είναι περισσότερο θα λέγαμε, μια διαλεκτική σε πολύχρωμο φόντο, μια γραμμική ελεγεία. Οι τέμπερες περιφράζουν τις λέξεις, τις κάνουν ζωγραφιές παιδικές, πλημμυρισμένες από ένστικτο και πρωτόγονη αθωότητα.
«Η αναπαράσταση δεν είναι μόνο τεχνική. Είναι οραματισμοί, εμπειρίες θανάτου, μεταμορφώσεις και αναγεννήσεις, βαθιά λατρεία παλλόμενη από αληθινή συγκίνηση μέσα σ’ ένα όργιο από χρώματα και σχήματα» γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης στον κατάλογο της πρώτης ατομικής του έκθεσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, το 1965.

Ο Ακριθάκης δεν πολυλογεί ακκιζόμενος. Είναι σκαπανέας, ιδιόρρυθμος, αυτοκαταστροφικός, μα κυρίως ένας τρυφερός αντάρτης της τέχνης.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1994 άφησε τα εγκόσμια και εμάς με λιγότερες ελπίδες χρώματος.

«Σχεδιάζοντας ζεις το σχέδιο
Κλαις μαζί του
Πεθαίνεις μαζί του
Ερωτεύεσαι. Και περιμένεις
το σχέδιο που θα σε σκοτώσει»

 


οι φωτογραφίες ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της Χλόης Geitmann Ακριθάκη

Μαριαλένα Καζαντζή
μπορούμε να διακόψουμε για πέντε λεπτά; θέλω να κλάψω.

Αλέξης Ακριθάκης

Ο αντισυμβατικός της μεταπολεμικής αθηναϊκής τέχνης μέσα από ιστορίες και σημειωματάρια
της Μαριαλένας Καζαντζή

Ένα από τα πιο ανήσυχα πνεύματα της γενιάς του, ιδιοφυής και εκκεντρικός, έφηβος «ταραξίας», καίτοι αστικής παιδείας και καταγωγής, ο Αλέξης Ακριθάκης επηρέασε καταλυτικά τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας της εποχής του εντός και εκτός συνόρων, ως ο γνησιότερος ίσως εκπρόσωπος του μοντερνισμού του ύστερου 20ου αιώνα.

Παιδί της χούντας, φεύγει το ‘68 για το Βερολίνο, με υποτροφία της D.A.A.D και ένα χρόνο αργότερα αποκτά την κόρη και μούσα του, Χλόη Geitmann Ακριθάκη.
Η Χλόη είναι το «αντίδοτό» του, στις σκοτεινές περιόδους της ζωής του, τους σκληρούς του εθισμούς, τον εκτροχιασμό του. Της διηγείται τις ιστορίες του, φυσά πνοή μέσα απ’ αυτές στο παιδικό της δωμάτιο, ανασταίνει τους τοίχους του.
Η ζωγραφική του Ακριθάκη κινείται στα υψίπεδα της ποιήσεως. Είναι συμβολική, αφηγηματική, μια εικόνα βιωμένη, ή λέξεις αποτυπωμένες σε σχέδιο. Η στενή επαφή του με σύγχρονούς του ποιητές και λογοτέχνες, των οποίων τα βιβλία εικονογραφεί, με τον κύκλο του ριζοσπαστικού περιοδικού «Πάλι» κι αργότερα με τον Τζιακομέττι και τον Μπέκετ, σφραγίζουν τη διάπλαση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας και του πρωτότυπου εικαστικού του ύφους.

Ο λόγος κατακτά εξέχουσα θέση στο έργο του. Τα σχέδιά του είναι σχέδια ακραιφνούς λυρισμού, σύνθεσης και αποσύνθεσης. Η εμβληματική βαλίτσα του ένα λάβαρο φυγής, μια υποσημείωση, αγώνας και αγωνία, ωδή στο ανεκπλήρωτο. Έχει κι άλλα σύμβολα-μανιέρες, τα πουλιά, τις ρόδες, τα ελικόπτερα, όλα πάντα πλαισιωμένα από διαγράμματα σε μια ευλαβική «χορογραφία» χρωμάτων.
Η πιο κρίσιμη φάση της ζωής του είναι τα χρόνια που περνά στο Δρομοκαΐτειο, λόγω των υποτροπών της αποτοξίνωσης και τη γενικότερη καθίζηση της υγείας του. Αυτό ωστόσο δε στέκεται ικανό να ακρωτηριάσει τη δημιουργικότητά του. Το τετράδιο με τα σχέδια των τροφίμων του ψυχιατρείου, που περιλαμβάνει 61 προσωπογραφίες, καθώς και μια σειρά με θέμα τα λουλούδια, έρχεται να προστεθεί στο ήδη μέχρι τότε βαρυσήμαντο έργο του.

Η τέχνη του απεκδύεται πολιτικές αναφορές και κοινωνικά σχόλια, είναι περισσότερο θα λέγαμε, μια διαλεκτική σε πολύχρωμο φόντο, μια γραμμική ελεγεία. Οι τέμπερες περιφράζουν τις λέξεις, τις κάνουν ζωγραφιές παιδικές, πλημμυρισμένες από ένστικτο και πρωτόγονη αθωότητα.
«Η αναπαράσταση δεν είναι μόνο τεχνική. Είναι οραματισμοί, εμπειρίες θανάτου, μεταμορφώσεις και αναγεννήσεις, βαθιά λατρεία παλλόμενη από αληθινή συγκίνηση μέσα σ’ ένα όργιο από χρώματα και σχήματα» γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης στον κατάλογο της πρώτης ατομικής του έκθεσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, το 1965.

Ο Ακριθάκης δεν πολυλογεί ακκιζόμενος. Είναι σκαπανέας, ιδιόρρυθμος, αυτοκαταστροφικός, μα κυρίως ένας τρυφερός αντάρτης της τέχνης.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1994 άφησε τα εγκόσμια και εμάς με λιγότερες ελπίδες χρώματος.

«Σχεδιάζοντας ζεις το σχέδιο
Κλαις μαζί του
Πεθαίνεις μαζί του
Ερωτεύεσαι. Και περιμένεις
το σχέδιο που θα σε σκοτώσει»

 


οι φωτογραφίες ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της Χλόης Geitmann Ακριθάκη

Μαριαλένα Καζαντζή
μπορούμε να διακόψουμε για πέντε λεπτά; θέλω να κλάψω.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ