Θα χαρακτήριζα τα έργα του Βελώνη ως διαδρομές. Διαδρομές οικόσιτες στην πολιτική της μνημειακής καθημερινότητας. Η γλυπτική του ανήκει στην μοντερνικότητα, στο ασαμπλάζ. Τα έργα του ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, όσο αυτός συναρμολογεί τα θέματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής παράδοσης σε σχέση με τις θεωρίες της αισθητικής avant-garde.

Η δουλειά του Βελώνη οριοθετεί τον κομμουνισμό και τον μοντερνισμό ως τόπους ουτοπίας, ανοίγοντας με τα γλυπτά του νέα μονοπάτια ανάγνωσης των Ρώσων κονστρουκτιβιστών όπως ο Τatlin,  η Popova ή ο Klucis. Η δουλειά του δεν ακολουθεί την επικαιρότητα. “Η Τέχνη δε γίνεται να απολογείται για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας”, μου λέει.

Ο πολιτικός λόγος των έργων του έχει οντολογικά χαρακτηριστικά· τη σύγκρουση του κοινωνικού εγώ με τους ρόλους και τις συμβάσεις. Ενδιαφέρεται προς μια κατεύθυνση που δεν αφορά τον πολιτικό λόγο της δημόσιας πλατείας ή της επίσημης δημόσιας ιστορίας. Τον ενδιαφέρουν οι εκδοχές μιας πολιτικής που βιώνουμε μέσα στον οίκο μας ή οι ματαιώσεις που βιώνει το άτομο σε σχέση με το σύνολο της κοινωνίας.

Κι ενώ η σύγκρουση του ατόμου με την κοινωνία, όπου το άτομο κρατά το δικό του λόγο βιώνοντας τον περιορισμό των συμβάσεων, είναι ένα περιεκτικό κλισέ που χαρακτηρίζει τη σκέψη του Βελώνη, τα γλυπτά του ξεφεύγουν από τις κοινωνικοπολιτικές φόρμες και αποκτούν ενίοτε ποιητικούς διαπληκτισμούς ανάμεσα σε αγκίδες.

Ο Βελώνης πιστεύει στον ιδιωτικό χώρο, δίχως αυτό να μετατρέπεται σε δείγμα αδιαφορίας απέναντι στην πολιτική. Σε αυτή την ταπεινή, μικρή πολιτική της καθημερινότητας βρίσκεται η ουσία, παρά στις χαράξεις της εκάστοτε επίσημης πολιτικής. Γι’ αυτό άλλωστε δεν κάνει και δημόσια γλυπτική. Η γλυπτική του είναι αυτή του σπιτιού. Και οι αφηγήσεις που θέτει στα γλυπτά του αφορούν την οικιακότητα, την εστία, δίχως αυτή να είναι η υπέρτατη λύση.

Όμως εκεί μέσα ο Βελώνης πιστεύει πως δύναται να βρεθεί κάποια μορφή ελευθερίας.

Τον επισκέφτηκα στη δική του εστία, το χώρο που αραδιάζει τα ορφανά υλικά του, κομμάτια ξύλου, σίδερα, τούβλα, χρησιμοποιημένα κατά κύριο λόγο οικοδομικά υλικά που συλλέγει από τους δρόμους, τις μάντρες, ή τις αλάνες.

Υλικά από το εργαστήριο του Κωστή Βελώνη | photo: Κλεοπάτρα Χαρίτου

 

-Τα γλυπτά σου είναι και οικήματα;
Ξεκινώ τα γλυπτά μου από μακέτες οι οποίες λειτουργούν σαν προσχέδια για μεγαλύτερες κατασκευές. Και οι κατασκευές αυτές θέτουν συνήθως το ζήτημα της οικιακότητας. Αλλά αυτό που με ρωτάς ενδεχομένως συνιστά μια μεταφορά ως προς το κίνητρο της υλοποίησης του έργου, με την έννοια δηλαδή ότι διακατεχόμαστε από μια αίσθηση ανεστιότητας, όπου κάθε έργο ή δημιουργική απόπειρα είναι, ενδεχομένως, αποτέλεσμα της ανάγκης μας για το κατοικείν.

-Πού αποδίδεις αυτό το αίσθημα της ανεστιότητας σε πολιτικό επίπεδο; Πότε πιστεύεις ότι γεννήθηκε;
Εδώ χρειάζεται να αναγνωρίσουμε στον Heidegger τη σύνδεση του όρου με την εικόνα της κατεστραμμένης Γερμανίας στη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Η ανοικοδόμηση της χώρας στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας μέσα από ένα πρωτοφανές πρόγραμμα στέγασης δεν είναι αρκετό για να καλυφθεί το αγωνιώδες ερώτημα της ανεστιότητας που φέρει οντολογικό στίγμα.

Το πολιτικό εδώ συναντάει το οντολογικό στο βαθμό που αναζητούμε συνεχώς την ουσία του κατοικείν και όπου η αρχιτεκτονική, με τις προϋποθέσεις μιας τεχνικής επίλυσης, δεν ακυρώνει την αίσθηση της ριζικής ανεστιότητας, η οποία μας φέρνει σε σύγκρουση με τις αξίες του τόπου και της κοινότητας και σε μεγαλύτερη κλίμακα με το κράτος ως εγγυητή της νομιμοποίησης της πραγματικότητάς μας. Η επαφή μας με τον αυθεντικό μας εαυτό ή έστω με τον εαυτό μας στην πλήρη του ωμότητα, δεν μπορεί να στηριχθεί στις κοινωνικές και στις social media επικαλύψεις, και πολλοί από μας λίγο πολύ το έχουμε νιώσει πως όταν συμβαίνει ξεγελιόμαστε. Αυτή την ανοικειότητα με τον περιβάλλοντα χώρο, αυτήν την οντολογική αδυναμία να συλληφθεί ο τόπος που μας ταιριάζει καλείται η τέχνη να διαπραγματευτεί, άλλες φορές παρηγορώντας μας, και άλλες κάνοντας ορατά τα μετέωρα βήματα μας.

Από την έκθεση “A puppet sun”, (Ίδρυμα ΝΕΟΝ) | photo: Κλεοπάτρα Χαρίτου

Ανθρώπους φαντάζεσαι να κατοικούν τα γλυπτά σου όταν τα σχεδιάζεις;
Ναι, όταν θέτω ερωτήματα γύρω από πολιτικά ζητήματα κι ας αναφέρομαι σε κάθε οντότητα ατομικά. Το προσωπικό είναι πολιτικό. Αυτό διατεινόταν άλλωστε το δεύτερο ρεύμα του φεμινιστικού κινήματος και ισχύει καθολικά.

Έχουν θεμέλια τα έργα σου κι αν ναι, σε πνευματικό επίπεδο, από τι αποτελούνται τα θεμέλιά τους;
Οι αναφορές μου στην αρχιτεκτονική είναι κάπως ιδιότυπες. Ενώ υπάρχουν αντικειμενικές περιγραφές και κριτικές τοποθετήσεις από την αρχιτεκτονική του Palladio μέχρι το διεθνές ύφος (international style), την ίδια στιγμή θέτω ζητήματα μιας αρχετυπικής αντιμετώπισης της εστίας. Εάν υπάρχει παντού διασκορπισμένη η αβεβαιότητα για μια σταθερή εστία, οποιαδήποτε σύνθεσή μου έχει τη διάθεση να συμμαζέψει κάπως την έλλειψή της, να βρεθεί ένας τρόπος ν’ αποδεχθούμε με οικειότητα το άπειρο το οποίο μοιραζόμαστε όλοι μας. Αυτό μπορεί να προσφέρει κάποια στιγμιαία ανακούφιση, μια κατοίκηση έστω προσωρινή.

Από την έκθεση “A puppet sun” (Ίδρυμα ΝΕΟΝ) | photo: Κλεοπάτρα Χαρίτου

-Τα έργα σου αγκαλιάζουν το παρελθόν λόγω της επαναχρησιμοποίησης των υλικών που συλλέγεις ή γιατί μέρος των υλικών σου είναι ήδη χρησιμοποιημένα;
Το αγκαλιάζουν χάρη στη χρήση του αποσπάσματος, όπως και των συντετριμμένων υλικών που είναι συνυφασμένα με το πέρασμα του χρόνου, αλλά παραδόξως, και με την εμμονή του να μας υπενθυμίζουν το στίγμα του σήμερα και τη δυνατότητα της αποκατάστασης. Είμαστε αιχμαλωτισμένοι γύρω από το παρελθόν και οποιαδήποτε απόπειρα να γίνουμε φουτουριστές, ως οι επίγονοι του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, δηλώνουν την ανάγκη δραπέτευσης από την κυρίαρχη αφήγηση του κλασικισμού. Η αφήγηση αυτή δεν μας αφήνει το περιθώριο για εσωτερικές συγκρούσεις, κάτι που ήταν κλασικό προνόμιο του ρομαντισμού. Προτιμούμε το θραύσμα από το ολόκληρο γιατί συνιστά μια δυναμική ανάγνωση του παρελθόντος σε σχέση με το παρόν. Την Αφροδίτη την θέλουμε κατακερματισμένη.

-Σε ποιο παρελθόν αναφέρονται τα έργα σου;
Αυτό γίνεται αισθητό από την επιλογή και τη χρήση των υλικών. Ένα σώμα γλυπτών μου σταματάει στις αρχές της πρωτοπορίας, όπου αυτή τίθεται ως μέτρο εκκίνησης. Όμως αυτό που επισημαίνεται είναι μια παραδοξότητα, αφού σε όλες τις αναφορές γύρω από το μοντέρνο κίνημα στοιβάζονται προνεωτερικές αφηγήσεις.

-Κάνουν τα έργα σου προβολές στο μέλλον;
Δε θα το έθετα ως θέμα προβολής στο μέλλον όσο στην επιμονή του υποκειμένου ενάντια στην κοινωνία που θέλει να το χειραγωγήσει. Η προβολή στο μέλλον δεν είναι τίποτα άλλο από την αναθεώρηση και την ενεργοποίηση του παρελθόντος.

Από την έκθεση “A puppet sun” (Ίδρυμα ΝΕΟΝ) | photo: Κλεοπάτρα Χαρίτου

-Εκφράζουν αντίσταση τα έργα σου απέναντι στην κοινωνική χειραγώγηση;
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να αντιληφθεί κανείς την αντίσταση, είτε με τη σύγκρουση, είτε με την εγκατάλειψη. Ένα υποκείμενο που μεριμνά για την ελευθερία του, μπορεί ενδεχομένως να βρει κάποιο αντίκρισμα στην ιδιωτικότητά του. Το αίτημα της ελευθερίας κατά τη γνώμη μου λανθασμένα ταυτίζεται με τη δημόσια σφαίρα. Η τελευταία, αφορά τις διαμάχες διαχείρισης της εξουσίας και τις ομάδες που την διεκδικούν μέσα στην πολιτική ελίτ .

Η θεσμική πολιτική μού είναι αδιάφορη και αν τη συναντάμε στο έργο μου, αυτό γίνεται με όρους αντίστροφους. Για παράδειγμα το μνημείο της Τρίτης Διεθνούς του Tatlin το οποίο ήταν προορισμένο να έχει ύψος 400 μέτρα το χειρίζομαι ως “μακέτα-μπιμπελό σ’ ένα κομοδίνο”. Με αυτή την υπόμνηση στον ιδιωτικό βίο σκοπεύω σε μια πολιτική της καθημερινότητας η οποία παύει να λειτουργεί ως μνημείο που μεταφέρει τις διοικητικές και προπαγανδιστικές δραστηριότητες ενός κόμματος.

-Πιστεύεις ότι ο Θεός ήταν μια ασφαλής εστία των ανθρώπων; Το κενό στο οποίο αναφέρεσαι, οι άνθρωποι το γέμισαν έκτοτε με πολλά Μουσεία αντί ναών, και δισεκατομμύρια άλλα προϊόντα υλικής και πνευματικής κατανάλωσης. Τώρα πια στοιβάζουμε και στον Κυβερνοχώρο, αυτή τη σχετικά νεόδμητη εστία. Ούτε όμως κι εκεί δείχνει να βολεύονται…
Τελευταία με απασχολεί το κενό που άφησε η νεωτερική πίστη με την αντικατάσταση του Θεού από την έλλογη και επιστημονική σκέψη. Πρακτικά δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσω πόσο αφορά το έργο μου, όμως οι κανόνες και οι νόμοι σχετίζονται με έναν τρόπο της φόρμας. Το dichtung σημαίνει η ποίηση ως μέτρηση και μου επιτρέπει να την αντιλαμβάνομαι με σχεδιαστικούς και αρχιτεκτονικούς όρους μέσα από τη μορφή ενός αντικειμένου που μπορεί αυτό να γίνεται αντιληπτό.

-Πώς χτίζεται η Δημοκρατία όταν δεν έχεις στα χέρια σου υλικά απτά;
Δεν χτίζεται καμιά δημοκρατία χωρίς απτά υλικά. Η δημοκρατία του Περικλή για παράδειγμα εφαρμόζει ένα αρχιτεκτονικό πρόγραμμα με κατασκευαστικό ζήλο, τον οποίο ολωσδιόλου τυχαία τον ταυτίζουμε με τον Παρθενώνα αλλά και με το βήμα του λόφου της Πνύκας. Αν και σε κάθε εξουσία υποβόσκει ένα οικοδομικό πρότυπο, η δημοκρατία δεν αποτελεί εξαίρεση.

Από την έκθεση “A puppet sun” (Ίδρυμα ΝΕΟΝ) | photo: Κλεοπάτρα Χαρίτου

-Στο πιο πρόσφατο γλυπτό που έχεις εκθέσει έβαλες μια σκάλα. Αυτός που ενδεχομένως θα ανέβει τη σκάλα, θα βρεθεί σε παρατηρητήριο, ατενίζοντας από ψηλά όπως ένας ναυαγοσώστης. Πώς το συνδέεις αυτό με τη Δημοκρατία; Ή μήπως εκεί ψηλά είναι ένα ησυχαστήριο;
Αυτή η σκάλα αντιστοιχεί σ’ ένα σχέδιο του Gustav Klucis, ενός σημαντικού καλλιτέχνη που ήταν φανατικός υποστηρικτής του σοβιετικού καθεστώτος και ο όποιος είχε σχεδιάσει ένα περίπτερο προπαγάνδας (agitprop) με πλατφόρμα οθόνης και ηχείο (1922) χωρίς να το υλοποιήσει ποτέ τρισδιάστατα. Και εδώ είναι η δική μου εκδοχή με ένα κάπως εξεζητημένο τίτλο αλλά και σαρκαστικό του “Πώς να οικοδομήσουμε τη δημοκρατία κάνοντας ρητορικά σχόλια”.

Παρά την ενεργή και πιστή εξυπηρέτηση του Klucis στο κομμουνιστικό κόμμα, στάλθηκε ως πολιτικός εξόριστος σε “στρατόπεδα εργασίας”, όπου και εκτελέστηκε το 1938 με εντολή του Στάλιν. Τόσο ο σχεδιασμός όσο και οι διαστάσεις του προπαγανδιστικού περιπτέρου, καθώς και ορισμένες λεπτομέρειές του όπως η σκάλα, θυμίζουν τους πύργους εποπτείας των Gulags. Τόσο ο πύργος προπαγάνδας όσο και ο πύργος των στρατοπέδων συγκέντρωσης του σοβιετικού καθεστώτος, έχουν περίπου την ίδια λειτουργία, δηλαδή εκφέρουν την υψίπολη, τη δυνατότητα της παρατήρησης από το υψηλότερο σημείο.

Στο συνολικό σχεδιασμό μπορούμε να δούμε και το πέρασμα στο αμερικανικό design της δεκαετίας του ’50 και ιδιαίτερα στο σχεδιασμό ενός Paul McCobb, το οποίο θα έλεγα ότι είναι περισσότερο αισθητό σε άλλες μου κατασκευές αντίστοιχης αρχιτεκτονικής κλίμακας. Η σκάλα λοιπόν έχει ένα απωθητικό παρελθόν αλλά επιδιώκει ταυτοχρόνως να μετατραπεί σε κάτι που φέρει την αντίθετη λογική από τη σοβιετική δικτατορία. Σε αυτό συνεισφέρει η λευκή πλατφόρμα, ένα άδειο εργαλείο για την άρθρωση διάφορων ιδεών, το οποίο απευθύνεται άμεσα στο κοινό. Αυτή η πλατφόρμα μού θυμίζει αυτό που ο Claude Lefort αναφέρει για το lieu vide: ένας χώρος στον οποίον ο καθένας από εμάς, μέσω συγκρούσεων και ανταγωνισμών διαφορετικών ομάδων, μπορεί να συμβάλει στη δημοκρατία.

Παρόλα αυτά σήμερα παρατηρώ ανθρώπους που ακολουθούν έναν τρόπο σκέψης θρησκευτικό να είναι περισσότερο διαλλακτικοί από τους «παραδοσιακά» άθεους μαρξιστές.

-Πιστεύεις στους γκουρού;
Σίγουρα όχι με τον τρόπο που θα πίστευε ο Κlucis. Υπάρχει η δυνατότητα της αυτονόμησης και του αυτοπροσδιορισμού με τις ευεργετικές συνέπειες της προφύλαξης από τον φανατισμό και την αδιαλλαξία. Παρόλα αυτά σήμερα παρατηρώ ανθρώπους που ακολουθούν έναν τρόπο σκέψης θρησκευτικό, να είναι περισσότερο διαλλακτικοί από τους «παραδοσιακά» άθεους μαρξιστές. Οι μεταθέσεις στα ερωτήματα αντιστρέφουν πολλές φορές τις δεδομένες αντιλήψεις μας και τις εκθέτουν ως προκαταλήψεις. Ο ίδιος τύπος του ανοιχτόμυαλου διανοούμενου κάποιες δεκαετίες νωρίτερα, μπορεί να φαίνεται σήμερα τυπικά αντιδραστικός.

– Οι θρησκείες όμως που εναποθέτουν την ευτυχία σε μια επόμενη ζωή, μοιάζει να κρατάνε τον άνθρωπο δέσμιο απέναντι στην μη-ενηλικίωσή του. Υπάρχει πάντα κάποιος αρσενικός Θεός που συγχωρεί και δίνει άφεση στους άπιστους και αμαρτωλούς σαν ένας ανώτατος πατέρας.
Είναι περιοριστικό ν’ αντιμετωπίζει κάποιος τη θρησκεία αποκλειστικά μέσα από την σωτηριολογική της διάσταση. Εξάλλου το διαπιστώνουμε να ισχύει εξίσου, αν όχι περισσότερο, στους νεοφώτιστους εκφραστές ιδεολογικών ρευμάτων, εν ολίγοις σε όλες τις αδιάλλακτες πολιτικές πλατφόρμες που αρνούνται πολιτιστικά συστήματα που εμμένουν στην ιστορικότητά τους. Το ενδιαφέρον για τη θρησκεία και όχι τη θρησκευτική πιστή απαραιτήτως, μπορεί να αναγνωσθεί ως ένας τρόπος να αποκτήσει ο βίος του υποκειμένου κάποια συνεκτικότητα και να μην αφεθεί στις παραπλανήσεις της εσωτερικότητας. Στη θρησκεία βλέπω τη λήψη του μέτρου που σου υπαγορεύει μια συγκρατημένη συμπεριφορά, ένα δεσμευτικό ήθος το οποίο σε προφυλάσσει από τη βαρβαρότητα.

– Τοίχοι προστασίας του ιδιωτικού χώρου ή ανοίγματα; Τι σε εμπνέει περισσότερο;
Και τα δυο ίσως. Ο Paul Nougé το 1925 είχε γράψει “Poussez la porte, le soleil est à l’intérieur”.

– Ρωτάω γιατί, με τη δική μου ματιά, κάποια από τα έργα σου φέρουν έντονα σημάδια μεσημβρινού φωτός. Εσύ όταν τα σχεδιάζεις, τα οραματίζεσαι να γεννιούνται μέσα από το σκοτάδι ή να φωτίζονται από το φως της ημέρας;
Νομίζω ότι είμαι εξαρτημένος από την δύση του Ήλιου, εκεί λίγο πολύ παράγεται το υλικό μου. Ενώ βρίσκεσαι μέσα στο εργαστήριο την ίδια στιγμή είσαι και οπουδήποτε αλλού.

-Ας κλείσουμε με τους φανταστικούς τίτλους που δίνεις στα έργα σου· είναι από μόνοι τους έργα τέχνης. Πώς τιτλοποιείς ένα έργο; Πριν το ξεκινήσεις ή μετά την ολοκλήρωσή του; Αναφέρω μερικούς από τους τίτλους σου* “Ο Brancusi ήταν ένας χίπη ξυλουργός ή η φυσική κατάσταση του εμπαιγμού στο σύμπαν”, “Μνημείο στην Συλλογική Ουτοπία”, “Άρνηση στην ακινησία”, “Ζωή χωρίς τραγωδίες”, Το Φολκλόρ του Σύμπαντος”.
Ειλικρινά κι εγώ δεν έχω κάποια σαφή εικόνα του πώς μου προκύπτει ο τίτλος. Κάποιες φορές αβίαστα και κάποιες άλλες ύστερα από χρόνια. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της έκθεσης ενός έργου λόγω της έλλειψης τίτλου. Αυτό από μόνο του δείχνει μια προσήλωση σχεδόν καταναγκαστική με την ποίηση. Ελπίζω να καταλήξω να είμαι καλός αναγνώστης αφού έχω παραιτηθεί από την ιδέα να γράψω ποίηση. Το γεγονός ότι επιμένω στους τίτλους προσφέρει ίσως μια έμμεση απάντηση σε αυτή την ανάγκη.


 

 

Ο Κωστής Βελώνης γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε πολιτισμικές και ανθρωπιστικές σπουδές (MRes) στο London Consortium (Birkbeck College, ICA, Tate, AA) και Arts Plastiques/ Esthétique στο Université Paris 8 (D.E.A). Είναι Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. O Κωστής Βελώνης έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις και residencies διεθνώς.

www.kostisvelonis.blogspot.com
www.thefolkloreoftheuniverse.blogspot.com

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Σπούδασα Φωτογραφία και Επικοινωνία σε Ευρώπη και Αμερική. Ίσως με γνωρίζετε από την ατομική μου έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη με θέμα “Τα Προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας”. Έχω εργαστεί ως φωτογράφος πλατό επί 20 συναπτά έτη δίπλα σε γνωστούς σκηνοθέτες.