Η αλήθεια είναι πως δεν κάνουν και πολλή φασαρία. Ούτε καν στη μετακόμιση δεν τους άκουσα. Σε δύο μέρες, όσο που να πάω για δυο ποτά, να βγω να ψωνίσω κάτι να φάω, να δω τρεις φίλους, αυτοί είχαν μεταφέρει στο διπλανό διαμέρισμα ένα ολόκληρο νοικοκυριό. Ένα καινούριο νοικοκυριό. Ο διάδρομος του 5ου είναι κάθε μέρα γεμάτος με άδειες κούτες ΙΚΕΑ. Όποτε περιμένω το ασανσέρ, χαζεύω τα έπιπλα στις ετικέτες και προσπαθώ να τα φανταστώ στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Όμορφο διαμέρισμα φαίνεται.

Κι αυτοί όμορφοι μου φαίνονται. Κάθε βράδυ αργά, που κάθομαι στο μπαλκόνι και ρεμβάζω, τους βλέπω δίπλα που μαστορεύουν. Αυτός κάπως ψηλός, με συρμάτινα γυαλιά μυωπίας, κάπως διανοούμενος αλλά κάπως ξέρει κι από κατσαβίδια. Φλαπ, καπ, γκαπ τα ξεπετάει τα κομοδίνα σε 3 λεπτά. Αυτή κάθεται και τον θαυμάζει λίγο πιο πέρα με την περιποιημένη αλογοουρά της, με τα κοκάλινα γυαλιά της και με το χέρι της στη μέση. Το άλλο χέρι το έχει συνέχεια στην κοιλιά της. Γιατί είναι έγκυος.

Τους βλέπω εκεί που μαστορεύουν και ενθουσιάζονται με κάθε βίδα που μπαίνει στη θέση της. Κάθε έπιπλο που συναρμολογούν είναι μια μικρή νίκη και τη γιορτάζουν με φιλιά και αγκαλιές και με χάδια στην κοιλίτσα που κάθε μέρα φουσκώνει όλο και περισσότερο. Μετά, κατά τις 2 τα ξημερώματα, εξουθενωμένοι πια, κάθονται στις άσπρες σιδερένιες καρέκλες του μπαλκονιού και κοιτάζουν πέρα μακριά. Την Ακρόπολη, το Φιλοπάππου, την Πνύκα. Κοιτάζουν πέρα μακριά και κάνουν σχέδια. Τους ακούω που τα ανταλλάζουν ψιθυριστά.

Και στο μπαλκόνι θα βάλουμε νυχτολούλουδα, όχι νυχτολούλουδα φέρνουν κουνούπια, τότε γεράνια και γιασεμί, και το γιασεμί φέρνει κουνούπια, καλά θα δούμε. Εδώ γύρω έχει τρομερά εστιατόρια, μπορούμε να τρώμε κάθε βδομάδα και διαφορετική κουζίνα, ταϊλανδέζικη, ελληνική, αιθιοπική, αιθιοπική να τρως μόνος σου. Και πρέπει να δούμε και ποιο καρότσι θα αγοράσουμε, μη μας φύγει μια περιουσία, έχουμε και τις δόσεις του αυτοκινήτου. Ξέχνα τις δόσεις του αυτοκινήτου, θα το κανονίσει ο πατέρας μου. Αγάπη μου, όλα θα τα φτιάξουμε. Και κάθε Παρασκευή θα μαζευόμαστε εδώ με τα παιδιά και θα πίνουμε το κρασάκι μας και θα τρώμε τα τυριά μας με θέα την Ακρόπολη, το φαντάζεσαι; Και θα ανάβουμε και το τζάκι. Το καλοκαίρι όμως πού θα πάμε; Εγώ λέω Κύθηρα που έχει σπίτι ο Ηλίας. Τι λες; Ωραίο δεν είναι το Ηλίας για το παιδί;

Τους βλέπω πόσο χαρούμενοι είναι με τα μικρά τους σχέδια, που τα φτιάχνουν συνωμοτικά κοιτάζοντας διαρκώς απέναντι, και τους χαίρομαι. Κοιτάζω κι εγώ απέναντι την Ακρόπολη που κάθεται μεγαλοπρεπής, λουσμένη από τα χιλιάδες βατ και προσπαθώ να κάνω κι εγώ τα δικά μου σχέδια. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι να ξυπνήσω αύριο και να πάω να επισκεφτώ την Ακρόπολη που δεν την έχω δει ποτέ. Δεν είναι κανένα μεγαλόπνοο σχέδιο θα μου πεις, αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς. Ενώ λοιπόν καταστρώνω το περίπλοκο σχέδιό μου, που έχει να κάνει με πρωινό ξύπνημα, περπάτημα μέχρι το λόφο και επίσκεψη του αρχαιολογικού χώρου, από δίπλα τους ακούω που κάτι λένε για κάποιο πάρτυ. Ας κάνουν όσα πάρτυ θέλουν. Δεν με ενοχλούν καθόλου. Η αλήθεια είναι πως δεν κάνουν και πολλή φασαρία.


Το ζωγραφικό έργο που συνοδεύει το κείμενο είναι του Κωνσταντίνου Μαλέα (1879-1928) ενός από τους πλέον σημαντικούς μεταϊμπρεσιονιστές Έλληνες ζωγράφους των αρχών του 20ού αιώνα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Φοίβος Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα. Μετα από 34 χρόνια τουρισμού σε Σάμο, Σύρο και Αθήνα, εργάζεται τώρα σαν οξυγονοκολλητής στην καρίνα του Σταρ Τρεκ.