Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις τελειώσει. Οι εφημερίδες δεν μιλούνε πια για πολεμικά γεγονότα και συρράξεις. Η ελληνική κοινωνία αρχίζει να συνέρχεται γιορτάζοντας με σχετική ευρωστία τα ειρηνικά της Χριστούγεννα. Εκείνη τη στιγμή ένας αρθρογράφος σηκώνει το βλέμμα του στον αττικό ουρανό, και αποφασίζει να κάνει λογοτεχνία στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ακρόπολη». Ένα κείμενο υποδειγματικού λυρισμού ακριβώς 100 Χριστούγεννα πριν.


 

Τα χειμωνιάτικα σύννεφα, απλωμένα εκυλίοντο απαλά, απαλά από τα ουράνια ύψη προς την φαλάκραν του Υμηττού μεταξύ Καρρά και Βάρης και εσκέπασαν όλους τους βράχους. Δεν είχε μείνει τίποτε ακάλυπτον. Άλλα υπόλευκα, άλλα υπόμαυρα, συνυφασμένα, ανακατεμμένα έτρεχαν εις μακρυνόν ταξείδι, θύματα του καιρού και αυτά, όπως θύματα του πεπρωμένου είμεθα οι άνθρωποι.

Το παρθένον και πυκνόν δάσος της Βάρης εκλείετο εις πέπλους πολύχρωμους, ουρανίας κατασκευής και θείας συνθέσεως. Τα πεύκα εβυθίζοντο εις το θαμβόν χρώμα των συννέφων από της κορυφής έως κάτω. Η συννεφιά είχεν απλωθή πέρα εις τ’ ακρογιάλια και δεν άφηνε να διακρίνη κανείς εις την θάλασσαν τα κύματα, τα βαρκάκια και τα καΐκια. Και υπό την πίεση του ανέμου έτρεχαν τα σύννεφα κουβάρι όλα και ολοένα εχαμήλωναν και εχάνοντο οπίσω των τα βουνά και η θάλασσα. Είχαν φθάσει εις τους πρόποδας. Απειλείτο ν’ αποκλεισθούν οι έρημοι δρόμοι.

– Σου αρέσει αυτή η καταχνιά, φίλε μου;
– Είναι ολίγον πληκτική.
– Είναι βέβαια, αλλ’ έχει το πλεονέκτημα, ότι παρουσιάζει την γην υπό άλλην όψιν. Την τυλίγει στα πέπλα και δεν μας αφήνει να βλέπωμε καθαρά όλας της τας γραμμάς.
– Και την νομίζομεν ωραιοτέραν.
– Όπως κυρία υπό βέλον.
– Ακριβώς. Μας φαίνονται όλα μελαγχολικά και μας προκαλούν περισσότερον τα βλέμματα.

Τα σύννεφα έτρεχαν ολοταχώς. Είχαν κυλήσει εις τα σπαρτά των Τραχώνων με κατεύθυνση προς Καρρά. Ο Βοριάς τους έδινε δύναμη. Και η Βάρη ολίγον κατ’ ολίγον εφαίνετο καθαρότερα, απηλλαγμένη από τον αιθέριον κλοιόν, χωρίς να μας κινεί πλέον την εντύπωσην.

– Κάτι καλόν μας φέρνουν τα σύννεφα
– Βροχή με το τουλούμι. Τι άλλο μπορεί να κουβαλά ένα σύννεφο. Εμποδίζει τον ήλιο και φέρνει βροχή.

Η γήινη όψις υφίστατο αλλαγάς και μεταμορφώσεις, οι δε πετεινοί, οι καλλίτεροι αστρονόμοι εκ του κόσμου των τετράποδων, διελάλουν αλλαγήν καιρού.

 

Και το πήγαινε-έλα αυτών των αιθερίων απαλοτήτων, μας έκαμε να τα παρομοιόσωμεν με τους ανθρώπους. Θύματα του καιρού αυτά – θύματα του πεπρωμένου ημείς.


Έτρεχαν ακόμη περισσότερον τα σύννεφα, άτακτα εις τον αόριστον και ατελείωτον δρόμον των, και αφού εκουράσθησαν, ήρχισαν να θρηνούν την καταδίκην των. Έβρεξε αμέσως και εις το χώμα και τα πετράδια της εξοχής ήρχισε πάλι να κτυπά και να φλυαρή η ψυχάλα.

Η βροχή ήτο περαστική. Εσταμάτησε κατόπιν και τα σύννεφα ήρχισαν νέον ταξείδι. Και το πήγαινε-έλα αυτών των αιθερίων απαλοτήτων, μας έκαμε να τα παρομοιόσωμεν με τους ανθρώπους. Θύματα του καιρού αυτά – θύματα του πεπρωμένου ημείς. Τρέχομεν εις μακρυνά ταξείδια χωρίς να ξεύρωμε τι μας περιμένει. Και πάλιν στεκόμεθα. Και πάλιν τρέχομεν. Διηνεκής κίνησις, αδιάκοπον ταξείδι, όπως το ταξείδι των συννέφων, τα οποία δεν ξεύρουν από πού φεύγουν, που πηγαίνουν και πού θα σταματήσουν.

Α. Μ.

Το εντοπίσαμε στην εφημερίδα «Ακρόπολις», 28 Δεκέμβρη 1918

 

εικόνα: Alexander Cozens – Study of Sky No. 4 with Landscape

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.