«Πάνε δέκα μέρες τώρα που χάσαμε κάθε επαφή με τον Χέγκελ κι αυτά τα αρχιδάκια το εκμεταλλεύονταν για να πάρουν το πάνω χέρι απ’ τους πάνκηδες. Εύκολη λεία. Αυτές οι μαϊμούδες ήταν καθυστερημένες παντού, σε όλο τον κόσμο, και ιδίως με μια κάνη στη μάπα. Τους κυνηγήσανε, ή τέλος πάντων ό,τι απέμεινε απ’ αυτούς. Ήταν ζόμπι, φρικαρισμένοι μέχρι θανάτου, και τους εκτελέσανε με χαχανητά. Τώρα έμεναν πέντε λιγότεροι.
– Για όνομα του Μπαρούχ, πρέπει να τις προλάβουμε τις κρυφοπουστάρες, αν φτάσουν στη Μασσαλία θα δυσκολευτούμε πολύ να τους στριμώξουμε…
Σιωπή. Είχα μιλήσει. Μα την πίστη μου, περίμεναν τη συνέχεια.
– Κι απ’ την άλλη στη Μασσαλία είναι κι ο Κάρλο Πόντι. Αυτές οι γλιμπάτζες και τι δεν θα ‘διναν για να μας γαζώσουν…
Ο Κάρλο Πόντι… μεγάλη ιστορία… Ο Μαλακοκαύλης είχε αποσχιστεί απ’ τους Σπινοζικούς και είχε προσχωρήσει σ’ αυτήν την ομάδα που είχε σχηματισθεί προς τιμήν ενός παλιού αρχιμαλάκα Μακαρονά όλο εξυπνάδες. Έκτοτε, αυτοί οι μπετόστοκοι τριγυρνούσαν με κάτι Rolls-Royce υπερλούξ και ‘ντάξει. Επικίνδυνος καθώς ήταν, ο Μαλακοκαύλης πρέπει να έκανε έναν γαμωχαμό στη Ακτή…
– Λοιπόν, τι κάνουμε; Τόλμησε ο Μομό.
Αφήνω τη σιωπή να τρυπήσει σαν σύριγγα.
– Γυρνάμε στην κατασκήνωση, τα μαζεύουμε κι αύριο πάμε να πεθάνουμε ή να τους σκοτώσουμε όλους.
– Τελεία, κι ο Σπινόζα μαζί μας!
Ο Μομό γκαζώνει, οι άλλοι τον μιμούνται. Παίρνω το τιμόνι του φορτηγού. Ο Ριτόν περνά στην κλούβα. Τα έντεκα μέλη της Ένοπλης Σπινοζικής Φράξιας θα εισέλθουν στον θρύλο των Κρας. Η συγκίνηση διώχνει απ’ το πρόσωπό μου τη στατικο-τρομακτική όψη του. Ιδρώτας αγωνίας τρυπώνει άγρια ανάμεσα στα σκέλια μου και με τρώει.
Ιδού.
Ο σουπρεματιστικός άνεμος της ελευθερίας που διαποτίζει τον εγκέφαλό μας δεν είναι ο καρπός μιας μακράς πάλης, όπως θα έλεγαν οι Τροτς-Κύστες, αλλά το έλλογο και χαλκό αποτέλεσμα μιας πρωταρχικής συσσώρευσης γεγονότων, μικρών γεγονότων, μικρών παράδοξων συμβάντων, παράγωγων κι εκείνων με τη σειρά τους της μεγάλης χεσίλας.».

Jean-Bernard Pouy, Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ,
μτφρ. Ζ. Δ. Αϊναλής, εκδόσεις Oposito, Αθήνα, 2018.

 

 

«Βάζω στο μπουκάλι μου βενζίνη και στουπί
Όταν το βρεις να διαβάσεις την οργή μου
Κι αν νόμιζες πως έκλαψα μια νύχτα σαν κι αυτή
Φταίνε τα δακρυγόνα που καίνε την ψυχή μου»
Βέβηλος, Μήνυμα στο μπουκάλι

 

Σ’ έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο και σε μια post-punk ατμόσφαιρα, ο Ζουλιούς Πουέκ, γνωστός με το ψευδώνυμο Σπινόζα, είναι ο αρχηγός μιας αναρχίζουσας ομάδας μοτοσικλετιστών, της Ένοπλης Σπινοζικής Φράξιας. Φοράει κλεμμένες μπότες από φιδοτόμαρο και λατρεύει τη μηχανή Guzzi 850 California που έκλεψε για να χαρίσει στον εραστή του. Ο Ζουλιούς, παρακινημένος από την Ηθική και τον Έρωτα, κηρύσσει διαδοχικούς πολέμους σε αντίπαλες συμμορίες αριστερών και αριστεριστών, μέχρις ότου κατορθώσει ν’ αναμετρηθεί, σ’ ένα αιματοβαμμένο ξεκαθάρισμα λογαριασμών «α λα O.K. Corral», με τη συμμορία των Χεγκελιανών, της οποίας ηγείται ο προαιώνιος αντίπαλός του, η προσωπική του Νέμεσις, ο επονομαζόμενος Χέγκελ, που κραδαίνει ως λάβαρο την Αισθητική. Ο Σπινόζα, μ’ ένα Καλάσνικωφ στα χέρια, θα επιχειρήσει να βάλει σ’ έναν διαλυμένο κόσμο φωτιά.

Ο Jean-Bernard Pouy έρχεται από μια άλλη εποχή. Μια εποχή ελευθεριότητας και αμφισβήτησης. Μια εποχή που η πολιτική ορθότητα δεν υφίσταται και που αν υφίστατο θα θεωρούταν το παράξενο φρούτο του όψιμου πουριτανισμού ενός οικονομικού συστήματος που -ιστορικά- περνά πάντοτε από την παραγωγή της επιθυμίας στην ποινικοποίησή της. Το άλλοτε σκοτεινό και άλλοτε «βρώμικο» -αλλά πάντοτε γλυκόπικρο- χιούμορ του, θυμίζει το χιούμορ του Édika και του Vuillemin. Το στυλ του, απαράμιλλο, φέρνει στον νου μεγάλους στυλίστες, κατάτι μεγαλύτερούς του ηλικιακά, όπως τον Jean-Patrick Mancette ή τον Jerome Charyn. Η ατμόσφαιρα του πρώτου μυθιστορήματός του, Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ (1983), βγαίνει κατευθείαν μέσα από την ατμόσφαιρα των κοινωνικών κινημάτων αμφισβήτησης του τέλους της δεκαετίας του ’60 και της δεκαετίας του ’70. Είναι γνήσιο τέκνο του πνεύματος του Μάη του ’68 και της punk. Εκφράζει καλλιτεχνικά, με τρόπο οριακό, την τεράστια ρωγμή που άνοιξε ο Μάης στη γαλλική πραγματικότητα και στο consensus της επίσημης πολιτικής σκηνής. Ικανοποιεί το αίτημα της απομυθοποίησης και της αποκαθήλωσης όλων των συμβόλων της επίσημης κουλτούρας και της Εξουσίας που ανέσυρε η punk από τους υπονόμους της μητροπολιτικής κουλτούρας. Συνιστά την ενσάρκωση του εξεγερσιακού πνεύματος μιας εφηβείας που δεν θέλει να τελειώσει. Αποτελεί την τελετή μύησης απεγνωσμένων ατομικοτήτων που δεν έχουν πια σε τι να μυηθούν.

Ταυτόχρονα όμως, έχω την αίσθηση πως για τον Pouy, σε προσωπικό επίπεδο, το μυθιστόρημα συνιστά την έκφραση μιας απομάγευσης. Οι διαρκείς διαμάχες μεταξύ των αριστερών και αριστερίστικών, αναρχικών και των αναρχιζουσών ομάδων, έτσι όπως αυτές απηχούνται στη Γενική Συνέλευση των Κρας, τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ τους (ξεκαθαρίσματα λογαριασμών που οδηγούν αναπόφευκτα στην ήττα του συλλογικού και την επανεδραίωση μιας Νέας Εξουσίας), δεν είναι μόνο μια σκηνοθεσία βιτριολικού χιούμορ· απηχούν, νομίζω, και την προσωπική απομάγευση του συγγραφέα στο χρονικό εκείνο σημείο που, αμφιταλαντευόμενος, αποφασίζει τελικά να βάλει στην άκρη τον κοινωνικό ακτιβισμό προς όφελος της λογοτεχνίας.

Ζ. Δ. Αϊναλής
Μυτιλήνη, Δεκέμβρης 2018