Κλέφτες καταστημάτων


του Hirokazu Kore-eda

 

Η ταινία του Kore-eda ψιθυρίζει την συνθήκη της μετά-επισφάλειας, και σε κάθε της καρέ δηλώνει ότι ενώ σκάβει η απόγνωση τα λαγούμια της αποσταθεροποιώντας τις ζωές,  οι αντηρίδες  της  συγ-χώρεσης και της αποδοχής θα συγκρατούν το ολοκληρωτικό χάος εκεί που όλα μοιάζουν να έχουν καταρρεύσει. Όταν ακόμα και στην ιερότητα του θανάτου έχει αποστερηθεί οικονομικά η δυνατότητα μιας κηδείας, ο τρόπος θα βρεθεί για να συντελεστεί μια θεμέλια ταφή.

Μια ιδιότυπη οικογένεια, ένας πυρήνας ανθρώπων σε μια φτωχογειτονιά στο περιθώριο της μεγαλούπολης. Η γιαγιά, μια υπέρ-μητρική φιγούρα. μοιράζεται τη σύνταξή της, η “μητέρα” εργάτρια σε πλυντήρια, ο “πατέρας” δουλεύει σε οικοδομές, η “αδερφή” σε στριπτιζάδικο/peep show, ο μικρός Σότα συνεργός στις μικροκλοπές, η μικρή Γιούρι ένα ακόμη σωσμένο πλάσμα από την κακοποίηση.  Όλοι μαζί εισέρχονται στην μοιρασμένη αγάπη. Προσπαθούν να επιβιώσουν, προσπαθούν για τα στοιχειώδη, εξοβελισμένοι από κάθε δομή κοινωνικής πρόνοιας. Συμπληρώνουν το πενιχρό εισόδημά τους με μικροκλοπές σε σουπερμάρκετ, με ευρήματα από τα ρούχα που πλένει και σιδερώνει η “μητέρα”, ή σπανιότερα με διαρρήξεις πολυτελών αυτοκινήτων όταν η αφημένη στο εσωτερικό Chanel, “φωνάζει” «κλέψε με». Ο Σότα, όταν πια όλα θα έχουν συντελεστεί, θα μάθει πως ήταν ένα παιδί παρατημένο μέσα σ’ ένα τέτοιο αυτοκίνητο.

Οι δεσμοί αίματος είναι ανύπαρκτοι, ακυρωμένοι από τη δυσλειτουργία τους όπου υπήρξαν. Αυτοί οι αδέσποτοι άνθρωποι βρέθηκαν μαζί ακριβώς γιατί ήταν μόνοι ή εγκαταλελειμμένοι, αλλά κανείς τους δεν εγκατέλειψε τη ζωή. Χωράνε έξι άνθρωποι σ’ έναν χώρο στριμωγμένο τόσο, που ακόμα και η ανάσα θαρρείς ότι ροκανίζει κάτι από τα τετραγωνικά; Χωράνε όλοι επειδή πρωτίστως έχουν συνειδητά εγκαταλείψει καθετί συγκρουσιακό στις μεταξύ τους σχέσεις, αφήνοντας άπλετο εσώτερο χώρο.

Η επιθυμία διατρέχει του σπονδύλους της ταινίας, όχι μόνο στην ερωτική σκηνή, αλλά και στη σκηνή της θάλασσας στο βλέμμα της γιαγιάς όταν λέει στην “μητέρα” της ταινίας: “είσαι όμορφη”, στις μικροχαρές, στην ίαση που συντελείται στη Γιούρι, στο αγόρι που έχει δεχθεί την προστασία τους και την παρέχει την κρίσιμη στιγμή .

Δημιουργούν ένα σύστημα αξιών και κανόνων για τα όρια της παραβατικότητάς τους. Κλέβουν, ναι! όμως πριν απ’ αυτό έχουν κλαπεί οι δυνατότητες και οι ζωές τους. Όταν ο “πατέρας” τραυματίζεται σε εργατικό ατύχημα επιστρέφει στο σπίτι δίχως αποζημίωση γιατί ήταν ευέλικτη η σχέση εργασίας. Όταν ανακοινώνεται η απόλυση στη “μητέρα”, ο εργοδότης τη βάζει στην αρένα με την συνάδελφό της, να αποφασίσουν μεταξύ τους, οι δυο υποψήφιες προς απόλυση, ποια θα νικήσει. Ποιος λοιπόν είναι μεγαλύτερος παραβάτης από την σαρκοβόρα συστημική εξουσία;

Αποδέχονται καθετί που συμβαίνει με μια άμεση ησυχία και το ίδιο ήσυχα δρουν. Αντέχουν, έχουν πια εκπαιδευτεί να αντέχουν. Tα ψεύδη τους είναι πέπλα προστασίας, σχεδόν συνεκτικά, αλλά με τόση αγάπη στην ύφανση, που τίποτα δεν διαλύεται όταν αποκαλύπτονται.  Οι πορείες τους θα αλλάξουν.  Θα συμβεί μια μετατόπιση, που θα την αποδεχτούν, προτάσσοντας την αλήθεια τους.

Οι απόκληροι όχι μόνο επιβιώνουν, αλλά απλώνουν ο ένας στον άλλο το χέρι κι αυτό το σύμπλεγμα χεριών γίνεται ένα χάδι που καταπραΰνει την οδύνη, για να μπορεί η ύπαρξη να έχει νόημα.

Όταν οι κρατικοί φορείς θα κάνουν την εμφάνισή τους ως τιμωροί, κατηγορώντας τους μεταξύ άλλων για την απαγωγή της Γιούρι, του μικρού κακοποιημένου κοριτσιού, ο “πατέρας” θα πει:

“Εγώ την βρήκα. Ήταν όμως κάποιος άλλος που την πέταξε”

Όταν ανακρίνουν τη “μητέρα”, μια γυναίκα που έχει στερηθεί τη μητρότητα αλλά την έχει αποδώσει στο μέγιστο, της ανακοινώνουν πως η μικρή Γιούρι θα επιστραφεί στους γεννήτορες της, σ ‘αυτούς που έκαιγαν και χτυπούσαν το παιδικό κορμί, θα της πουν το θέσφατο: “Τα παιδιά χρειάζονται τη μητέρα τους” και εκείνη θα απαντήσει: “έτσι φαντάζονται οι μητέρες”.

Το σύστημα που κινείται με σαρωτική αγριότητα ευτελίζοντας τη ζωή, εδώ απέτυχε  να επιφέρει το dehumanizing. Οι απόκληροι όχι μόνο επιβιώνουν, αλλά απλώνουν ο ένας στον άλλο το χέρι κι αυτό το σύμπλεγμα χεριών γίνεται ένα χάδι που καταπραΰνει την οδύνη, για να μπορεί η ύπαρξη να έχει νόημα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Υρώ επιμένει στο "Υ" και αρνείται το "Η", με ένα ή δυο "Τ". Καμιά φορά γράφει σε τσιγαρόχαρτα, και καπνίζει στριφτά τσιγάρα μαζί με λέξεις όπως ο Λουις Φελίπε Πινέδα. Oι Μπάρτλεμπυ της γραφής είναι οι αγαπημένοι της αναχωρητές.