Ένα φάντασμα με φλογισμένο ράσο πλανιέται πάνω από την «Αριστειάδα» του 1919: το φάντασμα του Πλάτωνα Ροδοκανάκη. Η είδηση του θανάτου τού «εστέτ» λογοτέχνη περνά σε μονόστηλα στις εφημερίδες της εποχής, τις ίδιες ημέρες που γεμίζουν σεντόνια οι αψιμαχίες σχετικά με το κρατικό λογοτεχνικό βραβείο της χρονιάς, το «Αριστείον». Επικρατεί ένα κλίμα μεταξύ φαιδρότητας και νοσηρής αυταρέσκειας στους κύκλους των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, το οποίο σταχυολογείται παρακάτω. Προ καιρού, ο Ροδοκανάκης είχε φροντίσει να στρώσει τα δίχτυα μιας μεταφυσικής φάρσας, μπήγοντας προφητικά τη συγγραφική του αιχμή ενάντια στη βραβειολαγνεία, η οποία έμελε να επισκιάσει την τελευταία του πνοή.

«Αέρας λοιπόν και το Μετάλλιον των Γραμμάτων;» αναρωτιέται ο Ροδοκανάκης στις 16 Ιανουαρίου 1916, τρία χρόνια ακριβώς πριν κλείσει τα μάτια του οριστικά, σ’ ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Έθνος», διασκεδάζοντας με την όποια αξία του «Αριστείου».  Λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά και στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύει το εκτενές διήγημα «Θυσία» όπου εμπαίζει τις μικροαστικές φιλοδοξίες των καιρών, ανάμεσα στις οποίες η διεκδίκηση βραβείου από μια Ακαδημία για ένα βιβλίο που θα εντυπωσίαζε τους επιστημονικούς κύκλους. Ας σημειωθεί πως η «Θυσία», αποτελεί μέρος του έργου του που δείχνει ένα λογοτεχνικό εύρος εκτεινόμενο στην κοινωνική παρατήρηση, πέρα από τις όχθες του αισθητισμού.

Στις 16 Ιανουαρίου 1919, ο Πλάτων Ροδοκανάκης εγκαταλείπει το θέατρο του κόσμου στα 36 του χρόνια, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Εκεί νοσηλευόταν επί ενάμιση μήνα, καταβεβλημένος από τα τελικά στάδια της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε για χρόνια. Η κηδεία του τελείται την επομένη στις 10.30 το πρωί, δημοσία δαπάνη από το υπουργείο Παιδείας όπου είχε θέση τμηματάρχη. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου.

Το κλωθογυρίζω στο μυαλό μου εκ νέου: φυσά ένας παράξενος αέρας που συνδέει την εκτίμηση που δεν έτρεφε ο ίδιος ο Ροδοκανάκης στα κρατικά βραβεία, με την «Αριστειάδα», η οποία σκέπασε την είδηση του θανάτου του σχεδόν ολοκληρωτικά σε έκταση τυπογραφικών στοιχείων, στη δημόσια σφαίρα της εποχής. Η φανέρωση του καλλιτεχνικού ζόφου και των τραγελαφικών καταστάσεων εντός της λογοτεχνικής ελίτ, αποτελεί ένα είδος επικήδειας δικαίωσης για αυτόν που ενίοτε απέφευγε «την πολλή συνάφεια του κόσμου».

 

Το λογοτεχνικό κλίμα της «Αριστειάδας»

Το «Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών» μετρούσε μόλις μερικά χρόνια ζωής. Από τη μια γεννούσε προσδοκίες για τη θεσμική καθιέρωση της γενιάς του 1880, από την άλλη έτρεφε αντιζηλίες και έριδες για τις εκάστοτε διαδικασίες επιλογής και διάκρισης, τόσο από φιλοβενιζελικές πλευρές που βρίσκονταν δίπλα στις προοδευτικές ιδέες της κυβέρνησης, όσο και από αντιπολιτευτικές φωνές. Το «Αριστείο» υποκαθιστούσε έναν από τους σκοπούς της πολιτιστικής πολιτικής της Ακαδημίας Αθηνών, μέχρι αυτή να συσταθεί το 1926, στην οποία και ενσωματώθηκε. Αφορούσε έργα πεζογραφικά, θεατρικά και ποιητικά.

Στις αρχές του 1919 η Επιτροπή του «Αριστείου» αποφάσισε πως κανένα από τα υποψήφια έργα της χρονιάς που έκλεισε δεν ήταν άξιο βράβευσης, γεγονός που εξόργισε τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, κατά γενική ομολογία το ακλόνητο φαβορί ανάμεσα σε πιο «χλιαρούς» υποψηφίους όπως ο Δαμβέργης, ο Μαλακάσης και ο Στρατήγης. Και κάπου εκεί αρχίζει το σήριαλ της «Αριστειάδας» ή «Ξενοπουλειάδας».

Παρακάτω, αντλούμε μια ιδέα μέσα από τα ίδια τα δημοσιεύματα των ημερών, μετά από την «ολέθρια» απόφαση της Επιτροπής:

Ο Γρ. Ξενόπουλος σε επιστολή του στον Διευθυντή της εφημερίδας «Έθνος» στις 12/1/1919, ανακοινώνει τα ακόλουθα:

Ύστερα από τη βαρειά προσβολή και την ύβρι, που μού έκαμε η Πολιτεία (…) νομίζω, ότι δεν μου επιτρέπεται πλέον να εξασκώ τα Γράμματα δημόσια. Γιατί την στιγμή που διαγωνίζομαι με το καλλίτερο  έργο μου, και με όλη μου την προηγούμενη φιλολογική εργασία, και η Επιτροπή, επικυρούντος του κ. Υπουργού, μού αρνείται το Αριστείον, (που φέτος ήτο και η σειρά μου να το πάρω), ο κόσμος δεν ειμπορεί να γνωρίζη ότι αυτό που έγεινε, είνε κακούργημα, δολοφονία προσωπικής εμπάθειας, και φυσικά πρέπει στο εξής να με θεωρή κατώτερο από όλους εκείνους που το έχουν ήδη πάρη και επισήμως στιγματισμένον ως ανάξιον. Υπ’ αυτούς τους όρους μου είνε αδύνατον να εξακολουθήσω το φιλολογικό μου στάδιο και, κατά διαταγήν της Πολιτείας, το διακόπτω. Σήμερα, παραιτήθηκα από παντού, όπου εργαζόμουν ως τώρα. Τίποτε δικό μου δεν θα φανή πλέον πουθενά, ούτε στον Τύπο, ούτε στο Θέατρο, και μόνο το τελευταίο μου μυθιστόρημα, ‘Πλούσιοι και Φτωχοί’, θα εξακολουθήση στο ‘Έθνος’ μια που άρχισε και δεν είναι δυνατόν να κοπή. Αυτό είνε γραμμένο. Άλλο δεν θα γράψω. Και να ήθελα, η μεγάλη, η θανάσιμη όσο και αδικώτατη προσβολή που μού έγεινε, μου αφαιρεί κάθε όρεξι, κάθε έμπνευσι.

Θα μ’ ερωτήσης: Και τι θα κάμης, πως θα ζήσης; Γιατί ξεύρεις εσύ πως δεν έζησα ως τώρα παρά μόνο ως άνθρωπος των Γραμμάτων. Μου είναι αδιάφορο! Θα ζητιανέψω, θα πεινάσω, θα πεθάνω. Ό,τι δεν κατάφεραν δηλαδή τριάντα λυσσασμένα σκυλιά, που με πολεμούσαν τριάντα τώρα χρόνια – οι συνάδελφοι μου! – το καταφέρνει σε μια ώρα η Πολιτεία, η Νέα Πολιτεία, η ηθική, και τη στιγμή ακριβώς που περίμενα κι εγώ απ’ αυτή μια αναγνώρισι και μια ανακούφισι».

Σε ένα από τα δημοσιεύματα της επόμενης μέρας, 13-1-1919, στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ», ο Στέφανος Δάφνης επισκέπτεται τον Γρ. Ξενόπουλο στο σπίτι του:

« -Είμαι αδικημένος. Έπρεπε να μου δώσουν εφέτος το Αριστείον. Ήταν σειρά μου.

-Πως; Είχατε διαβεβαιώσεις;

-Διαβεβαίωσεις, όχι. Αλλά πολλάς ελπίδας (…) ο κ. Άννινος από την Επιτροπή θα στήριζε την υποψηφιότητά μου για να μπει και ένας θεατρικός συγγραφέας στο σώμα των Αριστέων (…)  ο κ. Γ. Σουρής ήτο σύμφωνος με την αντίληψιν αυτήν. Είδα ακόμη και τον κ. Αγ. Βλάχον. Είχε διαβάσει την ‘Βαλέραιναν’ και μου την επαίνεσε, καίτοι είχε κάποιας επιφυλάξεις δια τους χαρακτήρας. Δεν τους εύρισκεν εντελώς αληθείς (…) ο κ. Γ. Δροσίνης, εκ προσωπικών λόγων εματαίωσε την εκλογήν μου.

(Η κατηγορία είναι βαριά για «έναν ποιητή και άνθρωπο της περιωπής του κ. Δροσίνη», σχολιάζεται).

-Και ο κ. Ι. Πολέμης δεν σας εψήφισε;

-Δεν εψήφισε κανείς. Έκαμναν όλοι ό,τι ήθελεν ο Δροσίνης»

-Ώστε η απόφαση σας είναι αμετάκλητη, κ. Ξενόπουλε; Αποχωρείτε της λογοτεχνίας;»

-Οριστικώς (…).

-Και με τι θα ασχοληθείτε εις το εξής;»

«Με άλλο βιοποριστικόν επάγγελμα» (…) »

Στις 15/1/1919 η «ΑΘΗΝΑΙ» συναντά τον ποιητή Κωστή Παλαμά,
στην οικία του στην οδό Ασκληπιού:

«-Είστε μέλος (της Επιτροπής) του Αριστείου κ. Παλαμά, ή παρετηθήκατε;

-Δεν ήταν δυνατόν να παραιτηθώ από μια τιμή που μου κάνει η Πολιτεία. Μόνο που οι δουλειές μου δεν με αφήνουν να συνεργάζομαι με άλλους Αριστιούχους. Ακόμη και από κάποιες αιτίες που πρέπει να εξηγηθούνε με την ιδιοσυγκρασία μου. Ποτέ δεν μπόρεσα να συνεργασθώ. Μ’ αρέσει η μοναξιά, η αυτοσυγκέντρωση. Δεν είμαι εγώ για συνεδριάσεις και τελετές.

-Τι ιδέα έχετε για το θεσμό του Αριστείου;

-Σημειώνει μια πρόοδο στον τόπο μας. Μόνον που μού φαίνεται πολύ δύσκολο να ξετυλιχθή μια μέρα σε Ακαδημίαν, τουλάχιστον σαν τη Γαλλική, που είναι θεσμός ταιριαστός μόνο στη Γαλλική φυλή και στη Γαλλική παράδοση.

-(…) Ποιος έπρεπε εφέτος να πάρη το Αριστείον;

-Βέβαια ο κ. Ξενόπουλος (…)

-Για τους άλλους υποψηφίους;

-Δεν έβγαλαν βιβλία στο 1918 παρά μόνο οι ποιηταί. Απ’ αυτούς προτιμώ τον κ. Ζερβόν. Τα «Τραγούδια του Καλού Καιρού» είναι ποιήματα με νόημα. Μου εκίνησαν πολύ την προσοχήν. Μα για το Αριστείον έπρεπε να το πάρη εφέτος και ένας πεζογράφος».

Την ίδια ημέρα, 15/1/1919, στην εσπερινή «ΕΣΤΙΑ»

ο ποιητής Γιώργος Στρατήγης που ήταν συνυποψήφιος του  Ξενόπουλου για το «Αριστείον», απευθύνει μια σύντομη ανοικτή επιστολή προς τον Παλαμά. Σε αυτήν αναφέρει πως πριν δυο μήνες, όταν του διάβασε το «Νησί μου», ο Παλαμάς το βρήκε μεγαλόπνοο και θαυμάσιο, ένα έπος του Αιγαίου και της Ελληνικής ψυχής. Απορεί πώς στην παραπάνω συνέντευξή του στην πρωινή εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» φρονεί ότι το Αριστείον έπρεπε να το πάρει ένα πεζογράφημα.

Στις 16/1/1919 η «ΑΘΗΝΑΙ»

γράφει για τη διαμαρτυρία του Ξενόπουλου και την απειλή αποχής του από τα γράμματα με τον χαρακτηρισμό «Ξενοπουλικήν απεργία», μια απεργία που «μετέτρεψε το Αριστείον σε απολαυστικότατη κωμωδία». Ακόμη, αναφέρει ένα επεισόδιο κατά το οποίο, λίγες ημέρες πριν από την ανακοίνωση της απόφασης για το Αριστείον, ο Ξενόπουλος συνάντησε τον Ιωάννη Πολέμη που είχε «αριστεύσει» την περασμένη χρονιά με την ποιητική συλλογή του «Σπασμένα Μάρμαρα» και του είπε: «Γιάννη μου, αν δεν το πάρω φέτος θα αυτοκτονήσω!». Κατά την εφημερίδα, ο ευαίσθητος ποιητής προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν θα ήταν και τόσο σοβαρό αν δεν το έπαιρνε το βραβείο, και προσπάθησε να τον αποτρέψει από το επαπειλούμενο απονενοημένον διάβημα. Αλλά ο Ξενόπουλος φαινόταν αμετάπειστος. Η αποτυχία αυτή θα σημείωνε και το τέλος των ημερών του. Ο ποιητής εξέτεινε την χείραν περιλυπώς, προς τελευταίον αποχαιρετισμό λέγοντας ενδακρύς: «Τότε, Γρηγόρη μου, τι να σου ειπώ…; Αν δεν σε ξαναδώ, γειά σου…».

Στις 17/1/1919 η «ΑΘΗΝΑΙ» συνομιλεί με τον Ιωάννη Ζερβό

ποιητή και διευθυντή των εκδόσεων Φέξη. Κατά μια φήμη θα ήταν και αυτός υποψήφιος του Αριστείου. Ο Ζερβός απορεί πώς διαδόθηκε αυτό και λέει ότι δεν είχε τέτοια απαίτηση ποτέ. Ιδού ένα μέρος της κουβέντας που ακολούθησε:

«-Ποιος έπρεπε να πάρει εφέτος το Αριστείον;

-Ας το έδιναν εις τον κ. Ξενόπουλον, αφού τόσο το επιθυμεί. Άλλωστε είναι και δίκαιον. Το διηγηματογραφικόν και θεατρικόν έργον του είναι σημαντικό.

-Πώς σας φάνηκε η απεργία του;

-Εύθυμος βέβαια. Αλλά οι συγγραφείς έχουν τας αδυναμίας των μικρών παιδιών».

Στις 18/1/1919 η «ΑΘΗΝΑΙ» συνεχίζει την «Αριστειάδα» και συνομιλεί με τον  σατιρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή, ο οποίος ήταν και μέλος της Επιτροπής του κρατικού βραβείου:

«- Σεις ποιον ψηφίσατε, κ. Σουρή;

– Το Στρατήγην. Αυτόν έγραψα στο γράμμα μου που έστειλα στην Επιτροπή.

– Μα ο κ. Ξενόπουλος ισχυρίζεται…

– Όχι, όχι. Εις τον Στρατήγην υποσχέθηκα πρώτα. Αλλά και ο Ξενόπουλος είναι φίλος μου. Όλοι καλοί είναι. Όλοι πρέπει να γείνουν μέλη του Αριστείου. Και ο Κονδυλάκης και ο Καμπούρογλους και ο Ξενόπουλος και ο Δαμβέργης και ο Μαλακάσης και άλλοι.

-Πώς βρίσκετε το διάβημα του κ. Ξενόπουλου;

– Ε, αυτά είναι σάχλες. Μα πώς μπορεί να μη γράφη πια; Ας είναι. Έξαψις. Θα του περάση. Εγώ όμως δεν μπορώ να τραβώ κάθε χρόνο αυτές τις ιστορίες. Και αν δεν πάρουν το Αριστείον όλοι οι λόγιοι που είπα να γίνουμε μια παρέα και να ησυχάσουμε, εγώ θα παραιτηθώ».

Στις 22/1/1919 ο Ιωάννης Πολέμης, περυσινός νικητής του βραβείου και μέλος της Επιτροπής της «επίμαχης απόφασης» της νέας χρονιάς, μιλάει στην «ΑΘΗΝΑΙ»:  

«-Πώς βγήκε η απόφασις;

-Εψηφίσαμε 4. Του κ. Σουρή δεν ελήφθη υπ’ όψιν η ψήφος, διότι ο Νόμος ορίζει ότι η ψήφος δίδεται αυτοπροσώπως. Οι 3 εψηφίσαμε να μη δοθεί το Αριστείον (…)

– Τι είναι η Ποίησις κ. Πολέμη;

-Η Ποίησις είναι ένα βαθύ ποτάμι, από το οποίο καθένας μας παίρνει με το αγγείο του (…)».

Φυσικά, τα δημοσιεύματα είναι περισσότερα, καθώς και σε άλλες εφημερίδες, από τα όσα παραθέτουμε εδώ ενδεικτικά. Μάλιστα, συνεχίζονται για πολλές ημέρες ακόμη. Μερικοί εξοργίζονται με τις συνεντεύξεις που τορπιλίζουν την ατμόσφαιρα, όπως ο Αρ. Καμπάνης στην πειραϊκή εφημερίδα «ΣΗΜΑΙΑ». Κάποιος ούτε λίγο ούτε πολύ θα πει «αφού κάνει απεργία ο Ξενόπουλος, γιατί συνεχίζει να στέλνει γράμματα στον Τύπο»;

Ο Ξενόπουλος δικαίωσε όσους πίστευαν ότι δεν θα σταματήσει να γράφει. Ο ίδιος είχε αμφισβητήσει το κρατικό βραβείο παλιότερα, πριν από το έτος 1919, ως μια τακτική για την αυτοπροβολή του. Δεν έπαψε να το επιθυμεί διακαώς. Ως προβολή λειτούργησε και η δημοσιότητα που έλαβε η «απεργία» του που είδαμε παραπάνω, ενώ το 1921 δημοσίευσε δοκίμιο με τίτλο «Η κωμωδία του Αριστείου». Για την ιστορία, δεν του έλειψαν ποτέ οι πολυπόθητες διακρίσεις.

 

Ένας αποχαιρετισμός   

Αυτά συνέβαιναν εκατό Γενάρηδες πριν στο λογοτεχνικό προσκήνιο. Αντί άλλης νεκρολογίας, θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό λογοτέχνημα του Πλάτωνα Ροδοκανάκη με τίτλο «Το φλογισμένο ράσο». Είναι το δεύτερο βιβλίο του που δημοσιεύεται το 1911, ενώ η πρώτη του μορφή φιλοξενήθηκε σε συνέχειες, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1908. Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη και στο Κορδελιό, και φτάνει μέχρι την περίοδο που πηγαίνει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης για να γίνει ιερωμένος. Πρόκειται για απόφαση την οποία έπειτα εγκαταλείπει. Αργότερα τον βρίσκουμε στην Αθήνα να εργάζεται ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, να γράφει σε εφημερίδες, ενώ πέρα από τη λογοτεχνία θα καταπιαστεί  με βυζαντινές μελέτες και την ίδρυση της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών.

«Ένα πρωί, όταν ο ήλιος έσκαζε τις ρόγες των δροσάτων σταφυλιών στους αμπελώνες που ξαπλώνονται μπροστά στου Σίπυλου τα γρανιτένια θέμελα, έλυσε τα σκοινιά το ατμόπλοιο για να με φέρει κει όπου το μοναστήρι με περίμενε.

Κρυμένο μεσ’ τις ανθισμένες πασχαλιές το φανταζόμουνα το μοναστήρι, με στοές βυζαντινές τριγύρω από ιάσπη, με κρίνους άλικους στους κήπους φυτεμένους, και πάνω στα πατώματα όλο μωσαϊκά κοσμήματα, να σεργιανίζουν περιστέρια άσπρα με ζαφειρωτούς λαιμούς και ποδαράκια κοραλένια.

Ένα πρωί έλυσε τα σκοινιά του το ατμόπλοιο.

Γυρμένος πάνω από την κουπαστή εκοίταζα ισαμ’ εκεί που έφτανε το μάτι μου να σπαρταρά στην προκυμαία ένα άσπρο μαντηλάκι. Όσο τραβιόμαστε στο πέλαγος εκείνο ξεψυχούσε κ’ έσβηνε. Ένα μικρούλικο χεράκι περιορισμένο μεσ’ το γάντι του το μαύρο, το βασάνιζε με αγωνία στον αέρα και οι ταντέλλες έκαναν στροφές απελπισμένες, και ο ρυθμός τους είχε κάτι το πολύ σκληρό, κάτι που θύμιζε την πεταλούδα όταν χάνει τα φτερά της μέσα στα λαχταριστά τής φλόγας αγκαλιάσματα.

Γυρτός χωρίς αναπνοή πάνω στα σίδερα και στα σκοινιά, ως ήτανε ριγμένα στο κατάστρωμα, κοίταζα με τρομάρα τους σπασμούς που εσχεδίαζε το χέρι στον αέρα, γιατί φοβόμουνα μην της γλυστρήσει και χαθεί στη θάλασσα, το ό,τι κράταγε χωρίς να το μαντεύει ίσως την καρδιά του γιού της του αγαπημένου.

Το χέρι της μητέρας μου θα το μαντεύω πάντα στη θαμπή γραμμή μιανής ακτής, όλο να μένει πίσω, και να μ’ αποχαιρετά με σπαραγμό και θάνατο.

Όπως πολλές φορές στο ρεμβασμό μου θα το βλέπω να μακραίνει, ίδια η απέραντη σκιά της έκλειψης όταν χαϊδεύει τους αστερισμούς, και να απλώνεται σε μιάν απελπισμένη προμηθιακή χειρονομία ίσαμε το πιο λαμπρό νεφέλωμα, με έναν υπερφίαλο σκοπό: Να πλέξει θέλοντας μ’ αυτό στεφάνι, και με τον ουράνιο φωσφορισμό του να δροσίσει το γυρμένο του παιδιού της μέτωπο».

Το Φλογισμένο Ράσο (απόσπασμα)  

.
.

Σημείωση του Συντάκτη: Το κείμενο αυτό είναι προϊόν έρευνας που βασίστηκε αρχικά σε δημοσιεύματα εφημερίδων. Στη συνέχεια, είχα την τύχη να διαβάσω τη διδακτορική διατριβή του Σωκράτη Νιάρου, «Ο Θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων στην Ελλάδα (1910-1942)», Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2016-2017. Ακόμη, ορισμένα στοιχεία αντλήθηκαν και από την εισαγωγή του Βαγγέλη Αθανασόπουλου στο Πλάτων Ροδοκανάκης, Αφηγήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2010.
.
.