Τη δεκαετία του ΄50, οπότε και ο Μπράντμπερι έγραφε το Φαρενάιτ 451, οι ΗΠΑ βασανίζονταν από τον μακαρθισμό, από την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου και από τον ανταγωνισμό με τον σοβιετικό κόσμο. Και μέσα σε αυτό το κλίμα ο Μπράντμπερι κατέγραψε κάτι που κανένας άλλος σύγχρονός του δεν κατάφερε να αντιληφθεί για την καπιταλιστική κοινωνία. Όλοι μιλούσαν για ένα ολοκληρωτικό δυστοπικό κράτος που θα έρθει στο μέλλον και θα καταστρατηγήσει τις ελευθερίες του ατόμου, τη στιγμή που όπως αποδείχτηκε δεν χρειαζόμαστε κανέναν φύλακα για να είμαστε δεσμώτες. Το εξηγεί και ο αρχηγός Μπίτι στον πρωταγωνιστή του έργου Μόνταγκ κατά τη διάρκεια του διάσημου μονολόγου του για τις μειονότητες. Το political correct είναι που επέβαλε τη λογοκρισία. Ανεξαρτήτως αν κάποιος συμφωνεί με αυτή την οπτική -δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι συγγραφείς συχνά επιλέγουν να εμφανίσουν τη δυσοίωνη πλευρά μιας προβληματικής- ο Αμερικανός συγγραφέας φανέρωσε έμμεσα πως όσο πιο κατακερματισμένο είναι το υποκείμενο σε μυριάδες και μυριάδες αποσπασματικότητες και όσο συνεχίσουμε να ταυτίζουμε επιθυμία και ταυτότητα, τόσο θα εκμηδενίζουμε την ύπαρξή μας.

Ο Μπράντμπερι λοιπόν διέβλεψε πως σιγά σιγά περνούσαμε από την εποχή του φόβου στην εποχή του άγχους. Ο φόβος έχει αντικείμενο. Είναι το αίσθημα που σου προκαλεί κάτι το συγκεκριμένο. Αραχνοφοβία. Πυροφοβία. Υψοφοβία. Όμως στο Φάρενάιτ 451 δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Όταν συλλαμβάνουν στην αρχή του έργου την ηλικιωμένη γυναίκα (Ξένια Καλογεροπούλου) με τα βιβλία, προσπαθούν να τη βγάλουν από το σπίτι της καίγοντας μόνο τους τόμους της, χωρίς να την απειλήσουν με φυλάκιση ή με θάνατο, το αντίθετο μάλιστα.  Και όμως ένα σήμα κινδύνου διαπερνά το έργο, κάτι εφιαλτικό και επικίνδυνο που δεν παίρνει μορφή, αλλά είναι μια κατάσταση γενικευμένης διάλυσης. Το άγχος δεν έχει αντικείμενο. Έρχεται από παντού σαν προειδοποίηση για κάτι που καταφθάνει για να σε κρίνει.  Εφιδρώσεις, ταχυκαρδίες, πανικός μπρος στο αόρατο. Η απάντηση σε αυτό το άγχος είναι η κοινωνία του Φάρεναιτ 451. Γιγάντιες οθόνες στο σπίτι, μια κατάσταση πλαστικής ευτυχίας, η λήθη των αισθήσεων όπως η μυρωδιά των βιβλίων, της βροχής, η ζεστασιά του ήλιου.  Αν το σώμα είναι που αποσυντονίζεται με το άγχος, ας το στομώσουμε ώστε να μην απειλείται.

O Καρούζος έγραφε στον Μειλίχιο Τρόπο του Βαρβαρόσσα  πως οι αισθήσεις οδηγούν στις αισθήσεις. Αν δούμε το Φάρεναιτ 451 μόνο ως μια δυστοπία, ένα στοίχημα με το μέλλον και το πόσο από την ερχόμενη τεχνολογία θα προβλέψει, τότε το έργο δεν έχει να μας πει τίποτα. Κάποια στιγμή η γυναίκα του Μόνταγκ κοντεύει να χάσει τη ζωή της εξαιτίας της υπερβολικής χρήσης ενός χαπιού που προκαλεί ευφορία. Αφού σωθεί, σαν να μη συνέβη τίποτα, κάθεται με τις φίλες της και βλέπει ένα realityshow που αφορά την ίδια. Ο σκύλος-κυνηγός της Πυροσβεστικής αντικαθιστά τους ανθρώπους. Τα video games αναπληρώνουν το φυσικό παιχνίδι και ούτω καθεξής. Ένα καθεστώς μόνιμης υποκατάστασης, όσο πιο μακριά από το σώμα και την αίσθηση τόση περισσότερη αποχαύνωση. Η όρασή μας, η γεύση μας, η αφή, η μυρωδιά τα πάντα έχουν κενωθεί και πρέπει να γεμίσουμε το κενό με κάτι «καλύτερο» και ανώτερο, με μια εικονική ευφορία. Θυμηθείτε: χωρίς σώμα δεν υπάρχει άγχος. Σε αυτόν τον κόσμο δεν χωρούν τα βιβλία. Μερικές φορές το έργο αφήνει να εννοηθεί πως μια απτή κενή σελίδα είναι πιο επικίνδυνη από ένα γκρουπ ξεπεσμένων πρώην καθηγητών Πανεπιστημίων που έχουν αποστηθίσει απ’ έξω ολόκληρους συγγραφείς.

Τη χρονιά που ο Μπράντμπερι δημοσίευσε το βιβλίο του ανέβηκε και το Περιμένοντας τον Γκοντό. Όσο και να ακούγεται περίεργο τον ίδιο κόσμο περιγράφουν, ένα κόσμο απουσίας νοήματος, μιας πίστης που καίγεται στους 451 βαθμούς Φαρενάιτ. Η ίδια βόμβα που κένωσε τον Ουρανό, τη Γη, τον Χρόνο και το υποκείμενο στο έργο του Μπράντμπερι, ερήμωσε τον κόσμο του Μπέκετ.

Ο Μοσχόπουλος δεν περιόρισε ούτε στιγμή την πραγματική δυστοπία του έργου υπερτονίζοντας το «θεαματικό» κομμάτι της παράστασης. Τα εντυπωσιακά σκηνικά της Α. Θεριανού με τις κρεμαστές επιφάνειες στις οποίες προβάλλονταν εικόνες και βίντεο εξυπηρέτησαν πλήρως το θέμα χωρίς να υποπέσουν σε μια κιτς αντίληψη περί τεχνολογικών επιτευγμάτων. Οι πρωταγωνιστές -Α. Λογοθέτης ως Μόνταγκ και η Α. Μάσχα ως Μπίτι- ήταν εξαιρετικοί στους ρόλους τους, ενώ η Μάσχα, παρά ορισμένους περιττούς μανιερισμούς, κλιμάκωσε τον χαρακτήρα της με μια αξιοπρόσεκτη ικανότητα. Ο Λογοθέτης προτίμησε μια πιο ουδέτερη προσέγγιση στον ρόλο του, που όμως ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν για την παράσταση. Ένας Μόνταγκ φυσιολογικός, καθημερινός, που βρίσκεται ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα, ένας Μόνταγκ που μας αφορά. Τα βιβλία δεν θα χαθούν, τουλάχιστον όχι άμεσα. Αυτό όμως που ήδη έχει αρχίσει να χάνεται είναι η μυστική μας σύνδεση με την ύλη, και όσο αυτή δεν μας αφορά θα πράττουμε συνέχεια φαντασιακές ανατροπές και υπερπληρώσεις στις οθόνες των κινητών μας.

Θέατρο Πόρτα, μέχρι τις 21 Απριλίου.