Σαν να παραέγινε ντόρος, μου φαίνεται, με τον «Δρομέα» του Χίλτον, σε σχέση με την καλλιτεχνική αξία του έργου. Θα μου πεις, από πότε η καλλιτεχνική αξία των πραγμάτων αποτελεί κριτήριο αντιπαράθεσης σε αυτή τη χώρα; Από τότε που τα πούλμαν για την Επίδαυρο έπαψαν να παίζουν σκυλάδικα στη διαδρομή. Ποτέ δηλαδή.

Κοιτώ τον «Δρομέα» στα μάτια: πρόκειται για ένα υπερθέαμα, ένα οφθαλμικό εφέ, προορισμένο να συνομιλεί στα πεταχτά με τον πολίτη express του 21ου αιώνα. Εντυπώνεται στην κόρη του ματιού χωρίς να απευθύνει ένα πνευματικό κάλεσμα, πάρεξ ενός βεβιασμένου επιφωνήματος σαν χαλασμένη κόρνα αυτοκινήτου.

Τον ξανακοιτάω. Και μου μοιάζει τόσο έκθετος, παράταιρος πολύ, χωρίς να εκφράζει ίχνος συγγένειας με αυτό τον τόπο, χωρίς να επικοινωνεί με κάποιες από τις τόσες και τόσες ελληνικότητες, μα κυρίως ανίκανος να παράξει εκ νέου μια δικιά του. Γιατί δεν λαμβάνει υπόψη του την έννοια του λεκανοπεδίου, τις τόσες καμπυλότητες τριγύρω, δεν εκφράζει την απλότητα, όπως για παράδειγμα την εκφράζουν τα αρχετυπικά και σιωπηλά ανάγλυφα σύμβολα του Μόραλη στα πλάγια του Χίλτον. Σχεδόν στρεβλώνει τη δημόσια σφαίρα, μη αναδεικνύοντας ούτε το ελληνικό φως, έτσι αδόκιμα που έχουν στοιβαχτεί οι γυάλινες επιφάνειες πάνω σε έναν αθέατο σιδερένιο σκελετό.

Όσο κι αν τον κοιτάξω, δεν αποτελεί προϊόν πυκνού στοχασμού, έτσι ώστε να μπορεί να παράξει μια πολιτιστική συνείδηση. Να σταθείς για ποιο λόγο πάνω από δέκα δευτερόλεπτα; Ακόμη και σχεδιαστικά, δεν είναι παρά ένα απλοϊκό σκαρίφημα, που επενδύθηκε με γυαλί και χτίστηκε αρχιτεκτονικά (κι όχι με επιτυχία καθότι ο αρχικός «Δρομέας» στην Ομόνοια, που σχεδιάστηκε επί δημαρχίας Έβερτ το 1988, εμφάνισε γρήγορα προβλήματα στατικότητας και το γλυπτό επανασχεδιάστηκε πριν μεταφερθεί στο Χίλτον).

Photo: Κ. Βαρώτσος

Προς επίρρωση των παραπάνω, αξίζει να αναφερθεί πως ο αρχικός τίτλος κατά τον γλύπτη έφερε το όνομα «Ξένος». Η αλλαγή τιτλοφορίας επιβεβαιώνει πως η εσωτερική πνευματικότητα στον πυρήνα του έργου είναι το αδύναμο σημείο του, συγκριτικά μάλιστα με άλλα έργα του ίδιου καλλιτέχνη, μη ανθρωπόμορφα, που εκπέμπουν ένα εννοιολογικό δέος, και διόλου δεν μπορούν να συγκριθούν με τον οχτάμετρο «Δρομέα».

Θα τον ξανακοιτάξω μια τελευταία φορά, έχοντας το μικρόβιο της αμφιβολίας μέσα μου. Μα είμαι σίγουρος πια. Η γιγαντιαία του υπόσταση επιβάλλεται δια της βίας και εντυπωσιοθηρικά. Σχεδόν δεν αποπνέει καμία ευγένεια ψυχής, παρά μονάχα κόψη και διαμελισμό, γεγονός που ενδεχομένως εκφράζει την απόλυτη αλήθεια του καιρού του: μα η τέχνη δεν είναι απλώς μια κομψή καταγραφή της στιγμής, που έχει στόχο να ωραιοποιεί το αδιέξοδο. Δεν αρκεί ο «Δρομέας» από μόνος του, πρέπει να καταθέσει και τη διαδρομή. Μέχρι τότε θα σηματοδοτεί και θα αποζητάει από τον θεατή του μονάχα συμβιβασμό και κοινωνική αποδοχή.

Ας ξεκαθαρίσω, βέβαια, πως εκφράζω μια προσωπική άποψη εδώ, και ούτε έχω την απαίτηση να φύγει ο «Δρομέας». Κατ’ ουσίαν δεν το θεωρώ ένα έργο τέχνης περισσότερο παράταιρο από αρκετά άλλα μέσα στη πόλη, κι ούτε έχω την ψευδαίσθηση πως η απώλειά του θα άνοιγε τον δρόμο για κάτι ουσιαστικότερο. Αντιλαμβάνομαι, άλλωστε, τα ερείσματα που έχει στην πόλη και τα σέβομαι, εφόσον δεν αγγίζουν ανιστόρητες φαιδρότητες αγανακτισμένων Αθηναίων του στυλ «ο Δρομέας είναι εθνικό σύμβολο και μνημείο» (τι μνημονεύει άραγε, κύριε πρόεδρε της ΠΟΕΔΗΝ;).

Για την ώρα, μου αρκεί που άνοιξε το θέμα της φυγής του, είτε αυτό άνοιξε άγαρμπα μέσω της Υπουργού Πολιτισμού, είτε ανοίχτηκε μικροπολιτικά ή εμμονικά από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Πάντως ανοίχτηκε για τα καλά, γιατί ο «Δρομέας» έχασε δομικά την αρχιτεκτονική ουδετερότητά του, απέκτησε κομματικά σημαινόμενα, δεξιοποιήθηκε.

Τελικά, αν σώνει και ντε πρέπει να τον ορίσουμε ως «μνημείο», θα έλεγα πως συμβολίζει τη ρευστότητα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου και οι στρώσεις γυαλιού παραπέμπουν στην ευέλικτη συσσώρευση που αφήνει πίσω της κατατρεγμένους. Άλλωστε και σχεδιαστικά (ένας δρομέας δεν τρέχει με τα δυο χέρια όπισθεν του σώματος) παραπέμπει σε ένα «όπου φυσάει ο άνεμος», ο ούριος άνεμος του κέρδους.

Η δημιουργία ενός έτερου «Δρομέα» από τον Κ. Βαρώτσο, έπειτα από παραγγελία ζάμπλουτου τούρκου επιχειρηματία για να κοσμεί τη βίλα του στην Μύκονο, επιβεβαιώνει τα επιδερμικά σημαινόμενα τόσο του έργου -για την κατ’ επίφαση αστικότητα που θέλει να υπερασπίσει-, όσο και της σύγχρονης τέχνης σε μεγάλο μέρος της -για τον τρόπο που άγεται και φέρεται.

Στην έπαυλη του Ουγκούρ Οζκάν στη Μύκονο

Αυτό που θέλω να δηλώσω, λοιπόν, είναι το εξής: αλίμονό μας αν τα τοπόσημα της κοινωνίας μας ομοιάζουν με τα τοπόσημα των περαστικών τουριστών και των θαμώνων του Χίλτον. Εκατοντάδες τοπόσημα βρίσκονται γύρω από τον «Δρομέα», που μένουν να ανακαλυφθούν από εμάς και μόνο εμάς, και να πουν τη δικιά τους ιστορία. Αρκεί βέβαια να περιπλανηθείς πέρα από τις μεγάλες λεωφόρους, βρίσκοντας διέξοδο από τη δυστοπία την οποία εκπνέει από τα πνευμόνια του ο «Δρομέας».

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.