Οὕτως ἀναστὰς Ἰὼβ ἔῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκείρατο τὴν κώμην τῆς κεφαλῆς καὶ πεσὼν χαμαὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν· αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο·

Το απόγευμα της περασμένης Κυριακής η Κοκκινιά απέπνεε έναν αέρα αξιοπρεπούς εγκατάλειψης. Υπερήφανης μοναξιάς και εγκατάλειψης. Τα ρολλά και οι αλυσίδες των κλειστών καταστημάτων, η απρόβλεπτη ρυμοτομία. Πρέπει να περάσεις μπροστά από όλες τις μεγάλες μεταφορικές για να φτάσεις μέσω της Θηβών στην Κοκκινιά. Να νιώσεις μόνος. Μάντρες, συρματοπλέγματα, αποθήκες σαν μαρμαρωμένοι γίγαντες που ξάπλωσαν. Εικόνες μεταξύ τους ίδιες, κανένα σημάδι δεν μπορείς να βάλεις, να διευκολύνεις την επιστροφή. Υπερήφανη μοναξιά. Εγκατάλειψη. Καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία. Περαστικός, κανείς. Χαμηλώνεις ασυναίσθητα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Πηγαίναμε και πηγαίναμε μες στη νέκρα, μέσα σ’ ένα λιοπύρι χάλκινο που σ’ έτσουζε. Ώσπου άρχισαν τα σπίτια να πυκνώνουν. Να εμφανίζονται πλατείες εκ των ενόντων. Πέταλα μικρά. Οι πρώτοι πεζοί. Ποιον όμως να ρωτήσεις πού γίνεται η εκδήλωση του φεστιβάλ Αθηνών. Ποιον να τολμήσεις να ρωτήσεις. Καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία. Άνθρωποι με αθλητικές φανέλες μινέρβα και τσιγάρο από ώρα να μην καίει πια. Στο ΚΑΠΗ είδα κολλημένες μερικές αφίσες, όμως τίποτα σχετικό με την Καρτερία. Με την παράσταση, βασισμένη σε κείμενα του Ιώβ που θα δινόταν στο συγκρότημα των εργατικών πολυκατοικιών, με είσοδο από οδό Αγρινίου. Έπρεπε μόνοι μας να το βρούμε, ήταν μάλλον μέρος της κυριακάτικης αυτής επιλογής η αναζήτηση, η περιπλάνηση στο στενό αγέρωχο χώρο. Κι όμως. Βρεθήκαμε κάπως ξαφνικά σε ένα πλάτωμα. Απέναντι ακριβώς σε παράταξη οι εργατικές πολυκατοικίες, έφτιαχναν μια μεγάλη σκιά για όλους μας. Στο σημείο βαλμένες ημικυκλικά αλλά ακατάστατα, οι καρέκλες, άσπρες, πλαστικές, του γύφτου. Με τις τρεις χαρακιές στην πλάτη τους. Σαν τρίγλυφο. Οι πολυκατοικίες…. Αυτά τα όρθια ορθογώνια με το σκασμένο πρόσωπο. Με τους σοβάδες να κρέμονται σαν πέτσες. Αυτό το χρώμα από ρόδο της ερήμου. Σκηνογράφοι πολλοί θα προσπάθησαν να αναπαραστήσουν κάτι ανάλογο στην Επίδαυρο, να πετύχουν, έστω να πλησιάσουν ένα τέτοιο χρώμα. Άνθρωποι στα μπαλκόνια ίσα που χωρούσαν και δίπλα τους μια πλαστική λεκάνη. Όχι πολλοί. Τα περισσότερα διαμερίσματα έμοιαζαν εγκαταλελειμμένα. Αυτοί θα παίξουν;, λέω μέσα μου. Ωραία θα ‘ταν. Σκέφτηκα αφελώς την Κέρκυρα. Τα πετεγολέτσα. Όμως όχι, οι άνθρωποι απλώς μπαινόβγαιναν στα μπαλκόνια τους ράθυμα και χωρίς συγκεκριμένη αιτία, όπως συνήθως γίνεται όταν έχει καύσωνα. Άλλος ξυνόταν, άλλος με νερό στην αγκαλιά, άλλος μια φέτα καρπούζι. Ήταν αυτάρκης και εύρυθμη η Κοκκινιά εκείνο το απόγευμα της Κυριακής, δεν ξέρω τι θέλαμε εμείς οι φεστιβαλικοί. Οι εισβολείς εκεί εμείς με τα συρμάτινα κοσμήματα και μ’ ένα πρόγραμμα στο χέρι. Στο πίσω μέρος του πλατώματος, μία παρέα ανδρών που έμοιαζαν να ‘ναι μεταξύ 40 και 70 ετών, έπαιζε ντόμινο μανιωδώς. Χτυπώντας τα πούλια εμφατικά. Γελούσαν. Στα δόντια φαινόταν η ιστορία, η ζωή που είχαν κάνει. Ο άντρας με το ακρωτηριασμένο χέρι σημείωνε σε ένα μπλοκ το σκορ. Ανησυχούσα πως δεν θα ακούμε απ’ το “κλακ- κλακ” τα λόγια των ηθοποιών. Μα, ποιοι ήταν οι ηθοποιοί; ποιοι οι παρίες; -Δούλεψα στον Κεράνη. -Εγώ στον Παπαστράτο. -Έχω έναν πόνο στο στήθος. -Να κόψεις το κάπνισμα. -Δεν καπνίζω. -Κάποτε η Κοκκινιά ήταν γεμάτη σινεμά. -Κάθε γωνία και κινηματογράφος. -Τα σπίτια ανοιχτά. -Μύριζαν σουτζουκάκια. -Ήμασταν Πόντιοι, Πολίτες, Αρμένιοι, ήμασταν Σμυρνιοί. -Τραγουδούσαμε ρεμπέτικα. -Περιπλανώμενος δυστυχισμένος. -Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι σαν από δωμάτιο σε δωμάτιο του δικού μας σπιτιού. Σπίτια κλουβιά. Ο ένας κοιμόταν ψόφιος πάνω στον άλλον μετά το εργοστάσιο. Μες στον ύπνο τα κάναν τα παιδιά. Αλήθεια είναι, αλήθεια λένε, σχολίαζαν οι γυναίκες δίπλα μου. Θυμάσαι; θυμάμαι. Τα γέλια μας; Και τα ντολμαδάκια. Ναι, ναι! Μα, λέω μέσα μου, γιατί μιλάνε συνέχεια; γιατί όλο επαναλαμβάνουν αυτά που λέγονται; γιατί δεν κάνουν λίγη ησυχία; Μεγάλες γυναίκες, πρησμένες, κουρασμένες, με δυνατά χέρια. Γυναίκες υποστηλώματα. Μαλλιά κουρεμένα αντρικά. Όπως έκοψε τα μαλλιά του σύρριζα ο Ιώβ θρηνώντας για τα δεινά που τον έπλητταν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. -Γι’ αυτό ξαναγύρισα. -Γι’ αυτό δεν έφυγα ποτέ. -Τώρα στην πλατεία γίνεται εμπόριο ναρκωτικών. -Πρέπει να περνάς από την έξω μεριά των πολυκατοικιών. -Άλλος με ΕΣΠΑ άνοιξε πορνείο. Ηθοποιοί αγκαλιασμένοι ανάμεσα στις μπουγάδες αναπαριστούν τη μνήμη. Το πάλαι ποτέ. Το κάποτε. Το τότε. Με πολύ απλά λόγια σαν αυτά που δεν καλοβλέπει συνήθως η λογοτεχνία. Με πολλά ρήματα, πολύ παρατατικό. Στο πίσω μέρος της πλατείας, κάτω απ’ τα δέντρα, το ντόμινο συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Κλακ κλακ! Μου πήρε ώρα ομολογώ να υποψιαστώ, να καταλάβω, πως ήταν μέρος της παράστασης. Πως όλα, ηθελημένα και μη, όλοι οι παριστάμενοι, εν γνώσει τους ή όχι, συμμετείχαν. Όχι επιτηδευμένα. Η Καρτερία δεν ήθελε να διαταράξει την ισορροπία, το ζωντανό οργανισμό, την καθημερινότητα, τους ρυθμούς, τις συνήθειες της πλατείας. Κι εγώ, να θέλω ησυχία. Ενώ ο κόσμος, φώναζε και σφύριζε και μόνο στο άκουσμα της λέξης Κοκκινιά. Ποτέ δε σκύψαμε το κεφάλι!, ακούγονταν διάσπαρτες φωνές από τους θεατές σα να ‘σκαγαν δίπλα σου πυροτεχνήματα. Δόξα και τιμή! Το δικαίωμα στην κραυγή. Άκου ησυχία… Καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία. Ντράπηκα. Ήρθαμε με τις λάσπες να ποδοπατήσουμε μια αιθέρια κουρελού. Κι όταν στο τέλος, οι, πώς να τους ονομάσω, οι βασικοί ηθοποιοί, όλοι τους Κοκκινιώτες, κατευθύνθηκαν προς το πίσω μέρος της πλατείας, σηκώνοντας και ξεσηκώνοντας τους τύπους που έκλεισαν πια ηχηρά το ντόμινο, και φέρνοντάς τους στη σκηνή, χωρίς να υπάρχει σκηνή, και όλοι πιασμένοι απ’ τα χέρια σα να χόρευαν πριν χαθούν υποκλίθηκαν, τότε είδα τον άνθρωπο με το άδειο μανίκι, να είναι τελευταίος, ή πρώτος, αναλόγως πώς κοιτάει, πώς κανείς βλέπει τα πράγματα, πιασμένος απ’ το δεξί χέρι με τους υπόλοιπους, τελευταίος ή πρώτος και πιο γελαστός απ’ όλους. Σαν έτοιμος. Σαν ένας από τους εβδομήντα πέντε. Η Μάντρα. Η πλατεία της Οσίας Ξένης. Το παλιό ταπητουργείο. Το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το κόκκινο βέλος στην ταμπέλα του φεστιβάλ Αθηνών. Νιώθω ήσυχη που ξέρω μες στην πηχτή ανασφάλεια του καλοκαιριού αυτού, πως υπάρχει η Κοκκινιά, πως υπάρχει η μικρή αυτή πλατεία, το στοιχειώδες άνοιγμα που παίζουν οι άντρες ντόμινο, κλακ κλακ, και που οι γεροδεμένες γυναίκες λένε ιστορίες για τότε, με δυο λόγια, νιώθω ήσυχη που η Καρτερία παίζεται ακόμα

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Κατερίνα Χανδρινού γεννήθηκε στην Αθήνα. Από έρωτα. Διαβάζει πολύ, δικηγορεί αρκετά, γράφει λίγο. Θα μπορούσε και λιγότερο. Συνδιαχειρίζεται την ηλεκτρονική πλατφόρμα λόγου www.litart.gr.