«Σε μια οικογένεια όπου ο νόμος του πατέρα-αφέντη εφαρμόζεται με “μαφιόζικες” μεθόδους, η Στέλλα αρνείται να παντρευτεί αυτόν που της επιβάλλεται από το περιβάλλον της και επιμένει για το αυτονόητο δικαίωμα της προσωπικής επιλογής. Ο έρωτας όμως, ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση ατομικής ελευθερίας, ακυρώνεται μπροστά στο συμφέρον, που υποχρεώνει σε υποταγή στις ειλημμένες αποφάσεις. Αξιοπρέπεια, ηθική τάξη και συναισθήματα θεωρούνται πολυτέλεια».

Έτσι περιγράφει η σελίδα του Εθνικού Θεάτρου το έργο, έτσι το αναπαράγουν και τα υπόλοιπα μέσα που διαφημίζουν την παράσταση (https://www.n-t.gr/el/events/Stella). Όπως φαίνεται το θεατρικό ντεμπούτο του Γιάννη Οικονομίδη κρύβει στον πυρήνα του μια τραγική σύγκρουση. Η Στέλλα είναι μια Αντιγόνη, που το δικαίωμα της στην αγάπη υπερβαίνει την υποχρέωση της στην υποταγή.  Γιατί τότε η Στέλλα είχε αποδεχθεί το deal του αρραβώνα με τον εκλεκτό της οικογένειάς της; Γιατί μόνο όταν ανακαλύφθηκε -μια βδομάδα πριν το λογοδόσιμο- η ύπαρξη του εραστή της έκανε την επανάστασή της, αρνούμενη να παντρευτεί τον γόνο της πολιτικής οικογένειας; Η Στέλλα υποστηρίζει  πως η αγάπη σε αλλάζει, όμως περιμένει από τον πατέρα-αφέντη να την καταλάβει και να τη συγχωρέσει, χωρίς να πράττει αυτό που πραγματικά επιθυμεί παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια της, όπως η προαναφερόμενη σοφόκλεια ηρωίδα.

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι απλή. Αν η ένταση της τραγωδίας τοποθετείται σε αυτό το παραλίγο που θα γεφύρωνε τις δυο αντίρροπες δυνάμεις, στη Στέλλα η ένταση προκύπτει από το καταστατικά αγεφύρωτο και αλλοτριωμένο της πιο πυρηνικής συστατικής μονάδας της κοινωνίας: Της οικογένειας. Αξιοπρέπεια, ηθική τάξη, επιλογή, νόμος, πατέρα-αφέντης, τίποτα από αυτά δεν έχει πραγματική υπόσταση στη Στέλλα. Είναι ένα κενό γράμμα και όχι πραγματικό πεδίο μάχης. Ο Οικονομίδης θα μπορούσε να βάλει δυο ηθοποιούς να υποδυθούν τα αδέλφια σε μια γυμνή σκηνή, με μόνη εντολή να αναφλεγούν και να τσακωθούν. Τα κίνητρα θα τα ανακάλυπταν μετά. Και αυτός θα έβρισκε την κατάλληλη σκηνοθετική ματιά, ώστε να αποσπάσει τα περισσότερα από αυτόν τον θυμό.

Όποιος είναι εξοικειωμένος με τις ταινίες του Οικονομίδη, γνωρίζει τι να περιμένει. Ακατάσχετη βωμολοχία, βία, πανικός, λογοδιάρροια, ματαίωση, άνθρωποι που δεν συνομιλούν με ανθρώπους αλλά με τοίχους. Λειτουργεί στη θεατρική γλώσσα; Και ναι και όχι.  Υπάρχει μια κινηματογραφική αίσθηση στους αφηγηματικούς αρμούς της παράστασης, πράγμα εν μέρει λογικό λόγω των καταβολών του σκηνοθέτη. Οι υστερικές εξάρσεις των ηρώων ωστόσο δεν «ανασαίνουν» από τη χρήση του μοντάζ και την αλλαγή της γωνίας λήψης, με αποτέλεσμα να παρακολουθούμε μονοκόμματα ξεσπάσματα, με ρυθμό 120 λέξεων το δευτερόλεπτο. Ο Οικονομίδης επιθυμεί από τον θεατή να εσωτερικεύσει την ταλαιπωρία των ηρώων του, να τη νιώσει στο πετσί του, και τα καταφέρνει άριστα. Οι κοιλιές των ηθοποιών, τα πνευμόνια, η γλώσσα, το λαρύγγι, όλα καταπονούνται, όμως η εστίαση της υποκριτικής σε μια επίπονη εκγύμναση του σώματος, δεν συνιστά τη βασιλική οδό για την απόδοση των όρων που το ίδιο το έργο προϋποθέτει για τον εαυτό του. Υπενθυμίζουμε: «Αξιοπρέπεια, ηθική τάξη και συναισθήματα που θεωρούνται πολυτέλεια». Δεν υπάρχει ούτε ένας πραγματικός μονόλογος στο έργο. Υπάρχει κυρίως αντίλογος. Οι ήρωες δεν απαιτούν, αντιδρούν, τους προλαβαίνουν τα γεγονότα. Ο μόνος ίσως μονόλογος σε όλη την ενενηντάλεπτη διάρκεια είναι η παράδοξη σιωπή της Στέλλας στο φινάλε. Είναι η στιγμή που έχει πάψει ο φόβος. Δεν αντιδρά ποτέ στο χέρι που της τείνει συμφιλιωτικά ο πατέρας της. Ίσως τότε να επιθυμεί όντως κάτι, ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι αυτό.

Καταλήγοντας. Το έργο έχει αρετές. Παρά τις σαπουνοπερικές καταβολές της πλοκής (πλούσιος μαφιόζος πατέρας που επιθυμεί να μπει στην πολιτική, κόρη που θέλει να παντρευτεί άλλον, μάνα αλκοολική κτλ), η in yer face αισθητική της παράστασης τρυπώνει μέσα σου και μετουσιώνεται σε αυτό το άβολο διαρκές δάγκωμα των χειλιών και στις κλεφτές ματιές προς την έξοδο. Γιατί το έργο είναι ανυπόφορο και αυτό ήθελε να πετύχει.

 


 Το «Στέλλα Κοιμήσου» αποτέλεσε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιάννη Οικονομίδη στο Εθνικό Θέατρο το 2016. Η παράσταση έκτοτε συνέχισε την πορεία της και αλλού. Ανέβηκε για δύο τελευταίες φορές στο Κηποθέατρο Παπάγου στις 18 & 19 Σεπτεμβρίου 2019.