Αέρας

Έπεα πτερόεντα αρχαϊστί, verba volant λατινιστί, κι ένας θεός ξέρει πώς αλλιώς άλλοτε από άλλους. Ας πορεύεται η ανθρωπότητα με τα scripta της, αποστήθισα μπόλικα από δαύτα για να μπορώ τώρα να βγάζω το ψωμί μου θεραπεύοντας, στειρώνοντας ή «κοιμίζοντας» τα ζωάκια της γειτονιάς, ωστόσο από verba και έπεα είναι το φως των πιο φωτεινών στιγμών μου αλλά και το σκοτάδι των πιο σκοτεινών περιοχών μου: γλυκόλογα, ερωτόλογα, ιδιαίτερες προσφωνήσεις, εξομολογήσεις, προσβολές, υπερβολές, υπονοούμενα, αποχαιρετισμοί, ευφρόσυνες ή αλγεινές αναγγελίες, πληροφορίες αδιαμεσολάβητες, από κάποιο στόμα κατευθείαν στο αφτί μου, πότε γλείφοντας και πότε δαγκώνοντας τον ακουστικό πόρο –μια ετερόκλητη πολυφωνία με τους αναμενόμενους αλλά και απίθανους χορωδούς της, όπως εκείνος ο άγνωστός μου άντρας, που τρεις η ώρα τη νύχτα ουρλιάζοντας «ΒΟΗΘΕΙΑ» μ’ έβγαλε κακήν κακώς από τον ύπνο στην αφύπνιση κι απ’ το υπνοδωμάτιο στο μπαλκόνι να γυρεύω αλαφιασμένη τη σκηνή του μακελειού, αλλά τίποτα. Κανείς. Ησυχία. Όποιος κι αν ήταν είχε εξαφανιστεί κι ό,τι κι αν ήθελε είχε χαθεί μαζί του. Κι όμως, ας έχουν μεσολαβήσει κοντά είκοσι χρόνια, κουβαλάω ακόμα την ανατριχίλα που προκαλεί μια σπαρακτική κι αγωνιώδης έκκληση, κι ας μην έμαθα ποτέ ούτε το αίτιο του σπαραγμού, ούτε τον φορέα της αγωνίας, ούτε το ακριβές περιεχόμενο της έκκλησης.

Εκ των υστέρων διαπιστώνει κανείς μυστικές συνάφειες, κοινά φλεβικά δίκτυα που συνδέουν άσχετα συμβάντα, των οποίων μάλιστα η συνειρμική ένταση δεν προκαλείται τόσο από ό,τι τα εξομοιώνει αλλά απ’ αυτό που τα διαφοροποιεί: από τη μια, ένας παντελώς άγνωστος που τον ακούς άπαξ να καλεί κάποια νύχτα σε βοήθεια και, από την άλλη, ο πιο δικός σου άνθρωπος που δεν τον ακούς να καλεί κάθε μέρα σε βοήθεια. Ω, ας το είχαν κάνει και οι δύο με τον ίδιο τρόπο! Όμως ο γιος μου ποτέ δεν καταδέχτηκε να ουρλιάξει.

Γενικώς, δεν συγκαταλεγόμαστε στα θορυβώδη σπίτια. Τρεις άνθρωποι όλοι κι όλοι, απόντες τις περισσότερες ώρες, ο Γιάννης κι εγώ στο κτηνιατρείο, ο Πέτρος στο σχολείο και στα φροντιστήρια, τι θόρυβο να κάνουμε; Γουργουρητό. Ναι, αυτό θα έλεγα πως είναι το ακουστικό στίγμα του σπιτιού μας. Ένα διαρκές γουργουρητό που προκαλείται από τα ηλεκτρικά στόρια όταν μπαίνουν σε κίνηση, από την καφετιέρα όταν μπαίνει σε λειτουργία, απ’ το πλυντήριο ρούχων, πριν να περάσει στο βουητό των γρήγορων στροφών του στεγνώματος, από τα ακουστικά που έχει κολλημένα ο μικρός στ’ αφτιά του για ν’ ακούει μουσική, απ’ τον νεροχύτη όταν καταπίνει τα νερά, από τον Γιάννη κι εμένα όταν συζητάμε, και ειδικά όταν συζητάμε το πρωί στην κουζίνα, και ειδικότερα όταν συζητάμε το πρωί στην κουζίνα για τον Πέτρο, τα ίδια λόγια κάθε πρωί, γουρ γουρ γουρ γουρ, κωδικοποιήθηκαν πια σ’ ένα γκρινιάρικο μα καθησυχαστικό γουργουρητό, που κάποια στιγμή προβιβάστηκε σε κανονικό μουρμουρητό, γιατί ο κώδικας δεν έφτανε να περιγράψει την καινούργια κατάσταση, και η ανταλλαγή των κρίσεων και των πληροφοριών έπρεπε να εξυπηρετηθεί από τη συμβατική γλώσσα: «Κοιμάται πολύ περισσότερο –το έχεις διαπιστώσει κι εσύ, έτσι; Πού τον βάζει τόσο ύπνο; Τι τεμπελόσκυλο, θεέ μου. Μη μιλάς έτσι για το παιδί. Τι παιδί, ρε Βίκυ, δεκαπέντε χρονών μαντράχαλος. Πρώτον, μη σε μπερδεύει το ύψος του και, δεύτερον, θέλει σχεδόν τετράμηνο για να γίνει δεκαπέντε. Τρίτον, τρώει όλο και πιο λίγο, αυτό το έχεις προσέξει; Θα σου πω εγώ όχι τι τρώει και τι δεν τρώει, αλλά τι ΤΟΝ τρώει: ότι ξεκίνησε πάλι το σχολείο. Αυτό είναι που τον έχει παραλύσει. Το σιχαίνεται. Ναι, αλλά είναι καλός. Ναι, αλλά το σιχαίνεται. Τέλος πάντων, πήγαινε να τον ξυπνήσεις, θα χάσει το σχολικό και θα τρέχουμε πάλι».

Γι’ αυτό λέω ότι καμιά φορά τα φέρνει ο διάολος και τελείως άσχετα συμβάντα αλληλοαναγνωρίζονται, σαν χαμένα αδέρφια, και κάτι σού θυμίζει αυτό το «Πέτρο, ξύπνα» αλλά συνεχίζεις να ξεπλένεις τα φλιτζάνια τού καφέ στον νεροχύτη, παρότι καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, μέχρι που ακούς ένα είδος «ξύπνα» που είναι σε ύψος, όγκο και χροιά ολόιδιο με κείνο το προ εικοσαετίας «ΒΟΗΘΕΙΑ», δηλαδή είναι «ΞΥΠΝΑ», εναγώνιο και κεφαλαιογράμματο, και μάλιστα έχουν και τα δύο τη δραματικότητα της έκκλησης, ενώ το «Ξύπνα» θα έπρεπε να είναι σκέτη προσταγή, κάτι θυμάμαι από εγκλίσεις, κάτι ξέρω κι από εκκλήσεις, και μπορώ να βεβαιώσω ότι αυτό το δεύτερο «ΞΥΠΝΑ» του Γιάννη προς τον Πέτρο ήταν σε μιαν άλλη έγκλιση, ψευδοπροστακτική ή, καλύτερα, εκκλητική, που δεν υπάρχει δηλαδή αυτό το πράγμα στη γλώσσα, αλλά τι όνομα να δώσεις στην έγκλιση που εκφράζει προσταγή και συγχρόνως έκκληση για βοήθεια, και μάλιστα, αν έπρεπε πλήρως να την προσδιορίσω, θα την έλεγα «αιολική εκκλητική», διότι αδειάζουν τα πνευμόνια σου καθώς την προφέρεις κι ο αέρας που παράγεται είναι εκπληκτικής έντασης, το έζησα αυτό το πράγμα, γιατί από πού αλλού μπορεί να προήλθε αυτός ο αέρας μες στο σπίτι αν όχι απ’ τα πνευμόνια του Γιάννη την ώρα που σχημάτιζε την αιολική εκκλητική του, τρελά μποφόρ, με έσπρωχναν προς τα πίσω, τρόμαξα να φτάσω ως το δωμάτιο του παιδιού, του παιδιού μου, και παρότι κυριαρχούσε εκεί μέσα μια μυρωδιά από ούρα και κόπρανα, αυτό που μου εντυπώθηκε ήταν το λίγο ξεραμένο σάλιο στις άκρες των χειλιών, των χειλιών του, αλλά και οι χερούκλες τού Γιάννη που τράνταζαν τους ώμους του μικρού, τράνταζαν το στέρνο του, «σιγά, ρε Γιάννη, θα τον σπάσεις, παιδάκι είναι» σκέφτηκα, μα ευτυχώς τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι, ώστε ένα ταπεινό έπος πτερόεν έβαλε κάτω εκείνη τη στιγμή όλα τα γραπτά και τα scripta και τις αιώνιες σοφίες και τις αθάνατες λογοτεχνίες, και πολύ εγωιστικά μιλώντας, το αναγνωρίζω, και μάλλον κοντόφθαλμα, ίσως και παράλογα, ακόμα και τώρα λέω, το λέω και τρέμω, αλλά το πιστεύω, ή μάλλον το νιώθω, ότι ο Γιάννης εκείνη την ώρα νενίκηκέ σε, Όμηρε, και σένα Σαίξπηρ και Σολομών και Σολωμέ, με μια λέξη μόνο σάς διέλυσε, μόνο με μια λέξη: «Αναπνέει»…

 

Φωτιά

Από τα μάτια πιάνεται. Στα χείλη κατεβαίνει. Η αγάπη. Ο φόβος όχι. Ο φόβος πιάνεται απ’ τ’ αφτιά. Στο στήθος κατεβαίνει. Τα δικά μας αφτιά κατέβαζαν στο στήθος μας τον φόβο από τα κριτς κριτς που ακούγονταν μέσα απ’ τα ξύλα του σπιτιού, τα χρ χρ μέσα απ’ τους τοίχους, τα φρρρρρ κάτω απ’ τα δάπεδα, τα κρακ κρακ μέσα απ’ το ταβάνι. Μα τι ήταν όλα αυτά; Πολύ ορθολογιστές για να αποδώσουμε τους ήχους σε φαντάσματα, αρκετά υποψιασμένοι για να τους παραβλέψουμε αποδίδοντάς τους ψευδαισθητική προέλευση, απολύτως παρηγορημένοι από τους πραγματογνώμονες που μας διαβεβαίωναν ότι το σπίτι δεν έχει κανένα πρόβλημα, «μόνο τους σεισμούς να φοβάστε, παιδιά», σχετικά ευχαριστημένοι από τη διαπίστωση ότι το γουργουρητό μας έφερνε μια κάποια αραίωση στην περιοδικότητα και μείωση στην ένταση των ήχων, αρνούμασταν ωστόσο να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι από πουθενά δεν ακουγόταν ο μόνος ήχος που επιδιώξαμε στη ζωή μας: το τικ-τακ ενός ακριβέστατου ελβετικού ρολογιού.

Και τι γκαντεμιά, οι ήχοι γίνονταν ευκρινέστεροι κάθε φορά που η ζωή μας γινόταν ευτυχέστερη. Κριτς κριτς, όταν από την τρύπα τού πρώτου μας ιατρείου περάσαμε στο κόσμημα που ο μικρός ακόμα και τώρα το λέει Χιχιπί, αλλά οι πραγματικοί πελάτες και οι εικονικοί μας επισκέπτες στο διαδίκτυο το ξέρουν ως Happy N’ Healthy Pets. Χρ χρ, όταν στην ηλεκτρονική σελίδα του ιατρείου χτυπήσαμε ρεκόρ δημοφιλίας αναρτώντας βίντεο, πρώτη φορά προσωπικό, με «Το ποντικάκι μας», δηλαδή τον Πέτρο, να κραδαίνει το πράσινο σημαιάκι του και να βρυχάται «ΠΑΟ ΠΑΟ, σ’ αγαπάω». Κι επειδή η παρεμβολή του προσωπικού παράγοντα έτυχε τόσο θερμής υποδοχής, δοθείσης κάθε μικρής και μεγάλης ευκαιρίας ρίχναμε στην αρένα της επικοινωνίας το λαχταριστό μας δόλωμα, ωστόσο κρακ, όταν «Το ποντικάκι μας μάς έκανε περήφανους: πήραμε το Lower». Ξανά κρακ (τι ζηλόφθονο σπίτι), όταν «Το ποντικάκι μας μάς δικαίωσε: πήραμε το Goethe-Zertifikat B1». Φρρρρρ, όταν «Το ποντικάκι μας μάς συγκίνησε»: στο πιάνο ο Πέτρος παίζει το Für Elise. Κριτς, κρακ, χρρρρ, φρρρρ, κάθε φορά που το «ποντικάκι μας» αναρτάτο σημαιοφόρος, κολυμβητής, σκακιστής, αλπινιστής. Κάποια στιγμή, ο Γιάννης βρήκε τελείως ηλίθιο ν’ αποκαλούμε το παιδί μας «ποντικάκι», ειδικά όταν ποζάρει ανάμεσα στα γατάκια, τα σκυλάκια, τα παπαγαλάκια και τα χαμστεράκια του ιατρείου, φορώντας την Κίτρινη Ζώνη τού Τάε Κβον Ντο, σε στάση «τσουμπί», δηλαδή ετοιμότητας. Θα έπρεπε, λέει, να περάσουμε σε ένα επίπεδο τέτοιο, ώστε ούτε ο μικρός να παρομοιάζεται με ζώο, και μάλιστα τρωκτικό, ούτε εμείς να δείχνουμε γλυκεροί, και μάλιστα κοινότοποι. «Και με τι να συνοδεύσουμε τη φωτογραφία, ρε Γιάννη;» Σε στάση πνευματικής «τσουμπί» και ο Γιάννης, πληκτρολόγησε με τα ίδια του τα δάχτυλα την επική λεζάντα: «Αυτός ο Πέτρος ο μικρός. Ο Μέγας». Η δημοφιλία της ανάρτησης ξεπέρασε ακόμα και τον θάνατο του Μπαμπίκου, του αξιαγάπητου αδέσποτου της πόλης μας, που μας το έφεραν σε κακά χάλια, χτυπημένο από αυτοκίνητο. Η διάσωσή του θα πήγαινε τις μετοχές μας στον θεό, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο, αν και κάναμε ό,τι μπορούσαμε: και μαύρη φωτογραφία προφίλ βάλαμε και μαύρη φωτογραφία εξωφύλλου και «μαύρη» γλώσσα στην είδηση: «Είμαστε συντετριμμένοι! Δυστυχώς, ο λατρεμένος μας Μπαμπίκος δεν τα κατάφερε». Δεν γινόταν να κάνουμε τίποτα καλύτερο. Μόνο το σπίτι μας δεν το καταλάβαινε αυτό κι εννοούσε να ενορχηστρώνει συστηματικά τον εκφοβισμό μας μέσα από τους αγνώστου προελεύσεως ήχους του.   

Έπρεπε να δω τον Γιάννη να κουβαλάει τον αναίσθητο γιο μας στα χέρια του και να κατρακυλάει τέσσερις ορόφους απ’ τις σκάλες, γιατί πατέρας και γιος δεν χωρούσαν στο ασανσέρ, γιατί ο γιος ήταν οριζόντιος και το ασανσέρ δεν έχει 170 εκατοστά πλάτος, κι έπρεπε ν’ ακολουθώ κρατώντας βλακωδώς στα χέρια μου το παντελόνι μιας καθαρής πιτζάμας κι ένα άσχετο πουκάμισο του παιδιού, αυτά βρήκα μπροστά μου, αυτά πήρα, κι έπρεπε από κάποιον ένοικο του τρίτου ν’ ακούσω κατά τη διάρκεια της καθόδου μας εκείνο το «Τι πάθατε, καλέ;» για να συνειδητοποιήσω από την ίδια μου την απάντηση πως είχα καταλάβει πια την προέλευση των ήχων, «Φωτιά» απάντησα, «Ξέσπασε, ξέσπασε», κι έδειξα προς τα πάνω κι εννοούσα το σπίτι μας, κι άσε τον άλλον να ψάχνει για καπνούς και φλόγες, αν μπορούσε η βιβλική βάτος να φλέγεται χωρίς να καίγεται, εμείς μπορούσαμε να καιγόμαστε χωρίς να φλεγόμαστε, αλλά τι να καταλάβουν απ’ αυτά οι άσχετοι, τι να καταλάβουν ακόμα κι οι γιατροί, που ρωτούσαν αν έχει πέσει στην αντίληψή μας χρήση ναρκωτικών απ’ τον Πέτρο, αστεία πράγματα, γάλα, φυσικοί χυμοί, το έδειξαν εξάλλου και οι αναλύσεις αίματος, σούπερ, ούτε τοξίνες ούτε, θεός φυλάξοι, αναιμίες, υπεργλυκαιμίες, υπογλυκαιμίες, ανεπάρκειες ηπατικές ή νεφρικές, οπότε περνάμε στις απεικονιστικές εγκεφάλου, κι εκεί όσο να ’ναι τα χρειάστηκα, έχε γούστο να δούνε σε καμιάν εγκεφαλική αύλακα την εγγραφή με τον Πέτρο να αρνείται να πάει σχολείο γιατί όλοι εκεί με λένε Πετ, όχι απ’ το Πέτρος, μαμά, απ’ το pet, μπαμπά, μετά γαβγίζουν, νιαουρίζουν, στριγκλίζουν μες στ’ αφτιά μου, μικρό παράπονο, τι χώρο να πιάσει στον εγκέφαλο, πιο επίφοβη ήταν η ογκώδης απάντηση του Γιάννη, «Άκου, γλυκιά μου, δεν κάθομαι εγώ να βουλώνω γατίσιες μήτρες και να μοιράζω γλυκούς θανάτους στους κόπρους τούτης της μπουρδελόπολης για να μου παριστάνεις εσύ δω μέσα την τεθλιμμένη χήρα. Πόλεμο έχουμε. “Πετ” αυτοί εσένα, “αρχίδια” εσύ αυτούς. Δείχ’ τα τους, ρε μαλάκα: Νάαα! Πόλεμος είναι!» αλλά, ξαναλέω, πού να καταλάβουν οι γιατροί, όλα καθαρά τα βρήκαν, σκάει από υγεία ο Πέτρος, «και γιατί δεν ξυπνάει;», αλλά, ξέρετε, το κώμα σαν αυτό που βρίσκεται το παιδί θυμίζει καπνό χωρίς φωτιά (χα!), βλέπεις τον καπνό και ψάχνεις τη φωτιά, «πόλεμος είναι», όμως μην ανησυχείτε, δεν θα διαρκέσει, θα ξυπνήσει ο μικρός, «πόλεμος, πόλεμος, ρώτα το σπίτι να σου πει», ωστόσο, διάολε, μια τυπική διάγνωση την είχαμε ανάγκη κι ό,τι πιο κοντινό πήραμε σ’ αυτό ήταν η επιφυλακτική εικασία μιας νεαρής γιατρού: «Τι να σας πω; Μοιάζει πολύ με το Σύνδρομο Παραίτησης. Αλλά εδώ δεν είναι Σουηδία. Κι εσείς δεν είστε πρόσφυγες».  


Γη

Το ποντικάκι μας παγιδεύτηκε στη φάκα του ύπνου για πέντε μέρες. Διάγνωση δεν πήραμε ποτέ, αφού η αποσύνδεσή του από την πραγματικότητα δεν εντοπίστηκε σε νευρολογικές ή άλλες, οργανικού τύπου, ανωμαλίες. Οι λίγοι που δεν αποφύγαμε να πάρουν είδηση αυτής της περιπέτειας έμαθαν ότι ο Πέτρος χτύπησε κάπως άτσαλα στο μπάνιο κι έπαθε μια σοβαρή διάσειση με αποτέλεσμα τον προσωρινό του λήθαργο. Όποιος το πίστεψε, το πίστεψε. Την αλήθεια δεν την ξέραμε και την αληθοφάνεια μέχρι εκεί μπορούσαμε να την υποστηρίξουμε. Οι γιατροί συνέστησαν παρακολούθηση του παιδιού από ψυχολόγο. Το σπίτι σταμάτησε τη μνησίκακη μουρμούρα του –ή τουλάχιστον δεν την ακούγαμε. Κατά κάποιο τρόπο, έκτοτε ζούμε εμείς καλά, όμως αυτοί αλλιώτικα. Πάλι εμείς είμαστε αυτοί, αλλά αυτοί δεν είμαστε εμείς.

Για το Σύνδρομο Παραίτησης άκουσα πρώτη φορά από εκείνη τη νεαρή γιατρό. Αναζήτησα περαιτέρω πληροφορίες σε κάθε διαθέσιμη πηγή –μέχρι και σε φίλο αρχιτέκτονα κατέφυγα που ζει και εργάζεται στη συγκεκριμένη χώρα.  Πράγματι, το Σύνδρομο έχει ως τώρα παρατηρηθεί μόνο στη Σουηδία –άγνωστο γιατί ειδικά και γιατί μόνο εκεί. Παιδιά και έφηβοι προσφύγων είναι τα αποκλειστικά του θύματα. Προτιμά όσους προέρχονται από τις χώρες τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ωστόσο δεν λέει όχι και σε παιδιά Ρομά, Βαλκανίων ή Γιαζίντι. Σίγουρες ερμηνείες για την προέλευση αυτής της ασθένειας δεν υπάρχουν. Κατά κανόνα, αποδίδεται σε βιωματικά τραύματα που προκαλούν την κατάρρευση των παιδιών, τα οποία, αν και πλήρη υγείας κατά τα άλλα, βυθίζονται σε κώμα για βδομάδες ή και για μήνες. Υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών των οποίων η ληθαργική παραίτηση διαρκεί χρόνια. Τα περισσότερα ξυπνούν –συνήθως όταν η κατάσταση στο σπίτι τους γίνεται καλύτερη. Έχει παρατηρηθεί πως η αναγνώριση του αιτήματος ασύλου των οικογενειών τους είναι ένας καλός λόγος γι’ αυτά τα παιδιά να ξαναπιάσουν τη ζωή τους από κει που την άφησαν. Ό,τι πιο κοντινό στο Σύνδρομο Παραίτησης θεωρείται η κατάρρευση των έγκλειστων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και ο αιφνίδιος θάνατος, στην Αμερική της δεκαετίας του ’80, προσφύγων από το Λάος, για τους οποίους μαρτυρείται ότι έκλαιγαν πριν πέσουν για ύπνο και το πρωί τούς έβρισκαν νεκρούς. Είχαν τρομάξει από τους εφιάλτες τους μέχρι θανάτου –έτσι έλεγαν τότε οι γιατροί…

Αναρωτιέμαι ποια ακριβώς είναι τα υλικά με τα οποία φτιάχτηκε η κόλαση του Πέτρου. Βρίσκω πλέον διάφορα: το ανηλεές πρεσάρισμα του μικρού, ο υποβιβασμός του σε χαριτωμένο και συνεργάσιμο κατοικίδιο, η χυδαία μας εξωστρέφεια, η ασυγχώρητη αδιαφορία μας όχι μόνο για ό,τι συμβαίνει έξω απ’ τους τοίχους του σπιτιού μας αλλά και μέσα σ’ αυτούς. Πιο πολύ σαν πνευματική έκλαμψη παρά από προηγούμενη παρατήρηση, συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι ο Πέτρος είχε σχεδόν καταργήσει από τη γλώσσα του την άρνηση και την κατάφαση. «Γιατί όχι;» ήταν το πιο θερμό του «ναι», κι ένα απλό ανασήκωμα των ώμων το «όχι» του. Εκ των υστέρων, ακούγεται σχεδόν φυσικό να πέσει σε λήθαργο. Ήταν θαρρείς και γλώσσα με σώμα ταυτίστηκαν σε ένα είδος περίκλειστης και ενδογενούς αλληλεγγύης –ή και συνενοχής: ούτε ναι ούτε όχι. Μόνο βουβή υπακοή. Ούτε ζωή ούτε θάνατος. Μόνο επίμονος ύπνος.

Όμως, και πάλι, είναι δυνατόν αυτού του είδους τα βιώματα να μπουν στην ίδια ζυγαριά με τη φρίκη ενός έγκλειστου σε ναζιστικό στρατόπεδο ή με το δράμα των ανθρώπων που φτάνουν να τους καταπίνει η θάλασσα γιατί δεν τους χωράει η γη; Δεν ξέρω. Είναι φορές που θα επιθυμούσα η ζωή μου να μοιάζει με κακή λογοτεχνία. Να καταλήγει σε μιαν αναμφίβολη ερμηνεία, να περιέχει το απαραίτητο ηθικό δίδαγμα, να περιγράφεται με βολικές αντιθέσεις και σαχλές ρητορείες: «Ω, μα ναι, ο ύπνος του Πέτρου μας έγινε το ξυπνητήρι που μας αφύπνισε». Τίποτα δεν έγινε ο ύπνος του Πέτρου μας, εκτός κι αν θεωρηθεί μια κάποια πρόοδος το γεγονός ότι, όπως όταν κοιμόμαστε νομίζουμε ότι είμαστε ξύπνιοι στα όνειρά μας αλλά δεν είμαστε, έτσι τώρα όταν ξυπνάμε νομίζουμε ότι είμαστε κοιμισμένοι στη ζωή μας –και είμαστε! Τι αξιοθρήνητη διαπίστωση…

Πριν από έξι περίπου μήνες, αργά το βράδυ, κι ενώ βλέπαμε στην τηλεόραση διαφόρων ειδών ερείπια του κόσμου, ο Γιάννης, κοιτάζοντας πάντα προς την οθόνη, με ρώτησε: «Πώς γίνεται να σ’ αγαπάω τόσο, αλλά να μην θέλω να είμαστε μαζί;» Δεν του είπα ότι έχω την ίδια απορία εδώ και τουλάχιστον μια πενταετία, γιατί φοβήθηκα πως θα φανεί εκδικητικό και μικροπρεπές, μια ισοδύναμη χολερική ανταπόδοση, ενώ δεν ήταν παρά η καθαρή αλήθεια. Ωστόσο, κι ας ακούγεται όσο τρελό θέλει, αισθάνθηκα σχεδόν χαρά στην ιδέα ότι είχα ακούσει μια αληθινή ερώτηση από έναν αφυπνισμένο άνθρωπο. Οι υπνοβάτες δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις.

Ο Πέτρος φέτος θα πάει στην τρίτη Λυκείου. Τις προάλλες μάς ανακοίνωσε πως δεν θέλει να σπουδάσει κι ότι θα του άρεσε να αναλάβει ο ίδιος ένα σχέδιο που όχι και τόσο σοβαρά είχαμε συζητήσει ο πατέρας του κι εγώ πριν από καιρό και σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσαμε δύο ελεύθερες αίθουσες του ιατρείου να τις διαμορφώσουμε σε χώρο φύλαξης κατοικιδίων, κάτι σαν μικρό pet hotel, για όσο τα αφεντικά τους δεν θα μπορούν να τα προσέχουν. «Θα μου άρεσε να κάνω παρέα στα ζώα, όσο αυτά θα περιμένουν τους δικούς τους» μας είπε. Ο Γιάννης απλώς ανασήκωσε τους ώμους του κι εγώ είπα «Γιατί όχι;» Εύχομαι και προσεύχομαι ν’ αλλάξει γνώμη. Μέχρι τότε, απλώς θα λέω «ευχαριστώ» κάθε πρωί, μόνο και μόνο επειδή ο Πέτρος ανοίγει τα μάτια του.

Scripta manent. Εκτός κι αν τα σκίσω. Εξακολουθώ να μη βγάζω κανένα νόημα. Γιοι των ανθρώπων, γη των ανθρώπων, από τι είναι η σκόνη που σηκώνουν τα πόδια μας; Τι θέλουμε απ’ τα βήματά μας; Πώς άραγε ζητά βοήθεια κάποιος που πνίγεται μες στη φουρτουνιασμένη στεριά; Από πού κρατιέται;


Νερό

Το σκυλί είναι ναρκωμένο πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Μ’ έναν μαρκαδόρο δείχνουμε στον γιο μας την ακριβή διαδρομή που θ’ ακολουθήσει το νυστέρι μας πάνω στην κοιλιά του ζώου. Ξαφνικά ο Πέτρος αρχίζει να ουρλιάζει καλύπτοντας και με τα δυο του χέρια την αριστερή πλευρά του κεφαλιού του. Τον ακούμε να διαμαρτύρεται ότι ο σκύλος τού έφαγε το αφτί. Εμείς, έκπληκτοι αλλά και συγχρόνως βουτηγμένοι μες σ’ αυτή την κρύα ονειρική απάθεια, του λέμε στην αρχή «Μα το σκυλί είναι ναρκωμένο», και συνεχίζουμε να του το λέμε ακόμα κι όταν βλέπουμε τις μικρές του παλάμες να πλημμυρίζουν με αίμα. Ο Γιάννης, πάντα πιο ψύχραιμος από μένα, κατεβάζει τα χέρια του παιδιού και πράγματι αποκαλύπτεται μια τρύπα στη θέση του αφτιού. «Λύσσαξες» μουρμουρίζει, κι εγώ αναρωτιέμαι αν αναφέρεται στην επιθετικότητα του σκυλιού ή στην επιμονή του Πέτρου να μας ακολουθήσει στο χειρουργείο παρά τις αρχικές μας αντιρρήσεις. «Αλλαγή πλεύσης» λέω συνωμοτικά στον Γιάννη, κι από το ύφος του συμπεραίνω πως όχι μόνο πιάνει το μήνυμα αλλά και συμφωνεί: τέτοια ζώα δεν θέλουν εγχείρηση αλλά ευθανασία. Ξαφνικά όλα παγώνουν. Κάθε ήχος. Κάθε κίνηση. Με εξαίρεση τον σκύλο. Μας διαπερνά το απαρηγόρητο κλάμα του, μα και ο κόπος του να σηκωθεί μέχρι να φτάσει το μουσούδι του στο εναπομείναν αφτί του γιου μας. Σε άπταιστα ανθρώπινα, τόσο σε γλώσσα όσο και σε λυγμό, λέει στο αγόρι: «Θα επανορθώσω, Πέτρο μου. Θα σου φέρω ένα κοχυλάκι να το κολλήσω εκεί που ήταν το αφτί σου. Για να μπορείς να ακούς τη θάλασσα» ∴

 


 

απνευστί:

Στην επικράτεια των νεκρολόγων
(της Μαίρης Σταθοπούλου)

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.