Καρδιές σε μήτρα

 

«Η απουσία από τη ζωή, μου έδωσε μια παρουσία στην τέχνη», είναι μια από τις δηλώσεις του Aμερικανού ποιητή Henri Cole. Ζούμε προσπαθώντας να λύσουμε το αίνιγμα του εαυτού, να χαρτογραφήσουμε αυτό το μικροσκοπικό Εγώ που πλέει μέσα στην απεραντοσύνη της ζωής. Ενίοτε, συχνότερα απ’ όσο δηλώνεται απερίφραστα, καταγράφουμε αυτήν την κοπιώδη προσπάθεια φτιάχνοντας στίχους. Ανακαλούμε βιώματα και μελετούμε παλιά τραύματα, ψάχνουμε τις ρίζες ατενίζοντας τα φύλλα, στρέφουμε με προσήλωση το βλέμμα έξω, αλλά είναι για να δει μέσα, συνθέτοντας μια ποιητική, θα έλεγε κανείς, αρχαιολογία, μια γέφυρα φτιαγμένη από λυρικότητα που να συνδέει το παρελθόν με το παρόν, αυτά που ήμασταν μ’ αυτά που είμαστε. Γιατί, η εμπειρία μοιάζει αξίωμα: δεν υπάρχει τέχνη που να μην πηγάζει από το βίωμα. «Εγώ ήμουν πάντα τα παιδικά μου χρόνια, ένα πουλόβερ ριγμένο ανέμελα στους ώμους. Ακούς; Πώς είναι δυνατόν να μη σε φτάνει η νοσταλγία μου», γράφει σ’ ένα από τα βιβλία της η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά.

Η αυτοβιογραφική ποίηση του Henri Cole, αν ρίχνει φως στις πιο επώδυνες προσωπικές στιγμές, είναι για να καταγράψει χωρίς προκαταλήψεις ή φόβο εντυπώσεων την ανήλεη μάχη που δίνει κανείς από τη στιγμή που γεννιέται προκειμένου να αποκτήσει το ακριβότερο λάφυρο, την απόκτηση συνείδησης, το χτίσιμο της προσωπικής ταυτότητας. Δεν γινόμαστε αυτοί που είμαστε παρά μέσα από κόπο και συχνά απoστροφή, κι όταν εξαντλημένοι από την προσπάθεια φτάνουμε πια, όχι στο τέλος του δρόμου, μα σ’ ένα ξέφωτο με μια όμορφη λίμνη όπου καθρεφτιζόμαστε για πρώτη φορά, δεν αναζητάμε παρά αποδοχή. Η ποιήτρια Louise Bogan (1897- 1970) γράφει στο ποίημα της «Song» (Τραγούδι):

Love me because I am lost;

Love me that I am undone.

That is brave,—no man has wished it,

Not one.

Be strong, to look on my heart

As others look on my face.

Love me,—I tell you that it is a ravaged

Terribleplace.

.

Αγάπα με γιατί έχω χαθεί.

Αγάπα με ημιτελή.

Αυτό θα πει γενναιότητα‒ κανένας άνθρωπος δεν το έχει ευχηθεί.

Ούτε ένας.

Δείξε δύναμη για να κοιτάξεις την καρδιά μου

όπως άλλοι κοίταξαν το πρόσωπο μου.

Αγάπα με‒ σε προειδοποιώ πως είναι ένα ρημαγμένο

απαίσιο μέρος.

.

Στα ποιήματα του Henri Cole οι λέξεις, σαν καθρέφτης, δε διστάζουν να πουν την αλήθεια. Στα όρια, συχνά, της ωμότητας, τα ποιήματα αυτά αναβλύζουν ένταση και συναίσθημα που μαγνητίζει. Μέσα από τις ακριβείς εικόνες και τους φαινομενικά ασύνδετους συσχετισμούς, ο ποιητής οδηγείται σε μια σχεδόν απόλυτη συναισθηματική απογύμνωση και αποδεικνύει πως αν υπάρχει μια τέχνη ικανή να μετατρέπει κάθε σκέψη σε λέξη, δίνοντας νέο βάθος και νόημα, αυτή είναι η ποίηση.

.

Βαρύτητα και κέντρο

Συγχώρεσε με που δεν μπορώ να σου πω σ’ αγαπώ όταν εσύ μου λες

πως μ’αγαπάς. Οι λέξεις, σαν υγρά δάχτυλα,

εμφανίζονται μπροστά μου γεμάτες υποσχέσεις, μα ύστερα φεύγουν μακριά

σ’ ένα στενό μαύρο δωμάτιο που είναι πάντα σκοτεινό,

όπου κάθονται σιωπηλές, κομψές, σαν πεπαλαιωμένος χρυσός

που κατατρώει αυτό που νιώθω. Θέλω η δύναμη της έλξης να εκτοπίσει τη δύναμη της απώθησης

και οι εσώτερες και οι εξώτερες μου λέξεις να διαπεράσουν

η μια την άλλη, όπως μαστιγώνει κανείς ένα άλογο.

Δε θέλω οι λέξεις να με αποκόβουν απ’ την πραγματικότητα.

Δε θέλω να τις έχω ανάγκη.  Δε θέλω τίποτα

να αποκαλύπτει το συναίσθημα, παρά μονάχα το συναίσθημα‒ όπως η ελευθερία,

ή η αίσθηση ειρήνης σ’ ένα μακρινό βασίλειο

ή ο ήχος του νερού καθώς χύνεται σ’ ένα μπολ.

.

.

Σειρά κλασικής λογοτεχνίας του Χάρβαρντ

Είναι η ώρα που ανάβουν οι λάμπες.

Στα γόνατα μας, η μητέρα μου

και γω, μικρός ακόμα, χρωματίζουμε

με μαρκαδόρους ένα ξεφτισμένο ύφασμα

πάνω στο χαλί του σαλονιού.

Αν και δεν έχουμε χρήματα,

κανείς δεν μοιάζει να νοιάζεται. Είμαστε

αυτάρκεις σαν έντομα

που βγάζουν τις κεραίες τους

απ’ τις ρωγμές του λινόλαιου

της κουζίνας. Όταν

ο πατέρας αρχίζει να διαβάζει

απ’ το χοντρό χρυσό τόμο

πάνω στο γόνατο του, ένας κύκλος

φωτός μας περικλείει

σαν καρδιές σε μήτρα.

Μόνο που ο γάμος τους έχει

ήδη πεθάνει. Το ξέρω

παρόλο που είμαι μόνο έξι χρονών.

Έτσι λοιπόν επισκεπτόμαστε φαραώ,

ένα βαρκάρη στο Νείλο,

σταυροφόρους που τρώνε σταφύλια

στην ακτή. Η ζωή με όλη τη θλίψη της

φεύγει μακριά όσο

δυο τραγικοί Έλληνες ποιητές

κατοικούν τη φωνή του πατέρα.

Να ‘ξερε πως είμαι απλώς ένα παιδί

όταν αρχίζει μια στωικής υφής

ιστορία με ηθικό δίδαγμα για τη

νεαρή γαλλίδα σύζυγο ενός

βαρετού γιατρού της επαρχίας; Αν η μητέρα,

στα Γαλλικά, αρχίσει να τραγούδαει

στον εαυτό της, θα ξέρω ότι

έχει βαρεθεί. Τα καπάκια των μαρκαδόρων

γεμίζουν το φθαρμένο χαλί.

Ο στειρωμένος μας γάτος φτερνίζεται

από τη σκόνη στο τρίχωμά του

και το κλάμα ενός χελιδονιού

μας θυμίζει πως ένα χελιδόνι

δε φέρνει την άνοιξη.

.

.

Αετομάχος

Πόσο ζωηρά σφυρίζεις, πιέζοντας τα μακριά, απαλά

φτερά σου πάνω στην ουρά σου που αιωρείται στο κλαδί,

σαν την ποδιά ενός χασάπη, καθώς καρφώνεις ένα γρύλλο

μ’ ένα γάντζο κρέατος βαθιά μες στο ροδόδεντρο μου.

Ο καημενος ο γρύλλος, μετά βίας αντέχει το σφύριγμα,

για να μη μιλήσουμε για τα κοκκινοκαφετιά ραμφίσματα

(δεν μπορείς να χαλαρώσεις λίγο;), κι όμως κρατιέται

αρκετά καλά σε μια κατάσταση ονειρώδους πόνου.

Μια φορά, πάει καιρός, όταν τσακώνονταν για λεφτά,

Ο Πατέρας βάζει το κεφάλι της Μητέρας μέσα στο φούρνο.

«Ποια είσαι;», ρωτούσε με θέρμη το στόμα του διαβόλου.

Στον επάνω όροφο, στο μπάνιο, ήπια νερό απ’ τη βρύση,

τα χείλη μου κολλημένα στο στόμιο. Όλα έτρεμαν και χτυπούσαν.

Η γη με τραβούσε από την ανυπαρξία.

.

.

Θεία Ευχαριστία

Στο δρόμο για τη Λειτουργία, τυχαία

σε είδα σ’ ένα καφέ της λεωφόρου

μαζί τη γυναίκα σου και τη μητέρα της.

Φορούσες τον υπέροχο χρυσό σταυρό

που ο πατέρας μου μου έδωσε όταν ημουν μικρός.

Μετά από κάθε γουλιά,

η γυναίκα σου έβαζε τις ωφέλειες πίσω απ’ τα αφτιά της,

ξανασταύρωνε τα λευκής πορσελάνης πόδια της.

Σ’ άφησα να γυρίσεις σ’ εκείνη,

κλείδωσα τα γράμματα σ’ ένα κουτί.

Γελώντας με κάτι που ειπώθηκε

σήκωσες το χέρι σου με τον ίδιο τρόπο

όπως το βράδυ που βρεθήκαμε στο πάρκο

και μια γυναίκα που έβγαζε βόλτα έναν ποιμενικό μας έφτυσε.

Θυμάσαι την υγρή άοσμη χλόη

πάνω στην οποία κάτσαμε, πως έλαμπε

σαν τη ράχη ενός ζώου;

Κάποια στιγμή, η μητέρα της γυναίκας σου

τέντωσε το χέρι της με θέρμη

και καθάρισε κάτι απ’ το πουλόβερ σου,

σα να ‘ταν μια τρίχα από εκείνο το ζώο

αυτό που είχε δει

και με το χέρι της να ‘θελε να μας πει

πως δεν θα σ’ άφηναν να τους φύγεις ξανά. 

.

.

Γενέθλια

Όταν ήμουν παιδί, ονομάζαμε τιμωρία

το να είσαι κλεισμένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Η εμφανής

παραίτηση του Θεού από τις εγκώσμιες υποθέσεις

έμοιαζε ασυγχώρητη. Σήμερα το πρωί,

ανεβαίνοντας τους πέντε ορόφους μέχρι το διαμέρισμα μου,

ανακαλώ τη θυμωμένη φωνή του πατέρα μου,

ένα μείγμα από ανησυχία κι αγάπη. Όπως πάντα,

η ιδέα ενός σπιτικού- στην καλύτερη περίπτωση ένα ιδανικό – 

παραμένει ψευδαίσθηση, κι έτσι διαβάζω Πλάτωνα, για τον οποίο η αγάπη

δεν έχει λαβωθεί. Ξαπλώνω στο χαλί,

όπως ένα σκουλήκι στο χώμα, προσπαθώντας να καταλάβω αυτά

για τα οποία δεν έχω εμπειρική γνώση.

Παρόλο που η πόρτα είναι κλειστή, είμαι ελεύθερος.

Σαν απαρχαιωμένος χάρτης, τα σύνορα μου αλλάζουν.

 

.

..

O Henri Cole γεννήθηκε το 1956 στην πόλη Fukuoka της Ιαπωνίας, αλλά μεγάλωσε στην Βιρτζίνια των Η.Π.Α. Έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές και μια αυτοβιογραφία. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά και Γερμανικά. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών με τα Jackson Poetry Prize, Kingsley Tufts Award, Rome Prize, Berlin Prize, Ambassador Book Award, Lenore Marshall Award καιμε το Μετάλλιο Ποίησης της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (Medalin Poetry, American Academy of Artsand Letters). Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς ποιητές.


 

Φωτογραφία: henricole.com | Naoe Suzuki

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Νάνσυ Αγγελή συχνάζει στο διαδίκτυο. Διαβάζει, γράφει και μεταφράζει από τα αγγλικά, τα ελληνικά και τα ισπανικά. Έχει εκδόσει δυο συλλογές διηγημάτων και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες για το μικρό διήγημα. Στον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Contact info: nancyangeli1@hotmail.com