«Σκίτσα ιδεών, που πάνε να γίνουν καλά τραγούδια, αλλά παραμένουν ημιτελή σχεδιάσματα.» Έτσι του φαίνονταν του Παλαμά τα ποιήματα του Καβάφη. Κι έκανε κι εδώ λάθος – όπως και στη γενικότερη άποψή του για κείνον. Γιατί τα ποιήματα του Καβάφη δεν πάνε να γίνουν «καλά τραγούδια». Πολλοί συνθέτες αναμετρήθηκαν με την ποίησή του μα η μουσική τους, καλή – κακή, ποτέ δεν έδεσε τόσο ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για «καλά τραγούδια».

Ο πρώτος που δοκίμασε να μελοποιήσει Καβάφη ήταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος, κάνοντας τα «10 Inventions», για πιάνο – φωνή. Ο Μένης Κουμανταρέας στη νουβέλα του «Μια μέρα απ` τη ζωή τους», που περιέχεται στο βιβλίο του «Το show είναι των Ελλήνων», περιγράφει τη συνάντηση ποιητή και συνθέτη σε ένα αθηναϊκό σαλόνι, όπου δίνεται η παγκόσμια πρώτη του έργου.

«Ο μαέστρος τον κοιτάζει μπερδεμένος. Μοιάζει με παράξενο πουλί, σκέφτεται. Σπάνιο, από τα είδη υπό εξαφάνιση. Μείγμα σχολάρχη με αγγλίζουσα προφορά, δανδή των σαλονιών και περιπαικτικού φιλόσοφου. Θα στοιχημάτιζε κανείς ότι δεν είναι αυτός που έχει γράψει αυτούς τους στίχους.

Μα και του ποιητή πολύ παράξενος του φαίνεται ο μαέστρος, μ` αυτό το κίτρινο πουκάμισο και το γιακά αλά Μπάιρον – ο ίδιος δεν θα ντυνόταν ποτέ έτσι -, κι αυτά τα μπλε κοβαλτίου μάτια που σε κοιτάζουν σαρωτικά. Κι η στάση του όλη, νωχελική από τη μια, γεμάτη ενέργεια από την άλλη. Όσο κι αν είναι φίλος της οικογένειας, ίσως και με κάποιους άλλους από τους προσκεκλημένους, μοιάζει ξένο σώμα σ` ετούτο το φιλολογικό σαλόνι.

Σχεδόν φλερτάρει με τον μαέστρο. Μπορεί να μην το κάνει ολότελα συνειδητά, μα είναι κάτι που του έχει γίνει δεύτερη φύση.»

Τελειώνει η συναυλία.

«Χειροκροτεί τώρα και ο ποιητής. Κομψά, αβρά, όπως ταιριάζει στους κύκλους τους αλεξανδρινούς, όπως θα έκανε από το θεωρείο μιας όπερας, ας πούμε, αν είχε προλάβει την πρεμιέρα της Αΐντας στο Κάιρο, ή αν χτυπούσε παλαμάκια σε κάποιο καφωδείο που είχε φέρει στην Αίγυπτο έναν ξένο καλλιτέχνη.

Και φυσικά περιμένει να ερωτηθεί και ο ίδιος. Κι εσείς, μετρ, πώς ακούσατε την ποίησή σας μελοποιημένη; – ρωτούν.

Οι πάντες στρέφουν το βλέμμα τους προς αυτόν, όπως κάθεται κουρνιασμένος σταυροπόδι, με τους μηρούς κομψά λυγισμένους προς τα πλάγια.

Πρωτότυπο, εξαιρετικό, είναι οι μονολεκτικές του κρίσεις.»

Φεύγοντας, ο Αλέκος Σεγκόπουλος τον ρωτάει: «Πώς σου φάνηκε η μελοποίηση, Κωστή; … Σε ικανοποίησε; Θέλω να πω, ταίριαξε με τους στίχους σου;»

«Οι στίχοι μου έχουν τη δική τους μουσική», αποκρίνεται. «Όλες οι άλλες προσπαθούν να της μοιάσουν.»

Είναι τόσο πειστική η περιγραφή του Κουμανταρέα που θα `λεγες πως είχε βρεθεί κι ο ίδιος σ` αυτή τη σχεδόν ιδιωτική συναυλία. Κι η συμπεριφορά του Καβάφη, εντελώς καβαφική.

Την άποψη πάντως του Καβάφη περί καβαφικής μουσικής, φαίνεται δεν τη συμμερίζονται πολλοί συνθέτες, επιμένοντας να επινοούν τη δική τους μουσική και να την επιβάλλουν στα ποιήματά του. Έτσι, αν και πολύ μελοποιήθηκε ο Καβάφης, κανένα τραγούδι δεν πέτυχε τόσο ώστε ν` αγαπηθεί, όπως συνέβη με ποιήματα τόσων άλλων ποιητών, και του Παλαμά συμπεριλαμβανομένου – τι ειρωνεία!

Όλη αυτή την εισαγωγή την κάνω για να μιλήσω για τον τελευταίο δίσκο του εκλιπόντα Γιάννη Σπανού, που κυκλοφόρησε με «ΤΑ ΝΕΑ» το 2013. «…Πλησιάζοντας τον Καβάφη…» είναι ο τίτλος του. Με τη χαμηλότονη μετοχή «πλησιάζοντας» και τα διστακτικά αποσιωπητικά στην αρχή και στο τέλος του τίτλου, ο Σπανός επιβεβαιώνει τη σεμνότητα που τον διέκρινε σ` όλο το έργο του και σ` όλη του τη ζωή. Ακόμα και στο συνοδευτικό βιβλιαράκι του cd αποφεύγει να γράψει ένα σημείωμα, αφήνοντας χώρο στον πάντα πρόθυμο για τέτοια Κώστα Γεωργουσόπουλο.

Ο Σπανός, έχοντας ήδη καταπιαστεί με τη μελοποιημένη ποίηση στα νιάτα του, παραδίδοντας τρεις αριστουργηματικές «Ανθολογίες», κράτησε για κύκνειο άσμα του τον Καβάφη, προτείνοντάς μας δεκατέσσερα τραγούδια με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά. Παρά το ότι έχτισε δυνατές μελωδίες, ουσιαστικά τραγουδοποίησε τα ποιήματα, αποφεύγοντας το σκόπελο της εγκεφαλικής μελοποίησης, το έργο αυτό δεν είχε την τύχη των «Ανθολογιών» του – πολλοί φίλοι της μουσικής του το αγνοούν.

Αρκετές είναι οι καλές στιγμές του έργου, μα θέλω να σταθώ σε μία μόνο, την καλύτερη, όπου νομίζω ότι ο Σπανός δεν έβαλε μουσική στο ποίημα, αλλά έβγαλε τη μουσική που αυτό ήδη είχε. Και μιλώ για το «Μισή ώρα». Το ποίημα διαδραματίζεται σε ένα μπαρ. Ο Σπανός, ευφυέστατα, δίνει μια jazz σύνθεση, απόλυτα ταιριαστή με το ποίημα, που θα μπορούσε ν` ακούγεται σε οποιοδήποτε μπαρ του κόσμου, ακόμα και στο μπαρ της Αλεξάνδρειας όπου ο ποιητής εμπνεύστηκε το 1917 τους στίχους του. Κι εύλογα αναρωτιέσαι: το ποίημα του Καβάφη γράφτηκε πρώτα ή η μουσική του Σπανού;

Κι αν, όπως λέει ο Καβάφης στη νουβέλα του Κουμανταρέα, «οι στίχοι μου έχουν τη δική τους μουσική», εννοώντας μια εσωτερική μουσική, ανήκουστη, την ίδια αυτή μουσική πρέπει να άκουσε σχεδόν έναν αιώνα μετά κι ο Σπανός, και την ηχογράφησε.