Η queer περιπέτεια του Δημητρίου

 

Τέλη Αυγούστου του 1887. Βρισκόμαστε στην κεντρική πλατεία του Μιλάνου αντικρίζοντας «πλήθος πολύ συνωστιζόμενον» και «τρεις φρουρούς της δημοσίας τάξεως». Ένας κόκκινος σκούφος με φούντα διακρίνεται στο κέντρο της οχλαγωγίας. Πλησιάζοντας κανείς περισσότερο βλέπει έναν «αρειμάνιο φουστανελά του Ολύμπου». Πρόκειται για «σωστό λεβέντη» με μουστάκι στριφτό και το «σελάχι του πλήρες». Ο άνθρωπος αυτός, που τράβηξε την προσοχή των πάντων, ακουγόταν να φωνάζει απειλούμενος: «εγώ γρεκό σίγουρο, μωρέ γρεκό σιγούρο σας λέγω, αφήστε με να περάσω».

Ένας Έλληνας της διασποράς, ο Ν., διασχίζει εκείνη την ώρα την πλατεία και ακούει τον «γρεκό» που φωνάζει. Σιμώνει και τού μιλάει στα ελληνικά για να καταλάβει τί συμβαίνει. «Μωρέ πατριώτης είσαι; Δόξα σοι ο θεός! Γλίτωσέ με από αυτούς, μωρέ από το πρωί έχουνε που με κυττάνε!». Πράγματι, ο Ν. επιβεβαιώνει στους φρουρούς πως είναι Έλληνας, καλεί και μια άμαξα γρήγορα και τον φυγαδεύει από το πλήθος που  πρώτη φορά έβλεπε φουστανελοφόρο στο Μιλάνο.

Στην άμαξα πιάνουν την κουβέντα και μαθαίνουμε ότι ο «τσολιάς» άφησε τα πάτρια φτάνοντας εδώ και μερικές ημέρες στην Ιταλία και περιφέρεται προς αναζήτηση εργασίας: Τεργέστη, Βενετία, Μιλάνο. Αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Τα λεφτά που είχε μαζί τελείωσαν. Παρακαλάει τον Ν. να τον πάει στον Έλληνα πρόξενο για να του ανανεώσει το διαβατήριο και να του παράσχει εισιτήριο για τα γαλλικά σύνορα. Όπως και πήγαν. Μα ο πρόξενος απάντησε πως μόνο για τη Βενετία μπορεί να του δώσει εισιτήριο «διότι μόνον η Βενετία είναι ο ορισθείς λιμήν που διαπέμπη τους απόρους έλληνας». Με τα πολλά, έπειτα και από την επιπλέον οικονομική συνεισφορά κατά το ήμισυ του νέου του φίλου, συμφώνησαν ο προορισμός του να είναι τουλάχιστον η Γένοβα.

Μα τα απρόοπτα συνεχίζονται. Μόλις έφυγαν από τον πρόξενο, πάλι τον πολιορκούσε το πλήθος των περαστικών ή τον έπαιρνε στο κατόπι.

«Αι γυναίκες έδειχναν την μεγαλυτέραν περιέργειαν. Έσκυπτον και παρετήρουν από κάτω από τα πόδια του δια να ιδούν τι είδος φουστάνι ήτο αυτό». Λέγανε: che bel homo! (τι ομορφάντρας!). «Έχετε πολύν στρατόν από αυτούς;» ρώταγαν τον Ν. που απαντούσε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Έχομεν έως 20 χιλιάδας!».

Ύστερα ο Ν. τον πήγε σπίτι του. Τού έδωσε καφέ ελληνικό και φαγητό. Κατά τις 11 τον συνόδευσε στο τρένο. Τον ρώτησε το επώνυμό του. Πρέπει να του απάντησε κάτι σαν «Δημητρίου» κι αφού τον ευχαρίστησε ύστερα αποχαιρετίστηκαν.

132 χρόνια μετά, να ευχαριστήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τον Ν., ο οποίος γυρνώντας σπίτι του αποφάσισε να καταγράψει το περιστατικό για μια αθηναϊκή εφημερίδα. Χωρίς αυτόν δεν θα μαθαίναμε ποτέ έναν από τους πιο τολμηρούς flaneur του ελληνισμού.

 


[Περίληψη της ιστορίας που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Νέα Εφημερίς», 3 Σεπτεμβρίου 1887, σελ. 5-6]

Υδατογραφία στο εξώφυλλο: Πολυχρόνης Λεμπέσης

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.