ΞΑΣ ΞΑΣ


ξαφνική χαρά
όταν φτερνίστηκα στο μπαλκόνι
και κάπου στον ακάλυπτο ακούστηκε γείτσες

ΞΑΣ ΞΑΣ

πώς να μην υπάρχει άλλωστε
κάτι που ξέρει τα μυστικά σου;

πώς να  υπάρχει άλλωστε
κάτι που το κατάπιε η ύπαρξή του
από την πολλή υπόσταση;

και τέλος πάντων αφού όλα φαίνονται
ποιος ο λόγος να κοιτάμε;

σ.ρ

Μάνταλα, πόρτες, κρυφακούσματα, κουδούνια· τίποτε. Όπως ο καθρέφτης δεν αναστοχάστηκε πριν παραπέμψει στην εικόνα έτσι και η φωτογραφία εδώ [κάρτα ταρώ: δέκα πεντάκτινο] αιφνίδια, θανάσιμη ηλεκτροπληξία του στιγμιότυπου, σαν οπτικό τελεσίγραφο προσποιείται πως είναι ποιητική, σε πλησιάζει μ΄ένα βιμπράτο, η ομορφιά της όμως θεωρείται κακός οιωνός, εκφέρει ένα κάλλος οφηλιακό. Η φωτογραφία αυτή είναι πλάσμα του φόβου, σώμα έδρα θανάτου, ψυχή φωλιά φωτός. Στον αλλόκοτο, λεπτομερειακό φωσφορισμό της βλέπουμε να συγκρατείται η χρονική στιγμή, να σταθμεύει, να μετατρέπεται σε ίχνος ακίνητου παρόντος (εδώ αρμόζει η σανσκριτική λέξη iksmo, δηλωτική του ίχνους και συνάμα του βήματος), όπου το σκουλήκι δεν θα χορτάσει κι όπου καμία πνοή δεν θα αγγίξει, τάχα, τους κρίνους του Άδη. Το μάτι σαρκάζει τούτο το θέαμα διότι τρέμει στη σκέψη, δυσκολεύεται να «νετάρει». Όπως κατάλαβες για σένα που με διαβάζεις δουλεύω πολύσπερμη φιλενάδα κι είναι οριστικό: Ο ιός έχει ήδη πάρει τα ηνία των μηχανών σου. Είναι φανερό ότι σ΄έχει  αναγνωρίσει κι ότι μεταξύ άλλων το πρωτεϊνικό σου περίβλημα μπορεί να καταβροχθισθεί. Κάνει εκατοντάδες αντίγραφα του εαυτού του, καταστρέφουν τη μητέρα, σε κάνουν ξενιστή και πόλη της κυβέρνησής τους, αυτονομούνται. Κάτω από τη συνεσταλμένη δομή σου  ο εθνικισμός τους  δεν συναντά όρια σε κανένα απ΄τα κύτταρά σου. Σου αφήνουν τελικά το στίγμα του εικοσαεδρικού περιβλήματός τους κι όταν πια δεν σου μένει χρόνος παρασιτούν και εμπορεύονται την αδράνειά σου. Έκτοτε μένεις υποταγμένη σε πεδιάδες  διάτρητες από Δίες και Ερμήδες.  Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε – ώρα να δοκιμάσεις το κλειδί: Μπορείς κάλλιστα αυτή τη φλόγα – που η ίδια σκιά του νου σου αποκρύπτει – να τη δεις αγγίζοντας το διάχυτο άρωμα του πένθους της φετινής άνοιξης, όπου η εμπειρία του φυσικού κόσμου είναι ήδη μια γραμματική της Μεγάλης Παρασκευής. Ο αιθέριος πυρετός του αρώματός Της αμήχανος, δισταχτικός με τα μάτια, ανάπηρος στη κίνηση, χαμένος σ΄εσωστρεφή μονοπάτια είναι ένας γενικός συναγερμός, μια λεπτή κατάσταση πολιορκίας πανταχόθεν.  Ο αδύναμος αυτός βήχας της φύσης, το λουλούδισμά μαζί μ΄αυτή  την  αχνή απόχρωση ονείρου μας καλεί στο θάνατο όχι για να πεθάνουμε αλλά για να Γνωρίσουμε, με ψυχραιμία βέβαια, τη φωτιά από μέσα: Μια κραυγή από μεγάλη απόσταση που φτάνει στο αυτί σαν να ήτανε πνοή, σαν να σου απηύθυνε κάποιος μια ντροπαλή παράκληση. Μήπως εδώ επίκειται  μια «ανάσταση»; Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν. Στον κακό αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη. Μοναδικό στήριγμα μια απρόσμενα ανακαλυφθείσα σιγή η οποία μέχρι τώρα βρισκόταν εδώ άγνωστη για πολύ καιρό και ορίζει το νόημα, στο οποίο ανέκαθεν κάποιος σκόπευε να επιμείνει: Έχουμε νικήσει και δεν το ξέρουμε. Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ΄άλλες. Αλλ΄ η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται (μπορώ να δω λίγο τον αφαλό σου τώρα;)

 

Θραύσματα γραφής
Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Οδυσσέας Ελύτης, Ευγένιος Αρανίτσης,
Σαμσών Ρακάς, Johannes Jansen, Maria EloyGarcia, Jean Cocteau

 

.

Κωδικός μύησης

 

 

εικόνα εξωφύλλου: danilodiprizio.com

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Μάριος Σοφοκλέους γεννήθηκε το 1973 στην Κύπρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως στυλίστας πνευμάτων.Το πραγματικό του όνειρο είναι να φοράει κόκκινο κοντομάνικο πουκάμισο, κόκκινο φουλάρι και μπότες μέχρι το γόνατο, και να είναι μέλος μιας μυστικής κινέζικης εταιρείας χωρίς σκοπό, στην Αυστραλία.