Ο ΔΗΜΙΟΣ

του Ζ. Δ. Αϊναλή

 

Τώρα ο φόβος απλώνει σα κηλίδα και καλύπτει όλο το φάσμα της ψυχής μου, σέρνεται στις πιο σκοτεινές γωνίες, αδράχνει ό,τι κατάδικό μου και δαγκάνει με τα δόντια του με λύσσα. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει με χίλιους παλμούς σαν το ποντίκι αιχμάλωτο και θέλω να πάω κοντά της να την παρηγορήσω. Αλλά είναι πολύ μακριά από μένα κι εγώ πολύ μακριά από κείνη. Κι η σκέψη δεν μου προσφέρει τίποτα για να ησυχάσω. Πεθαίνω εντός της σκέψης τέσσερις χιλιάδες φορές το λεπτό κι όταν ανασταίνομαι εκ νέου βαρυγκωμώ σαν κατάδικος. Όταν καταφέρνω να κοιμηθώ, επιτέλους, ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα και κλαίω. Κρύβω το πρόσωπό μου στα σεντόνια και περιμένω τον δήμιο.

 

Τώρα κάθε φορά που ακούω βήματα να πλησιάζουν στην πόρτα μου η ανάσα μου κοντοστέκεται στον πυρήνα της και τ’ αυτιά μου βουίζουν έναν βόμβο θανάτου. Η καρδιά μου τρελαίνεται και την αισθάνομαι να πάλλεται κάπου έξω από μένα. Είναι ο δήμιος, λέω από μέσα μου, και σκύβω βαθιά το κεφάλι. Περιμένοντας να χτυπήσει την πόρτα μου, η καρδιά μου ξεραίνεται.

 

Τίποτα δεν είναι πια όπως πριν. Τώρα ο δήμιος καραδοκεί στην κάθε γωνία. Με παραμονεύει σκοτεινός όταν βγαίνω από το σπίτι και με ακολουθεί κατά πόδας. Έχω μια νέα σκιά κολλημένη στη σάρκα μου, ένα σώμα ξένο στο σώμα μου και το σέρνω μαζί μου στα λεωφορεία, στους δρόμους, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, την εφορία και τη δουλειά. Πηγαίνει όπου πηγαίνω, τρώει ό,τι τρώω, κοιμάται όταν εγώ προσπαθώ ν’ ανασάνω χωμένος βαθιά στα σκεπάσματα. Κάθε μέρα που περνά μου καλλιεργεί σιγά-σιγά και μια νέα ενοχή. Τίποτα δεν είναι πια όπως πριν.

 

Τώρα δεν μπορώ πια ν’ αναγνωρίσω στο πρόσωπό μου τον εαυτό μου. Υπάρχει κάτι το σκοτεινό και αλλότριο εκεί μέσα με πιάνω πότε-πότε να σκέφτομαι. Ένας τρόμος κρυφός. Ένα άλλο εγώ αντικατοπτρίζεται στον καθρέφτη. Σταματάω για λίγο ν’ ακούσω τα βήματα. Πρέπει πάντοτε ν’ αφουγκράζεσαι τα βήματα, το διάστημα ανάμεσά τους, τη σιωπή τους, τη βεβαιότητα ή την αμφιβολία ανάμεσα στον κάθε διασκελισμό. Ποτέ δεν ξέρεις το πού θα σταματήσουν. Αν σταματήσουνε δύο ίντσες παραπέρα, μπροστά σε κάποια πόρτα άλλη απ’ τη δική μου, παίρνω μιαν ανάσα βαθιά, σκουπίζω τον παγωμένο ιδρώτα από το μέτωπό μου και ξαναρχίζω να σκέφτομαι. Θα ‘ναι ο δήμιος, είμαι πλέον σίγουρος γι’ αυτό. Το σκοτάδι του τρώει το πρόσωπό μου σιγά-σιγά κι εκείνο παίρνει κάτι με τη σειρά του απ’ το σκοτάδι του. Αυτός ο αργός θάνατος, σκέφτομαι, δεν θ’ αφήσει στο τέλος τίποτα ζωντανό από μένα. Ένα σώμα κηδεία κι η συνείδηση θραύσματα. Πρέπει να δραπετεύσω από δω το συντομότερο δυνατόν, λέω στον εαυτό μου και σηκώνομαι.

 

Δεν προλαβαίνω να σηκωθώ κι η αποφασιστικότητά μου εξανεμίζεται σαν το μπαλόνι που ξεφουσκώνει. Τα χέρια μου ανάπηρα κρέμονται στο κορμί μου σαν κατάκοιτα τέρατα. Δεν ξέρω καλά-καλά γιατί σε πρώτη ανάλυση βρίσκονται εκεί. Με τρομοκρατούν έτσι όπως στέκονται αβοήθητα στο κενό ικετεύοντας σιωπηρά για μια κάποια δικαίωση. Αν επιζήσω, σκέφτομαι, απ’ όλη αυτήν την ιστορία θα τους χτίσω έναν ναό από πέτρα όπου ο καθένας θα μπορεί να προσεύχεται στ’ όνομά τους. Αυτό, αν επιζήσω. Προς το παρόν δεν μπορώ τίποτα άλλο να κάνω παρά να ελπίζω. Ξαπλώνω ξανά στο κρεβάτι με την ελπίδα πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρω επιτέλους να κοιμηθώ. Λίγα λεπτά. Λίγα μόνο λεπτά σε κάποιον άλλο τόπο. Αλλού.

 

Δεν κοιμάμαι όμως. Έχω ξεχάσει πια να κοιμάμαι. Τα μάτια μου ανοίγουν μες στο σκοτάδι διστακτικά και τρέχουν φοβισμένα ψαχουλεύοντας στις σκιές και στους τοίχους τα ίχνη μιας αλλότριας παρουσίας.[Η αίσθηση της επιτήρησης κι η αφόρητη επαγρύπνηση που δεν αφήνουν ούτε μια στιγμή αγρανάπαυσης, τα καμένα σπαρτά της εσωτερικής αγροικίας, οι καπνισμένοι τοίχοι, το σκιάχτρο σκουπίδι, η τέφρα που κατακάθεται μαυρογκρίζα πάνω στα πάντα.] Τελικά για άλλη μια φορά καταφέρνουν όπως-όπως να ησυχάσουν. Προς το παρόν δεν έχουνε μπει μες στο σπίτι ακόμα. Μια λάθος κίνηση και είμαι νεκρός. Φοβάμαι να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι μου να πιω νερό, να κατουρήσω. Φοβάμαι να μένω μόνος μου στο σκοτάδι. Φοβάμαι τα διαστήματα που εκτείνονται άγνωστα προς όλες μου τις διαστάσεις. Η μάζα μου συρρικνώνεται σε μιαν άμορφη επιφάνεια. Ανακατεύομαι και θέλω να βγάλω τα σωθικά μου. Γρυλίζω χαμηλόφωνα και κλαίω να μην ξυπνήσω τη φωνή μου.

 

Αγγίζω τώρα με προσοχή τα φλούδια της φωνής μου εφήμερα. Μια λάθος κίνηση και θα τα θρυμματίσω.

 

Όσο κρατάει ο φόβος εγώ θα περιμένω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο παρά να περιμένω. Θα ‘ρθούνε νύχτα κάρβουνο, θα σπάσουνε την πόρτα. Μες στα βαθιά μεσάνυχτα θα εισβάλλουνε στο σπίτι. Ο δήμιος θα στέκεται παράμερα όσο οι υποτακτικοί θα κάνουν τη δουλειά τους πειθήνια. Θα με φιμώσουν, θα μου περάσουν μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι και θα δέσουν τα χέρια μου πίσω απ’ την πλάτη με χειροπέδες. Θα με πάνε σ’ ένα μέρος απόμερο και θα με εκτελέσουν αδιάφορα, θα με ξεφορτωθούν καθώς που ξεφορτώνεται κανείς το κάκαδο της μύξας. Κανένας δεν θ’ ακούσει έκτοτε να γίνεται λόγος για μένα ξανά. Εγώ δεν θα ‘χω καν τη δύναμη να φωνάξω. Θα έχουν προετοιμάσει μεθοδικά την παραίτηση και το κεφάλι μου θα κυλήσει αργά στο τσιμέντο σαν να γκρεμίζεται ξαφνικά και να κατρακυλά το φεγγάρι στον κόσμο. Όχι, δεν μπορώ να περιμένω. Πρέπει να δραπετεύσω από δω το συντομότερο δυνατόν, λέω στον εαυτό μου και σηκώνομαι.

 

Πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι πόσα έχω να χάσω. Τρομάζω στη σκέψη και κουλουριάζομαι σαν το φίδι στη σάρκα μου. Θέλω να γίνω αετός, να πετάξω. Αλλά η μεταμόρφωση δεν ξέρω αν ήταν ποτέ εφικτή. Αμφιβάλλω. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει περίπτωση να μ’ αφήναν. Μου την έχουν παντού στημένη με δόκανα. Χιλιάδες μάτια τρυπάνε το μέσα μου. Δεν θα προλάβω. Γδέρνω με τα νύχια μου το πρόσωπό μου δίχως να βγάζω άχνα. Τα αίματα μου χαρίζουνε μιαν αίσθηση θαλπωρής. Αίσθηση οικεία, ζεστή, δική σου. Αίσθηση αλλοδαπή.

 

Αρχίζω σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ πως δεν μπορώ να βγω απ’ το σπίτι. Κρατάω με τρόμο τον φόβο μονίμως στα χέρια σαν χειροβομβίδα που είναι να σκάσει. Ο φόβος με κρατάει αιχμάλωτο μέσα στους τέσσερις τοίχους που θα έπρεπε να με ασφαλίζουν από τα αδιάκριτα μάτια και τις επίβουλες προθέσεις. Κλειδαμπαρώνομαι μέσα, σφαλίζω τα πατζούρια και κοιτάω λαθραία απ’ τις χαραμάδες το ελάχιστο κομμάτι του δρόμου που μου αναλογεί. Δεν βλέπω τον δήμιο. Αλλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως δεν καραδοκεί κάπου έξω εκεί. Μια λάμψη στη γωνία κι εγώ τρέχω να κρυφτώ πίσω από τις κουρτίνες κρατώντας την αναπνοή μου σαν άγαλμα στη βροχή. Ο δρόμος έξω είναι απέραντος κι εγώ δεν είμαι εκεί. Τίποτα πια δεν είναι όπως πριν. Περπατάω πάνω-κάτω μέσα στην κάμαρα σαν το αγρίμι στο κλουβί. Αρχίζω να μιλάω στον εαυτό μου για να μην τρελαθώ. Μετά σκέφτομαι πως ό,τι πω μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου και σωπαίνω. Ύστερα σταματάω τελείως να μιλάω. Ίσως θα έπρεπε σιγά-σιγά και να πάψω να σκέφτομαι.

 

Η άκρατη φυλακή της σιωπής μου, ταραντούλα δυσοίωνη, και τ’ όνομά μου υπόδικο.

 

Η κατάστασή μου είναι ρευστή και αμφίβολη. Όλα κρέμονται από ένα κομμάτι κλωστή. Δεν μπορώ τίποτα να προγραμματίσω γιατί δεν ξέρω πότε θα ‘ρθουν να με συλλάβουν. Μπορεί από λεπτό σε λεπτό, μπορεί και τώρα, τούτη τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές να ‘ρθουν να μου χτυπήσουνε την πόρτα. Τρία βαριά, κοφτά χτυπήματα με τη γροθιά στο ξύλο. Οι άλλοι δεν υποψιάζονται τίποτα φαίνεται. Η θυρωρός, έχω παρατηρήσει, αφήνει ακόμα μπροστά στην πόρτα μου την αλληλογραφία. Ίσως να φαντάζεται πως λείπω σε διακοπές.

 

Τι θα κάνεις, πού θα πας, πού θα κρυφτείς, όταν θα ‘ρθουν να σε συλλάβουν; Ανοιγοκλείνεις μία-μία τις πόρτες της συνείδησής σου. Περιμένεις. Ελπίζεις το χαρτί με τ’ όνομά σου να παραπέσει στα σκουπίδια. Να κυλήσει από ένα ανώνυμο γραφείο μαζί μ’ άλλα χαρτιά και έγγραφα, χάρη σε μία πρόνοια της μοίρας, μες στο καλάθι των αχρήστων. Ίσως από το χέρι μιας υπερβολικά συνεπούς καθαρίστριας. Προσεύχεσαι στ’ όνομα της. Σηκώνεις τα χέρια ψηλά, ομνύεις στο μνημείο της άγνωστης καθαρίστριας. Να γίνει κάτι να σε ξεχάσουν. Να σε ξεχάσουνε σαν μην είχες υπάρξει ποτέ. Κι άμα επιζήσεις θα φροντίσεις να μην υπάρχεις. Θα τους δικαιώσεις, θα πάψεις να υπάρχεις. Αρκεί να επιζήσεις. Το ξέρεις όμως καλά. Το Κράτος δεν ξεχνάει κανέναν.

 

Το χειρότερο απ’ όλα είναι η αναμονή. Αυτός ο τρόμος της αβεβαιότητας. Η πρόστυχη ελπίδα πώς θα γλιτώσεις, πώς τελικά δεν θα ‘ρθουν, πώς δεν θα χτυπήσουν την πόρτα σου, πώς όλο αυτό δεν ήτανε παρά ένας φρικτός εφιάλτης.

 

Ήρθαν τελικά. Ακούω τα χτυπήματα στην πόρτα. Δεν μπορούν πια να μου πάρουνε τίποτα. Έχω πεθάνει χρόνια. Βιάζομαι να φορέσω το κουστούμι μου. Το κράτησα τόσο καιρό για την περίπτωση στη ναφθαλίνη. Πηγαίνω ν’ ανοίξω αξιοπρεπής την πόρτα. Ίσως να είναι καλύτερα ν’ ανοίξω ο ίδιος την πόρτα. Μπορεί και να μου δώσουνε χάρη, να βρήκανε στοιχεία ελαφρυντικά, μπορεί και να με αθωώσουν. Απ’ το ματάκι ο δήμιος με κοιτάει ένα υπέρογκο μάτι. Και δεν χαμογελάει.

 

Παρίσι,
Ιούνης 2010

 

«Ο Δήμιος» γράφτηκε «με μια πνοή» πριν από δέκα χρόνια, τον Ιούνη του 2010, στο Παρίσι. Για διάφορους λόγους δεν το είχα πάρει απόφαση να δημοσιεύσω αυτή τη μικρή σύνθεση μέχρι σήμερα. Επειδή όμως, στην παρούσα ιστορική συγκυρία μου δημιουργείται η αίσθηση πως το κείμενο αυτό αντιπροσωπεύει μια μικρή «αρχαιολογία» του σε πλήρη εξέλιξη δυστοπικού ολοκληρωτισμού του άμεσου μέλλοντός μας, αποφάσισα να το παραδώσω στην κυκλοφορία.

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Ζ. Δ. Αϊναλής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Είναι ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η Μονωδία της Έρημος (Κέδρος, 2019). Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια-Βορειοανατολικά. Ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη.