Ονειρεύομαι εκείνο το καλοκαίρι που χίλιοι άνθρωποι θα κατευθυνθούν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και θα το καταλάβουν. Για να το μεταμορφώσουν και πάλι σε ένα ελεύθερο κέντρο πολιτισμού, ένα αληθινό πεδίο λόγου, γιατί άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Κοιτώ το φετινό πρόγραμμα και με πιάνει απελπισία από την βιομηχανοποίηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού: Τέσσερα έργα του Αριστοφάνη, τέσσερα έργα του Αισχύλου, τρία έργα του Σοφοκλή, ένα του Ευριπίδη. Και πάπαλα. Άλλη μία θεατρική καλοκαιρινή περίοδος πνιγμένη μέσα στις σοβαροφανείς αυταπάτες ενός ένδοξου παρελθόντος. Άλλος ένας καλλιτεχνικός σχεδιασμός που ζει την αδυνατότητα έκφρασης παροντικού λόγου υπό τον φόβο των διαμαρτυριών ενός μεγάλου σιναφιού λογίων. Εντόπιο μαρτύριο: για να υπηρετήσεις την εθνική σου ταυτότητα να πρέπει να ανασταίνεις διαρκώς τα ιδανικά φαντάσματα ενός άπιαστου παρελθόντος. Ξανά και ξανά. Να ζεις υπό το καθεστώς μιας πολιτισμικής ανικανότητας περί της δημιουργίας των δικών σου μύθων, της δικιάς σου αναμέτρησης. Προσπαθώντας να κάνουμε δικό μας το ένδοξο παρελθόν βγάλαμε τον αδόξαστο στο παρόν μας. Έχουμε παγιδευτεί σε ένα φαντασματικό διάκενο που προσδίδει χαρακτηριστικά υπεροψίας στην εθνική ταυτότητα, όπως το χρυσό ταμπελάκι στο δάχτυλο του ποδιού ενός πτώματος.

Να γιατί ονειρεύομαι μια καλοκαιρινή κατάληψη στο αργολικό θέατρο από τολμηρούς ανθρώπους των τεχνών, που στις φλέβες τους δεν θα ρέουν τα εθνικά τα κόμπλεξ τα βαθιά, που σε αναγκάζουν να επιβεβαιώνεις συνεχώς την πνευματική σου συγγένεια με τα ιερά τέρατα αλλοτινών, ξένων, ανοίκειων σε μας εποχών. Και ακριβώς αυτή η ανάγκη της αρχαιοελληνικής επιστροφής, στα όρια του φανατισμού, που είναι πάντα πρόθυμη να αγκαλιαστεί από ένα κοινό που στην πλειοψηφία του ενδιαφέρεται για έναν τουρισμό ψυχής, είναι που επιβεβαιώνει την Αποκοπή που έχει επέλθει. Και όντως μια απόλυτη Ασυνέχεια μας καθορίζει, όσο κι αν κραυγάζουμε για το αντίθετο, όσο κι αν προσπαθούμε να το ξορκίσουμε, όσο κι αν κοκορευόμαστε για μια τρισχιλιετή παράδοση, το μόνο που καταφέρνεται με το ανέβασμα ενός αρχαίου θεατρικού κειμένου είναι να γίνονται πρωτίστως αρπαχτές και αποτυχημένες νεκροφάνειες. Αν ο στόμφος επικρατεί ή γωνιάζεται ή και διαβάλλεται από μια μοντερνιστική κατάθεση του έργου μικρή σημασία έχει πια. Δεν είναι ο τρόπος που επιφέρει το αποτέλεσμα αλλά ο τόπος του οράματος. Το σθεναρό επίπεδο του υπαρξισμού. Γιατί δεν είναι θεμιτό να επιμένεις να εμπνέεσαι από το αόρατο άρμα του Θέσπιδος και όχι από το άρμα του ρακοσυλλέκτη κάτω από το σπίτι σου. Είναι προβληματικό. Πλαστό. Κακέκτυπο. Δικαιώνει την αλλαγή νοήματος: οι περίφημοι υποκριταί να μοιάζουν με υποκριτές. Γιατί ο υπερβολικός σεβασμός στο παρελθόν καταντάει δουλικότητα. Για να μην πω γελοιότητα, από τη στιγμή που αποκρύπτεται εντέχνως πως τα έργα των τραγωδών της αρχαίας εποχής ανεβάζονταν ως συστατικό μέρος μιας θρησκευτικής λατρείας, εμπειρίας λιτανευτικής, με καταγωγή τον Διόνυσο και αλλού τον Ασκληπιό, με θεραπευτικές ιδιότητες για τους ασθενείς, και όχι μιας λυγουριώτικης εκδρομής που περιλαμβάνει και στάση για βουτίτσα στη θάλασσα. Αυτό πιστεύω: η Επίδαυρος θέλει να ζήσει στο εδώ και το τώρα. Θέλει να αναμετρηθεί με το νέο λόγο. Πρέπει η τραγωδία να ξαναπροκαλέσει ανεξέλεκγτο φόβο στον Πλάτωνα. Δεν είναι το αρχαίο θέατρο απλώς ένας τόπος μνημοσύνου. Η διαχρονικότητα χτίζεται, δεν αρκεί να ανασύρεται μόνο. Ή μήπως νομίζουμε πως στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου δεν παιζόντουσαν διαρκώς τα φρέσκα έργα της εποχής;

Να γιατί ονειρεύομαι χίλιους καταληψίες που θα μπουν αγκαλιασμένοι, ως από μηχανής θεός, στο θέατρο της Επιδαύρου για να θρηνήσουν επιτέλους τους νεκρούς της εποχής τους, ακόμη κι αν υστερούν στις αλληγορίες τους. Ας υστερούν μωρέ. Αυτοί είμαστε. Και μια χαρά, -ορθότερα: και μια δυστυχία- ήρωες έχουμε και μεις, αν θέλουμε να επικολογήσουμε. Κι ούτε που αξίζουνε τη δυστυχία τους, στοιχείο σχεδόν απαραίτητο στην τραγωδία. Aς αγαπήσουμε τον τόπο μας. Ας αγαπήσουμε τη γεωγραφία μας. Από εδώ ερχόμαστε. Γιατί να ντρεπόμαστε; Ή μήπως μας βολεύει η ντροπή, έτσι ώστε η κριτική στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε να απονεκρώνεται καθώς φιλτράρεται μέσα από τα λόγια του Αισχύλου και του Ευριπίδη, τα οποία έχουν χάσει πια τις αιχμές τους δια της θεσμικής τους εκπροσώπησης;

Μην υπερβάλω όμως. Κανείς δε φταίει περισσότερο από την εποχή μας. Πώς αλλιώς να γίνει; Η θυσιαστική φύση των τραγωδιών έχει εξωτικοποιηθεί, δεν υπάρχει επαφή, το παρόν είναι μηδενικής μυθολογίας.

Είμαστε όλοι κακοπάτριδες πια.

 

εικόνα εξωφύλλου: Pichiavo