Κρατώντας στα χέρια σου το cd του, που μόλις κυκλοφόρησε, μπερδεύεσαι. «Dance with invisible partners» και «Honey». Ποιος ο καλλιτέχνης, ποιο το όνομα του έργου; Τελικά αυτό το ποιητικό μακρυνάρι αντιστοιχεί στον δημιουργό και η λεξούλα στο δίσκο του.
Ο Κωστής Γαρδίκης είναι από τους λίγους αναγεννησιακούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Μιλάει με το ίδιο πάθος για τέχνη και επιστήμη, δύο κόσμους φαινομενικά διαφορετικούς.
Με τη ζωή που κάνει, λογικό ήταν να καταφέρουμε να βρεθούμε μεσάνυχτα, στο τέλειωμα μιας συνηθισμένης μέρας του.

Πώς είναι να χορεύεις με αόρατες παρτενέρ;
Παρτενέρ ή ερωμένες κι εραστές;

Τι ακριβώς σημαίνει partners;
Και τα δύο.

Πώς είναι λοιπόν;
Κοίτα να δεις, αυτό μου ήρθε σε μία φάση που αποφάσισα να κάνω μουσική τελείως μόνος. Το `χα πολλή ανάγκη μετά από συνάφεια και συγχρωτισμό με μουσικούς. Αρχικώς το `χα δει ότι οι κιθάρες, τα μπλιμπλίκια είναι οι partners μου, ουσιαστικά όμως πίσω απ` όλο αυτό που γράφω και στήνω, κρύβεται μια μορφή έρευνας σε θέματα, έννοιες, που δεν τα προσεγγίζεις με τις αισθήσεις, μα αλληλεπιδρούν κατά κύριο λόγο με την πραγματικότητα. Είναι θέματα που με απασχολούν και τα παρακολουθώ τελευταία και που είναι πέραν του άμεσα αντιληπτού. Έννοιες ρευστές, που δεν έχουν άμεση συνάρτηση με την υλική πραγματικότητα, που την έχουμε άμεσα συνδεδεμένη με τις αισθήσεις μας.

Παρ` όλ` αυτά, έκανες τραγούδια. Αυτό το επιδιώκεις ή το πετυχαίνεις περισσότερο με τη μουσική ή με τους στίχους σου;
Καθαρά με τη μουσική. Δεν είμαι στιχουργός. Μ` αρέσει τρομερά η ποίηση και με γοητεύει και γράφω κανένα στίχο, αλλά θεωρώ το λόγο ως ένα στοιχείο της μουσικής. Πιο πολύ με ενδιαφέρει η μουσικότητα των λέξεων, η εκφορά τους, το πώς θα τοποθετηθούν σε ένα γενικότερο σύνολο συχνοτήτων που έχει μια δόνηση, έναν κραδασμό συγκεκριμένο, παρά η έννοια των λέξεων ή ένα story που μπορείς να διηγηθείς. Εντάξει, αυτό μπορεί να είναι μια μικρή αφορμή, αλλά το πώς δένει όλο αυτό συχνοτικά και από την πλευρά της δόνησης μ` απασχολεί πάρα πολύ. Άρα σ` αυτό που με ρωτάς η απάντηση είναι: με τη μουσική. Ακόμα και ως ακροατή υπάρχουν κομμάτια που μ` έχουν συνταράξει και δεν έχω ιδέα τι λένε – και μπορεί να είναι και στα ελληνικά! Είναι τόσο μαζί, ένα πράγμα, που δε μπορείς να διαχωρίσεις: αυτό είναι λόγος, εξελικτικά πιο μπροστά από το πρωτόγονο στοιχείο του ρυθμού ή της μελωδίας ή ακόμα και της αρμονίας. Δε μπορώ να τον απομονώσω.

Πώς θα χαρακτήριζες τη μουσική σου; Εγώ δυσκολεύομαι πολύ με τις ταμπέλες. Θα την έλεγες ποπ;
Έχω ακούσει πολλή μουσική στη ζωή μου και έχω παίξει και αρκετά, από διαφορετικά είδη, στυλ ή ιδιώματα. Το «Honey» έχει μια μορφή σκοτεινής ποπ: είναι τραγούδια με κουπλέ, ρεφραίν, γέφυρες, έχουν δηλαδή πολύ κλασική φόρμα τραγουδιού. Έχω μια επιρροή που δε μπορώ να βγάλω από μέσα μου και μάλιστα κάποτε νόμιζα πως είναι και στενάχωρο αυτό, τελικώς όμως κατάλαβα ότι όχι μόνο δεν είναι στενάχωρο, αλλά αν το αξιοποιήσεις είναι ένα τρομερό εφόδιο, και όχι μόνο καλλιτεχνικά, κι αυτό είναι η κλασική μουσική. Βέβαια κι αυτό είναι πολύ καλά κρυμμένο, με έναν υπόγειο τρόπο, αλλά για μένα είναι κυρίαρχο.

Έχεις σπουδάσεις κλασική κιθάρα;
Κυρίως ναι.

Το cd το έχεις αφιερώσει στο Dr Stefanis. Θες να μου μιλήσεις γι` αυτόν;
Είναι ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος, που έφυγε σχετικά πρόσφατα. Ήταν θείος μου, αδερφός του μπαμπά μου, και αρκετά κοντά μ` εμένα στην ηλικία – άρα σα μεγάλο μου αδερφάκι ήτανε. Αυτός με μύησε στη μουσική – όχι με τη φιλοσοφία πίσω από τη μουσική ούτε με τις προεκτάσεις της. Απλά, τον θυμάμαι σε ηλικία πολύ μικρή να παίζει κιθάρα, γοητευόμουν τρομερά, και μου έδειχνε να παίζω. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδάκια τα «παίζουνε» με τη μουσική, εκτός κι αν έχεις πολύ ειδικό τρόπο να διδάξεις. Δεν ξέρω πλέον τι γίνεται, αλλά θυμάμαι με πολύ πόνο τα «Θεωρητικά της Μουσικής» του Καλομοίρη στην καθαρεύουσα. Εγώ, πάλι καλά, έπεσα σε καλούς δασκάλους, αλλά το σύστημα ήταν μαρτύριο και φαντάζομαι είναι ακόμα. Εγώ είχα το Στεφανή, που μου έδειχνε ένα αποτέλεσμα που ήταν μαγικό. Παίζαμε Beatles στην αρχή, κι άρχισα από πολύ μικρός να συνειδητοποιώ ότι αυτό μπορεί να έχει πολλή πλάκα!

Για τους στίχους των τραγουδιών πώς και προτίμησες να γράψεις στ` αγγλικά;
Είχα γράψει τις μουσικές με λα λα λα, χωρίς στίχους. Ήμουν ένα απόγευμα στην Αμοργό, off season, και καθόμουν κι έγραφα ποιήματα. Μια μέρα κάθισα σ` ένα μπαρ που νομίζω δεν υπάρχει πια, το «Μαραμπού», και έχοντας στο νου μου αυτές τις μελωδίες, έκατσα κι έγραψα όλους τους στίχους στα αγγλικά, και λίγους στα ελληνικά, που ακούγονται στο «Nova York (Teardrops)». Μου βγήκε μ` αυτό τον τρόπο. Δεν ήταν θέμα σχεδιασμού.

Το πήρες πάνω σου και ερμηνευτικά, αν εξαιρέσουμε τη συμμετοχή της Melentini.
Με τη Melentini κάναμε ένα κομμάτι που είναι και σωτήριο, γιατί μου φαινόταν μέτριο, αλλά κάπου καταλάβαινα ότι είχε μία δυνατότητα, και ο Κώστας – callmelazy -ο παραγωγός μού είπε «βάλε ένα κορίτσι να το πει». Εκείνο τον καιρό είχα γνωρίσει τη Melentini, που τη φωνή της τη θεωρώ πολύ υψηλού επιπέδου και κάπως μου έκανε ότι θα μπορούσε να δέσει. Και κάναμε το κομμάτι. Τα υπόλοιπα τα έχω εγώ ερμηνευτικά. Είναι και κάποια χορωδιακά, όπου συμμετέχουν φίλοι μουσικοί.

Παρατήρησα ότι η φωνή σου ακούγεται σχεδόν διαφορετική από τραγούδι σε τραγούδι!
Αυτό δεν είναι σίγουρα καλό!

Πώς το πετυχαίνεις αυτό;
Με τον Κώστα, που γράφαμε, είπαμε ότι θα κάναμε ένα take, κι ό,τι βγει. Βέβαια μπορεί να έχω τρία register πολύ διαφορετικά, και τα χρησιμοποιώ στο ίδιο κομμάτι – και στυλιστικά μ` αρέσει. Φωνητικά στο δίσκο έγραψα το 2013 κάποια κομμάτια και κάποια το 2018 – και είπαμε ότι κρατάμε τα take, παρά τη χρονική απόσταση. Είναι στο στυλ του δίσκου!

Έχει ενδιαφέρον όμως!
Ήθελα να το κάνω και έτσι, αποσπασματικό, επειδή ήταν γραμμένο σε μεγάλο χρονικό διάστημα.

Πώς σου `ρθε αυτό το υλικό να το βγάλεις σε cd; Δεν έχει πεθάνει το cd πια;
Είναι κάποια πράγματα αυτή τη στιγμή τόσο πεθαμένα, που είναι cult! Και σκέφτηκα ότι αν κάτι είναι vintage και μουσειακό είδος σήμερα, αυτό είναι το cd πια και όχι το βινύλιο! Πέραν αυτού όμως, υπήρξε και σπόνσορας να βγει το cd – εγώ δε θα έκανα αυτό το έξοδο. Είναι ο ιδρυτής της εταιρείας που εργάζομαι, ο οποίος ως μέγας μαρκετίστας είπε πως θα κάνει και το μάρκετινγκ! Έχει ενδιαφέρον και το φετίχ, ο δίσκος σε cd ως αντικείμενο – μου άρεσε πολύ! Δεν ήταν όμως σχέδιο το cd. Στο νου μου είχα ότι θα το έβγαζα σε κάποια διαδικτυακή πλατφόρμα.

Τι άλλο έκανες μουσικά στο παρελθόν, που σ` έκανε να θες να μείνεις δημιουργικά μόνος;
Ήταν πολύ καταλυτικό για μένα και παράτησα τη μουσική για αρκετά μεγάλο διάστημα. Είχα μια μπάντα, τους D-fault, που παίζαμε πολύ και είχαμε σε υψηλό επίπεδο συνομιλίες, και με εταιρείες, και λόγω της ηλικίας είχαμε πάρει ένα hype. Ήμασταν πιτσιρίκια τότε και ήταν μεγάλη η ανάλωση ενέργειας που έκανα σε θέματα διαχείρισης διαφόρων προσωπικοτήτων – κι οι μουσικοί, ξέρεις, είναι όλοι μουρλοί (βάζω και τον εαυτό μου μέσα). Τα «εγώ» είναι συνήθως τεράστια, και υπάρχει κι αυτή η καλλιτεχνική λόξα, εκτός κι αν είσαι σε πολύ υψηλό επίπεδο με πολλά λεφτά, οπότε μετά παίζουν άλλα πράγματα και συνεννοείσαι, ή το κάνεις for fun. Σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο όμως είναι πολύ ζόρικο να λειτουργείς. Ακόμα και θάνατος ενός μέλους συνέβη… Όλα αυτά με τάραξαν τόσο, ώστε παράτησα τη μουσική. Και μετά είπα ότι θα το κάνω τελείως μόνος. Βέβαια τώρα κάνω τα τραγούδια με μπάντα, αφού ετοιμάζουμε live και καταλαβαίνω πως η μουσική είναι για να παίζεται από ανθρώπους. Χρειάζεται αλληλεπίδραση – ειδικά στη μουσική που έχει κάτι τόσο μυστηριακό. Στις τέχνες μπορείς να αλληλεπιδράσεις πολύ άμεσα και να υπάρχει η σπίθα της στιγμής, που αν την περιμένεις μόνος σου δεν ανάβει. Έχω δημιουργήσει μια μπάντα και ήμουν τυχερός επειδή έπεσα ουσιαστικά σε μέλη μιας μπάντας που είναι στημένη ήδη: το Νίκο Καραδοσίδη και το Δημήτρη Κατέβα των One Hour Before the Trip. Παίζουν instrumental post rock, που δεν είναι ακριβώς το στυλ μου, αλλά είναι παιχταράδες και με μεγάλο κοινό γιατί παίζουνε δέκα χρόνια και είναι δεμένοι πολύ. Επίσης στη μπάντα ενσωματώνεται η Melina Nicole Harris, κυρίως για γυναικεία φωνητικά.

Τι άλλο κάνεις μουσικά; Εγώ σε γνώρισα ουσιαστικά από τους λοκατόλα.
Κάνω μουσική για εικόνα – θέατρο, σινεμά – και έχω και τη φάση με τους λοκατόλα, όπως είπες.

Πώς προέκυψαν οι λοκατόλα;
Γενικά όλη η φάση προέκυψε τόσο χύμα που δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς – και λόγω της μουσικής που παίζουμε αλλά και λόγω των προσωπικοτήτων που είμαστε. Απλά έγινε ένας συνδυασμός γεγονότων. Διάβασε ο Τάσος ένα ποίημα, παίξαμε, το γράψαμε και είπαμε «είναι πολύ καλό!». Ο Γιάννης κανόνισε να παίξουμε στο φεστιβάλ Dada στο Cabaret Voltaire, και για να μην παίξουμε ό,τι να να `ναι, βρεθήκαμε για μια πρόβα. Έπρεπε να βρούμε κι ένα όνομα και είπε ο Τάσος «λοκατόλα». Ήταν τόσο καταιγιστικό που το κρατήσαμε. Έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί σε πολύ μεγάλο βαθμό το πρότζεκτ περιγράφει την παράνοια και την καύλα αυτού που συμβαίνει τώρα.

Κιθάρα, θέρεμιν, ηλεκτρονικά, φωνή;
Στη λοκατόλα παίζουμε ό,τι έχουμε!

Πόσες φορές έχετε παίξει λάιβ;
Σίγουρα περισσότερες από τις φορές που έχουμε προβάρει.

Πώς έγινε η συνάντηση με τον Τάσο;
Είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω ζήσει στη ζωή μου! Ο Τάσος είχε ένα καφενείο του θανάτου στο Βοτανικό. Την πρώτη φορά που πήγα σ` αυτό το καφενείο ήταν κάτι μπαρμπάδες που βλέπανε ΠΑΟΚ στην τηλεόραση και παίζανε τάβλι και πίσω τους ήταν ένας τσιγγάνος που είχε στήσει τύμπανα – και τα `σπαγε! Και βλέπω τον Τάσο να σερβίρει γάβρους και ελληνικούς καφέδες. Εκεί τις Κυριακές έπαιζε μπουζούκι ο Γιάννης Λιανός και ψιλοπήγαινα. Κάναμε ένα βράδυ ένα λάιβ με το Γιάννη – αυτό θα μπορούσε να είναι ο πρόδρομος της λοκατόλα. Ο Γιάννης έπαιζε ούτι κι εγώ τον πέρναγα από διάφορα εφέ. Παίξαμε οι δυο μας, με τον κόσμο του καφενείου, οι οποίοι ήταν ανεκτικοί σ` όλο αυτό – ήταν πολύ εντυπωσιακό! Σε κάποια φάση ο Γιάννης παίζει ένα Σι και παίζω κι εγώ ένα Σι στην κιθάρα, και το παίζουμε εμμονικά για είκοσι λεπτά, έχοντας βρει μια τέλεια ισορροπία! Είχαμε συντονιστεί πάρα πολύ. Τελειώσαμε και μαζί! Ο Τάσος το είχε παρακολουθήσει και μου λέει «μπορείς να παίξεις ακόμα λιγότερα;». Και του λέω «Τάσο, μπορώ να μην παίξω και τίποτα» και μου λέει «μου κάνεις!». Ο Γιάννης στο μεταξύ μου `λεγε ότι ο Τάσος γράφει κάτι ποιήματα και καμιά φορά στο καφενείο, αργά τις Κυριακές, τα διαβάζει. Εγώ όμως δεν είχα πάει. Και διάβαζαν κι άλλοι ποιητές. Ήταν στέκι λούμπεν διανοούμενων, πολύ βαρβάτο καφενείο! Κάποια στιγμή ο Γιάννης ήθελε να στείλει σε ένα φεστιβάλ ένα video και μου ζήτησε να κάνω το sound design. Είχε ηχογραφήσει τον Τάσο με το κινητό του. Ακούω τέσσερα ποιήματα του Τάσου και κλαίω με μαύρο δάκρυ… Είδα ότι ο συντονισμός είναι πλήρης.

Η μουσική είναι το επάγγελμά σου ή το χόμπι σου;
Τη μουσική την αντιμετωπίζω επαγγελματικά αλλά δε νομίζω ότι θα μπορούσα να ζήσω από αυτή πάνω από ένα μήνα χωρίς να πεθάνω από ασιτία. Θα σου `λεγα ότι το αντιμετωπίζω επαγγελματικά και είμαι part time μουσικός. Κάνω και πράγματα επί πληρωμή αλλά σίγουρα χαλάω πιο πολλά απ` όσα βγάζω.

Ο Τσαρούχης είχε πει ότι στην Ελλάδα κανείς δεν κάνει το επάγγελμά του.
Ε, άμα το` πε ο Τσαρούχης, εμείς τι να πούμε;

Πώς βιοπορίζεσαι;
Βιοπορίζομαι με ένα άλλο κομμάτι που μ` ενδιαφέρει και μ` αφορά πάρα πολύ, με ένα διακριτό τρόπο και από φιλοσοφικής απόψεως αλλά και πραγματιστικά: ας πούμε – κι ας μην ακουστεί βαρύγδουπο – με την επιστήμη ασχολούμαι, και κάπως πιο ειδικά με την επιστήμη των φυσικών προϊόντων. Πάνω – κάτω αυτό έχω σπουδάσει. Έχω σπουδάσει Φαρμακευτική κι έχω κάνει Master και διδακτορικό στη νανοτεχνολογία, που είναι ένα καινούριο πεδίο κι έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί ασχολείσαι με κάτι αόρατο που έχει κουκουρούκου ιδιότητες. Είναι πολύ μεγάλο σχολείο σκέψης. Με βολεύει πολύ και στη μουσική και στην επιστήμη. Αυτό κάνω πάνω κάτω ως επάγγελμα, όχι τόσο ρομαντικά, γιατί έχω ανάγκη από ένα κομμάτι που να είναι εντελώς γειωμένο. Διευθύνω το επιστημονικό τμήμα σε μια εταιρεία που κάνει φυσικά προϊόντα.

Εγώ θεωρώ ότι ο επιστήμονας κι ο καλλιτέχνης είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι.
Ο Ντα Βίντσι δε θα συμφωνούσε!

Εσύ τι νιώθεις περισσότερο;
Είχε πει ο Bowie, που ήταν Αιγόκερως κι αυτός, «όταν κάνω μουσική είμαι 100% καλλιτέχνης, όταν την πουλάω 100% επιχειρηματίας». Αυτός βέβαια τα` κανε καλά και τα δύο. Εγώ νιώθω πιο πολύ καλλιτέχνης με την έννοια ότι αντιμετωπίζω την ύπαρξη με πρώτο φίλτρο το συναισθηματικό πεδίο, τη διαίσθηση και το τι υπάρχει πίσω από αυτό που μπορούμε να αντιληφθούμε – το οποίο βέβαια είναι και πεδίο της επιστήμης. Σε μένα αυτό το «Dance with invisible partners» ακουμπά και στο διαισθητικό πεδίο και σ` αυτό που καταλήγει να είναι ορθολογιστικό. Στην πράξη λοιπόν και τα δύο είμαι.

Θα μπορούσες να τα κάνεις ανάποδα; Τέχνη το πρωί, επιστήμη το βράδυ;
Θα μπορούσα να αλλάξω την ισορροπία. Το σίγουρο είναι ότι θα τα `κανα και τα δύο. Στο βαθμό που μπορώ δίνω μια ροή στα πράγματα που κάνω, γιατί τα κάνω και πολύ έντονα. Βάζω πολύ κομμάτι καλλιτεχνικό στην επιστημονική δουλειά που κάνω και βάζω ένα μεγάλο κομμάτι επιστημονικό στη μουσική – όχι από την τεχνοκρατική σκοπιά, αλλά από τη σκοπιά της έρευνας.

Κι ο έρωτας; Τι είναι; Αντικείμενο της επιστήμης ή της τέχνης;
Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι δίδυμα αδερφάκια – και παρεμπιπτόντως αυτό είναι και το θέμα του δίσκου. Όλη η επιστήμη μελετά το μυστήριο της ύπαρξης και ειδικώς το big bang, πώς ξεκίνησαν τα πάντα. Κι όλη η τέχνη κι όλη η φιλοσοφία αυτό μελετούν, από άλλη σκοπιά. Μάλλον είναι ο έρωτας εκεί που ξεκινάει το παν – δε μπορεί να είναι ο θάνατος.

 

Διαβάστε επίσης:

«Επιτάφιοι είμαστε! Στολίζουμε το πτώμα»