Πετάω πράγματα. Τόσα ώστε ό,τι μείνει από τη ζωή να χωρά σε δυο βαλίτσες. Είναι σαν να πεθαίνω ή κάτι τέτοιο. Πέταξα όλα τα έντυπα και χάρτες από δεκάδες χώρες και μέρη που πήγα, κάποτε μπορεί να έφτιαχνα μια εγκατάσταση με αυτά τα υλικά, κάτι για την παγκοσμιοποίηση ή μια μορφή δρομομανίας. Πέταξα όλους τους καταλόγους από αρτ πρότζεκτς. Πέταξα όλη την παλιά αλληλογραφία, μαζί με τα γραμματόσημα. Αυτό με σκότωσε μια στάλα περισσότερο, το να μη μαζεύει πια ο κόσμος γραμματόσημα. Μέχρι πριν από δυο χρόνια διατηρούσα ακόμη αλληλογραφία με το παραδοσιακό ταχυδρομείο, έτσι για να βρίσκομαι πίσω από την εποχή μου.

«Σταμάτα το δράμα», λέει ο λ στο κινητό. «Θα πετάξω και όλες τις φωτογραφίες», δηλώνω. Ποιος χρειάζεται εκτυπωμένες φωτογραφίες όταν όλα έχουν γίνει ψηφιακά. Φευ! δεν τις έχω ψηφιακά. Αν προχωρήσω με τέτοιους ρυθμούς, σύντομα θα είμαι χωρίς αναμνήσεις, ίσως χωρίς ταυτότητα, θα έχω σβήσει τα πάντα εκτός από το χειρότερο: εμένα τον ίδιο. Το ζητούμενο σε μια μετακόμιση είναι η ευελιξία, να μην έχεις ένα σωρό συμπράγκαλα, οι μεταφορικές εταιρείες βαράνε όσο έχεις περισσότερα πράγματα. Και όλα ξεκίνησαν από το airbnb: η αρχή του κακού.

Ζούσα σχεδόν ξένοιαστα τα τελευταία δέκα χρόνια, δίπλα στο λιμάνι. Σε ένα παλιό διαμέρισμα με υγρασία και θέα, ενοίκιο χαμηλό. Και ξάφνου πριν από δυο μήνες ο ιδιοκτήτης με ενημέρωσε ότι αποφάσισε να το ανακαινίσει και να το δώσει για airbnb. Κλάφτηκα σε όλους τους γνωστούς μου -μέχρι να πεις χουρμάς- ότι πρέπει να βρω σπίτι και να μετακομίσω και είναι μεγάλη ταλαιπωρία και δεν έχω λεφτά και όλα αυτά, και με την ευκαιρία, η μ είπε για την κομμώτριά της που είχε ένα δώμα στην Πατησίων και άρχισε να το νοικιάζει μέσω airbnb και σύντομα χέστηκε στο πενηντάευρω, αγόρασε άλλα δέκα σπίτια, τα εηρ-μπι-ενμπίζει όλα, βρέθηκε να κυκλοφορεί με γυαλιστερό αυτοκίνητο και μπρατσαρά προσωπικής φύλαξης.

«Μυαλωμένη η κομμώτρια», σχολίασε ο λ, «με τόσα μαλλιά που κόβει θα παίρνει και κάτι από τα μυαλά». «Η γενιά μου έμενε σε χόστελ, τι διάολο γίνεται σήμερα με τα airbnb», γκρίνιαξα – μάλλον επειδή ήθελα να ξεστομίσω μια φράση του τύπου «η γενιά μου έκανε αυτό», σαν να ανήκω σε κάποια γενιά ας πούμε, πράγμα που όλοι γνωρίζουμε ότι είναι μουσαντένια δήλωση: η αυτοδιάγνωση είχε δείξει πως δεν έχω αίσθημα του ανήκειν κάπου. Οπουδήποτε. Πουθενά.

«Η γενιά μου (ή έστω η προηγούμενη) έλεγε μετακομίζω γιατί χωρίζω, δηλαδή, υπήρχε ένας καλός λόγος», προχώρησα σε νέα διατύπωση κατά το άσμα. «Να μετακομίζεις λόγω airbnb είναι σαν να λέμε νεοφιλελευθερισμός», επισήμανε ο δ.

Πφφ.

«Γεια σας. Για την αγγελία παίρνω», ανακοινώνω αποφασιστικά. «Δεν θα το νοικιάσω τελικά. Θα το κάνω airbnb», λέει ο κύριος στην άλλη άκρη της γραμμής.

Ψάχνω σε αγγελίες, παίρνω τηλέφωνα. Τα μετρημένα στα δάχτυλα διαμερίσματα-ευκαιρίες πιάνονται σε λιγότερο από μια μέρα, δεν προφταίνω. Πηγαίνω βλέπω μερικά σπίτια που είναι σε ανεβασμένες τιμές ή σε κατάσταση που δεν μένει ούτε πτώμα μέσα. Είπαμε ότι έκαψα φλάντζα, αλλά όχι κι έτσι. Ψάχνω σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, να αφήσω τον Πειραιά – παραήταν καλά να ζω δίπλα στη θάλασσα: τόσο που δυσκολευόμουν λόγου χάρη να βάλω τα κλάματα άπαξ και συνέβαινε κάτι τραγικό, η θάλασσα είναι πονοσυλλέκτης.

«Δεν με συμφέρει να το νοικιάσω χαμηλότερα. Άμα είναι έτσι, το κάνω airbnb που λέει ο λόγος, θα βγάζω και πιο πολλά», τσαμπουνάει ένας άλλος, με τον οποίο παζαρεύω το νοίκι. Η συνομιλία καταλήγει σε διπλωματικό αδιέξοδο.

«Θα έχετε και σκύλο;» με ρωτάει μια ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια που έχει ένα κάπως συμπαθητικό διαμέρισμα. «Δεν ξέρετε τι έχω τραβήξει από σκυλιά. Ο προηγούμενος είχε ένα άγριο και μια μέρα που πήγα να πάρω το νοίκι που το άργησε, αμόλησε το σκυλί και με έκανε μια χαψιά. Δυο μέτρα σκύλαρος, κατέληξα με ράμματα. Λοιπόν, αντίο σας».

Γουφ.

«Στα Εξάρχεια να δεις τι γίνεται, στην πολυκατοικία μας μπαινοβγαίνουν συνέχεια τουρίστες airbnb, μεθυσμένοι τα ξημερώματα, ξεσηκώνουν τον τόπο, φωνάζουν, τραγουδούν, κάνουν σεξ όπου τους κατέβει, στις σκάλες, στο ασανσέρ, λες και δεν υπάρχουν άνθρωποι με κανονικές ζωές στο κτήριο, άνθρωποι που δουλεύουν το άλλο πρωί», λέει η ε. Μα, όλα σε αυτά τα Εξάρχεια συμβαίνουν. «Είναι μια μορφή κατοχής αλλά χωρίς τον πόλεμο», λέει ο δ με τις μεγαλοστομίες του.

Ωχ, πια.

Νιώθω κάπως τουρίστας στη χώρα μου, χωρίς μόνιμη στέγη, με όλους αυτούς τους τουρίστες και τα airbnb. Δεν παίζει να βρω σπίτι, μετά από τσεκάρισμα δεκάδων αγγελιών, παραπαίω σε φάση παραίτησης. Τουλάχιστον έκοψα τον καφέ εδώ και μία εβδομάδα, να μην έχω νεύρα, «διάγω έναν ελεύθερο από καφεΐνη βίο» λέω, και ο λ ρουφάει τον καφέ του κοροϊδευτικά και τον φέρνει στη μύτη μου, «θέλεις λίγο;» ρωτά για να με τσιγκλήσει, «θα σου σπάσω τα μούτρα», ζωηρεύω. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι και χαζεύουμε τους τουρίστες. Μας πλησιάζουν δυο άγγλοι ξανθομπούμπουρες με χωρίστρες και λένε στη γλώσσα τους: «Συγγνώμη, έχουμε κλείσει ένα airbnb να μείνουμε μερικά βράδια και η διεύθυνση είναι αυτή, κάπου εδώ κοντά, μήπως γνωρίζετε που βρίσκεται;». Δίνουμε τις σχετικές οδηγίες –που είναι λάθος- και καθώς απομακρύνονται ο λ σιχτιρίζει, «πηγαίνετε στη χώρα σας! Μας πήρατε τα σπίτια». Και λυνόμαστε στα γέλια. Τουλάχιστον μπορώ να πιω μπίρες καθώς πέφτει η νύχτα, δεν τις έκοψα.

Μεθώ. Μια άλλη μέρα ξημερώνει. Η ζωή δείχνει χειρότερη από χθες.

Στο διαμέρισμα που πρέπει να αφήσω μέχρι το τέλος του μήνα, προσπαθώ να βάλω πράγματα σε κούτες. Δεν χωράνε όλα σε δυο βαλίτσες, εντέλει. Ο σ έχει έρθει να βοηθήσει και λέει να μην πετάξουμε τις κασέτες, θα γίνουν πάλι μόδα όπως το βινύλιο, αλλά να πετάξουμε τα μισά βιβλία αναφανδόν επειδή δεν θα τα ξαναδιαβάσουμε ποτέ. Σκέφτομαι, αν γίνουν και τα γραμματόσημα εκ νέου μόδα, θα έχω δει πάρα πολλά μέσα στο διάστημα μιας ασήμαντης ζωής, σαν να έχει συμπυκνωθεί ο ιστορικός χρόνος.

Δοκιμάζω να πάρω τηλέφωνο σε μια ακόμη αγγελία, χτυπάει αρκετές φορές και πάνω που είμαι έτοιμος να το κλείσω, μια φωνή στην άλλη άκρη απαντά. Μιλάμε, κλείνουμε ραντεβού, κατεβάζω το ακουστικό, τα πράγματα δείχνουν καλά. Μια ιδέα με χτυπά κατακούτελα, έστω ότι βρίσκω ένα μεγάλο σπίτι, θα μπορώ να δίνω το ένα δωμάτιο airbnb στη ζούλα. «Ο λαός μου είχε ανέκαθεν επιχειρηματικό μυαλό» ανακοινώνω – μάλλον επειδή ήθελα να ξεστομίσω μια φράση που να αρχίζει με το «ο λαός μου», σαν να ανήκω κι εγώ ας πούμε κάπου, κι ας είναι μουσαντένια δήλωση, καθώς η αυτοδιάγνωση είχε δείξει πως δεν έχω αίσθημα του ανήκειν και όλα αυτά. Κάτι τέτοιοι γινόμαστε κάποτε φανατικοί πατριώτες. Γιατί άμα έχεις έναν λαό, μια πατρίδα, εντάξει, κάτι θα γίνει και με το σπίτι. Κάτι θα βρεθεί, θα δεις.