«Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά.» Με τον τίτλο αυτό μάς συστήνει η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη τον «Οδοιπόρο» του Παναγιώτη Σούτσου, «ποίημα δραματικόν», που μετράει σχεδόν δύο αιώνες γραφής. Πρόκειται για μια γοητευτική ιστορία ενός πλατωνικού έρωτα, ανεκπλήρωτου και καταραμένου. Ο Οδοιπόρος κι η Ραλλού μια ζωή ζουν ο ένας με το φάντασμα του άλλου, αφού λογίζονται για πεθαμένοι, κι όταν επιτέλους συναντιούνται, πεθαίνουν οριστικά.
Απ` το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στο ρεαλισμό της τωρινής Αθήνας.
Κουβέντα με την Ηλέκτρα ανάμεσα στις πρόβες.

Τι δουλειά έχει ένα νέο κορίτσι με την καθαρεύουσα;
Δεν είναι στην καθαρεύουσα το κείμενο. Τη θεωρείς καθαρεύουσα;

Αρχαΐζουσα, έστω.
Πού να δεις τότε και τις επόμενες διασκευές του έργου!

Μίλα μου για την ιστορία του κειμένου.
Ο Σούτσος έκανε μόνος του τέσσερις διασκευές. Και μάλιστα το 1864, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει, έγινε μια έκδοση του Οδοιπόρου με τον υπότιτλο «φυλάττουσα τη γλώσσα του πρωτοτύπου». Όταν πρωτοεκδόθηκε, το 1831, έγινε χιτάκι. Το μιλούσε ο κόσμος, κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα.

Σαν τον Ερωτόκριτο ένα πράμα;
Ναι, μιλιόταν. Ήταν γνωστοί οι στίχοι του. Είχε ανεβεί και από διάφορους μικρούς θιάσους. Και είχε και δεύτερη ζωή μετά το θάνατο του Σούτσου. Βγαίνει η έκδοση του 1864 και για πάρα πολλά χρόνια και στο φιλολογικό κομμάτι και στο θεωρητικό οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι αυτή η έκδοση έχει τη γλώσσα του πρωτότυπου, του 1831. Πολύ καιρό μετά, με αντιπαραβολές, μιας και ο Σούτσος είχε κάνει τέσσερις διασκευές, διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα αυτής της έκδοσης δεν είχε καμία σχέση με τη γλώσσα του πρωτότυπου. Το πρωτότυπο του 1831 είναι σε μεικτή φαναριώτικη, γίνεται χρήση όρων και γραμματικής της καθαρεύουσας αλλά με μια πιο προφορική τάση, με την ελευθερία της δημοτικής. Ο Σούτσος όμως, επειδή αργότερα υπήρξε υπέρμαχος του καθαρού λόγου, θέλησε να θάψει αυτό το σχέδιο του αρχικού έργου του, που «αναιρούσε» τις κατοπινές απόψεις του. Εμένα αυτό το στοιχείο είναι από τα πρώτα που με γοήτευσαν, γιατί το έργο έχει κάνει την ίδια πορεία με το δημιουργό του, ο οποίος ενδεχομένως το ακρωτηρίασε και το συντηρητικοποίησε, ενώ η πρώτη γραφή, όταν ήταν ακόμα νέος, ήταν πιο κοντά στις ιδέες του ρομαντισμού απ` ό,τι όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατό του. Συντηρητικοποίησε το θέμα. Το έκανε πιο θρησκόληπτο. Έπασχε και από μεγαλοϊδεατισμό.

Άρα εσύ ανεβάζεις την πρώτη γραφή.
Ναι. Και ο Γιώργος Πρεβεδουράκης έγραψε ένα μονόλογο για δύο φωνές κι έτσι κλείνει η παράσταση. Δεν έχει επέμβει δραματουργικά. Απλά στο κείμενο κάποιοι μονόλογοι έχουν αντικατασταθεί από κάποια ποιήματα που διανύουν μια ιστορική πορεία από την εποχή του Βιζυηνού μέχρι και σήμερα: Βιζυηνός, Παπαρρηγόπουλος, Σολωμός, Λαπαθιώτης, Καρυωτάκης και τέλος Πρεβεδουράκης, για να φτάσει η γλώσσα στο σήμερα. Κι επειδή στην αρχή με ρώτησες τι δουλειά έχει ένα νέο κορίτσι με την καθαρεύουσα, η απάντηση είναι «και γιατί όχι;». Είναι ένα τόσο φορτισμένο τοπίο το γλωσσικό ζήτημα – αν υπήρξε ποτέ γλωσσικό ζήτημα – που σου αφήνει ένα τεράστιο χώρο. Είναι ένα εξαιρετικό γήπεδο για να πεις ποια είναι η σημερινή γλώσσα, να κάνεις αυτό το ταξίδι, να δεις τις αντοχές της γλώσσας και άρα της σκηνικής λειτουργίας. Και επειδή μέσα στο κείμενο και ο ίδιος ο Σούτσος παλινωδεί, άρα και ο ίδιος αυτοαναιρείται, είτε στη χρήση της γλώσσας είτε στη χρήση των νοημάτων, για μένα ήταν λυμένο: ουσιαστικά ήταν ένα κείμενο στο οποίο δεν έπρεπε να πάρω θέση. Αντιθέτως, έπρεπε να πάω απέναντι στη γλώσσα, για να δω πού έχει φτάσει σήμερα.

Μιας και γίνεται λόγος τελευταία για την κατάργηση των λατινικών ως νεκρής γλώσσας και επειδή πολλοί θεωρούν νεκρή και την αρχαία ελληνική, θεωρείς ότι κάποιος που δεν έχει διδαχθεί τα αρχαία μπορεί να επικοινωνήσει με το κείμενο αυτό;
Μπορεί. Δε νομίζω ότι θα έχει πρόβλημα ως προς την πρόσληψη των νοημάτων, αλλά σίγουρα θα υπάρχουν κάποιες λέξεις που θα είναι άγνωστες. Δε νομίζω για παράδειγμα να καταλάβουν όλοι τι θα πει η φράση «σου το ώμοσα». Αλλά νομίζω ότι μπορούν να το καταλάβουν από το περιεχόμενο της φράσης. Κανένας από τους συντελεστές της παράστασης δεν είχε πρόβλημα πάντως.

Οι ηθοποιοί το έμαθαν εύκολα;
Ναι, και πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες! Αυτό που λένε για το πρωτότυπο του Σούτσου, ότι κατάφερε να μιλιέται, είναι αλήθεια. Είναι ένα κείμενο που μπορεί να μιληθεί, που ζητάει να μιληθεί. Έχει μια προφορικότητα, ένα ρυθμό, μια απεύθυνση.

«Μιλάει» όμως στο σήμερα;
Η πορεία ζωής του Σούτσου για μένα ήταν μια πορεία ήττας, είτε ο ίδιος το κατάλαβε είτε όχι. Η ζωή του φωτογραφίζει ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού ζητήματος. Οι επιλογές της ζωής του, η καλλιτεχνική του πορεία… Οπότε για μένα ο Σούτσος είναι ο καταλύτης στο γιατί αυτό το έργο σήμερα. Είναι ο τρόπος που συμπεριφέρθηκε στο έργο του – γιατί στον Οδοιπόρο έχει και πολλά βιογραφικά στοιχεία. Είναι το πρώτο έργο που έγραψε και περιγράφει τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, τον οποίο τον κουβαλούσε μέχρι και το θάνατο. Και δεν το λέω με διάθεση μελό. Τον κουβαλούσε, τον ακρωτηρίαζε, και τον παραμόρφωνε ανά δεκαετία σε ένα νέο κείμενο θέλοντας να τον φέρει, σαν ένας άλλος Προκρούστης, στα μέτρα και στα σταθμά της τότε ζωής του.

Ήταν ο έρωτας με μια συγκεκριμένη γυναίκα;
Ναι, Ραλλού τη λέγανε, όπως και στο έργο, η οποία πέθανε λίγο πριν την τελευταία διασκευή του `64.

Υπήρξαν ποτέ ζευγάρι;
Ήταν ένας πλατωνικός έρωτας του Σούτσου στα εφηβικά του χρόνια. Αυτός ήταν 13 – 14, εκείνη 17 – 18. Την είχε γνωρίσει στο σπίτι του ανθρώπου που ήταν κηδεμόνας του – γιατί ο πατέρας του είχε πεθάνει νωρίς. Τη γνώρισε, την ερωτεύτηκε, ο έρωτας δεν ευόδωσε ποτέ, την εξιδανίκευσε στον Οδοιπόρο στα νεανικά του χρόνια και έκτοτε σε κάθε κρίσιμη εποχή της ζωής του επανέφερε το έργο μέσα του και το μετακινούσε κατά το δοκούν και αναγκαίο για να επιβεβαιώσει τον εαυτό του. Διασκεύαζε το έργο για να πει στον εαυτό του: «Έχεις δίκιο και για σήμερα. Έχεις δίκιο που άλλαξες γνώμη. Έχεις δίκιο που άλλαξες ιδέες. Έχεις δίκιο που πήγες από τη μικτή στην καθαρεύουσα. Έχεις δίκιο που πρώτα ήσουν με τον Καποδίστρια και μετά πήγες με τον Όθωνα». Είναι ο μόνος που έχει γράψει ποιήματα για τους θανάτους και των δύο. Και τους δύο τους αποκαλεί τυράννους ενώ και τους δύο τούς έχει υποστηρίξει! Ήτανε μεγάλος οπορτούνας ο Σούτσος! Κι αυτό το λέω με συμπάθεια, γιατί στα νιάτα του, πριν του καλλιεργηθεί ο όποιος οπορτουνισμός, κάποια πράγματα τα ένιωθε ουσιαστικά. Κι αυτά τα πράγματα κάθε δεκαετία της ζωής του τα επισκεπτόταν για να τα μετακινήσει.

Ας μείνουμε λίγο και στην υπόθεση του έργου. Πώς γίνεται να βρίσκονται γυναίκες στο Άγιο Όρος;
Δεν το εξηγεί ούτε ο ίδιος. Μόνο στην τελευταία εκδοχή, του `64, υπάρχει ένας στίχος: όταν ανακοινώνεται η άφιξη της Ραλλούς, υπάρχει ένας στίχος στο λόγο του Παΐσιου που λέει «πάμε γρήγορα να της πούμε να μην πατήσει το πόδι της». Σε καμία από τις προηγούμενες εκδοχές δε συζητιέται το πώς μπορεί μια γυναίκα με την τροφό της να βρεθούν στο Άγιο Όρος. Έτσι, αφού ούτε ο Σούτσος θέλησε να το απαντήσει, ούτε κι εγώ προσπάθησα να το απαντήσω, αλλά να το φωτίσω: όλες οι ηθοποιοί της παράστασης είναι γυναίκες – εκτός από τον Οδοιπόρο.

Το έκανες queer λοιπόν!
Λες; Ποτέ δεν έχω καταλάβει αν οι επιλογές μου είναι queer. Μάλλον δεν έχω καταλάβει ούτε τι είναι queer.

Κανείς δεν έχει καταλάβει! Ο Σούτσος θα συμφωνούσε μ` αυτή σου την επιλογή;
Δεν ξέρω. Ο Σούτσος έχει αλλάξει τέσσερις φορές το έργο του. Μπορεί να συμφωνούσε – μόνο και μόνο για να είναι στην επικαιρότητα!

Τόσο οπορτουνιστής;
Τόσο! Υπάρχει όμως ένα κομμάτι μέσα του, και το πιστεύω ειλικρινά, που πάντα επιθυμούσε να παραμείνει αγνό, κι εμένα αυτό με συγκινεί. Δεν είμαι δηλαδή απέναντι στο Σούτσο, αντιθέτως συγκινούμαι που ένας άνθρωπος σ` όλη τη ζωή του επέστρεφε στην πιο γνήσια δημιουργία του, ακόμα και για να της κάνει κακό. Ένας άνθρωπος που μπλέχτηκε τόσο πολύ στα πολιτικά, στα φιλολογικά ζητήματα, πάντα επέστρεφε σ` αυτή την ερωτική ιστορία. Υπάρχει μια εξωστρέφεια, μια πολιτικοποίηση των πάντων, αλλά από πίσω βρίσκεται μια εγγενής αλήθεια, μια ρίζα στην οποία μπορεί να επιστρέψει. Ακριβώς αυτό είναι που φωτίζει σήμερα το τι είναι ελληνικό. Ποιο είναι το ελληνικό σήμερα; Ποιοι είναι οι Έλληνες;

Η ελληνικότητα φαίνεται πως είναι κάτι που σε απασχολεί, γι` αυτό και ήταν λογικό το πέρασμά σου από τη bijoux de kant.
Ναι, αυτό με το Γιάννη Σκουρλέτη μάς έχει συνδέσει άρρηκτα, δε χρειάστηκε να συζητηθεί. Συναντήθηκα μαζί του σε μια εποχή που την αποκαλούσα «το αγροτικό μου»: το να μη δουλεύω με την εξαναγκασμένη βία του αποτελέσματος. Επομένως, ούσα σε μία δεύτερη θέση, υποστηρικτική, ως βοηθός, είχα τη δυνατότητα να δω όλο αυτό το πράγμα να καλλιεργείται. Είναι μια συζήτηση που μας είχε απασχολήσει πάρα πολύ με το Γιάννη. Και για τα κείμενα που εκείνος διαλέγει, και για το πού βρισκόμαστε.

Ως σκηνοθέτις ποιες παραστάσεις έχεις ανεβάσει;
Η πρώτη δουλειά που έκανα με πολλή συνείδηση και πολλή επιθυμία ήταν μία παράσταση πάνω στο «Κλέφτικο» του Πρεβεδουράκη μαζί με το «Εμείς και οι Έλληνες» του Δημητριάδη, και τη δούλεψα σε τρεις μορφές. Αυτό συνέβη από το 2012 ως το 2014. Έπειτα έκανα το «Σκυλί του Ωρίωνα» του Τηλέμαχου Τσαρδάκα, μετά το «Περί Φύσεως» του Μιχάλη Βιρβιδάκη, όπου συνεργάστηκα στη σκηνοθεσία με το Γιάννη, μετά το «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;» της Μέλπως Αξιώτη και πέρυσι το «Προς Ελευσίνα» του Μάτεσι. Εκεί άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί επιμένω σε μια επιλογή ελληνικών κειμένων και πού μπορεί να με πάει αυτό και πού θα ήθελα να με πάει.

Το ζήτημα της ελληνικότητας δε λύθηκε από τη γενιά του `30;
Πώς μπορεί να λυθεί το ζήτημα της ελληνικότητας; Λύνεται ποτέ; Δεν είναι διαρκές; Πώς μπορεί ογδόντα χρόνια μετά, τα πράγματα που τότε έδωσαν μια λύση να τη δίνουν και σήμερα; Εγώ το αντιμετωπίζω σαν ενεργό ζήτημα. Άσε που τη γενιά του `30 την αντιμετωπίζω όπως ο Εγγονόπουλος: σκωπτικά.

Ποια είναι τα επιμέρους ζητήματα που μπορεί να αναδείξει ένα τέτοιο ερώτημα; Είναι η γλώσσα; Η σύνθεση του πληθυσμού; Τι μπορεί να είναι;
Για μένα νομίζω ότι το πρωτεύον ερώτημα είναι ποια είναι η σχέση μας με την Ευρώπη, στην πορεία των χρόνων αλλά και σήμερα.

Η σχέση μας με την Ανατολή έχει λυθεί;
Όχι, αλλά αυτά πάνε μαζί. Η Δύση και η Ανατολή. Γι` αυτό και θέτω άτυπα σαν αρχή μιας καλλιτεχνικής αναζήτησης για τα επόμενα χρόνια τον Οδοιπόρο. Γράφτηκε το 1831, τότε που επέρχεται η πρώτη στρέβλωση στην ελληνική ταυτότητα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα Δύσης και Ανατολής. Είναι η χρονιά που έρχεται ο Όθωνας. Η σύσταση του νεοελληνικού κράτους αποτελεί και την αρχή για να συζητήσεις αυτό το ζήτημα. Υπάρχει ένα συναίσθημα ενοχής για το αν είμαστε αρκούντως Ευρωπαίοι, αρκούντως δυτικοί, και μια ντροπή για το αν είμαστε Ανατολίτες. Δεν έχουμε μια διαλεκτική σχέση μ` αυτό που λέγεται ευρωπαϊκή ταυτότητα. Είναι ένα θέμα ενεργό. Δε λύνεται.

Και από το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Καραμανλή φτάσαμε στους «Μένουμε Ευρώπη»!
Ακριβώς! Είναι ένα ζήτημα που ανανεώνεται, επανενεργοποιείται, γιατί δεν έχει λυθεί. Και δεν έχει λυθεί γιατί ίσως εξαρχής μπήκαμε με το λάθος πόδι σ` αυτή τη σχέση με τη Δύση, διότι η σχέση αυτή δεν είναι διαλεκτική.

Θεωρείς ότι οι «Μένουμε Ευρώπη» έχουνε μια διαλεκτική σχέση με τη Δύση;
Όχι, νομίζω ότι και αυτοί δεν έχουν συνείδηση του τι είναι Δύση. Νομίζω ότι βλέπουμε τη Δύση όπως παλιά οι μετανάστες βλέπανε την Αμερική. Πιο πολιτισμένη, πιο δημοκρατική ζωή. Δε θέλω να γενικεύω όμως. Σαφώς υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν μελετήσει πάνω σ` αυτό, και είναι οι μη πωρωμένοι, που εναγκαλίζονται και την Ανατολή και τη θέση που έχει στο εθνικό συλλογικό ασυνείδητο. Πρέπει να είσαι βαθιά ανόητος για να πιστεύεις ότι έχουμε μια ολοκάθαρη σχέση με τη Δύση ή με την Ανατολή. Αυτό ισχύει για το σύνολο των Βαλκανίων, πόσω μάλλον για την Ελλάδα, που έπρεπε να σταθεί στο ύψος μιας προδιαγεγραμμένης ιδέας από τη Δύση για το τι ήταν η Αρχαία Ελλάδα. «Ελάτε να σας μάθουμε ποιοι είσαστε!» Αυτό είναι ακόμη πιο διαστροφικό. Μεγαλώνει την πολιτισμική νεύρωση και άρα την απόσταση από το τι μπορείς να είσαι και πού βρισκόσουνα.

Μπορείς να περιγράψεις κάπως με ποιον τρόπο έστησες την παράσταση;
Σ` αυτή τη δουλειά θέλησα να δοκιμάσω κάτι που σε προηγούμενες το άφησα στη μέση, κι επειδή υπήρχε ο χώρος από τους ηθοποιούς αυτό κάπως έχει ευοδώσει – δεν ξέρω αν θα πάει μέχρι τέλους. Θέλησα να βρούμε το μηχανισμό της παράστασης αλλά να μην τον στήσουμε. Η παράσταση δομείται πάνω σε συγκεκριμένα υλικά και στο πώς η επαναληπτική τους λειτουργία ή κατάργησή τους ενεργοποιεί περιοχές του κειμένου. Φτιάξαμε μια εργαλειοθήκη, μια δεξαμενή υλικών και βάσει του πώς πυρακτώνεται ή πώς ηρεμεί η σχέση τους με το κείμενο ή η σχέση τους με τους άλλους ηθοποιούς επί σκηνής χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν. Υπάρχει οδηγός, αλλά τα υλικά πλέουν μέσα στην παράσταση. Η παράσταση δεν έχει στηθεί. Δηλαδή είναι κάτι ζωντανό, όχι προαποφασισμένο.

Άρα κάθε βράδυ η παράσταση θα είναι διαφορετική.
Ναι, αλλά όχι σε διάδραση με το κοινό.

Σε τι κοινό απευθύνεται η παράσταση; Ποιο είναι το κοινό σου;
Είναι ένα θεμελιωδώς μικρό κοινό. Απευθύνεται σε μια μικρή μερίδα του αμιγώς θεατρικού κοινού.

Τι χαρακτηριστικά έχει αυτό το κοινό;
Δεν ξέρω. Μπορώ να σου πω όμως ότι έχω παρατηρήσει ότι είναι ένα νεανικό κοινό.

Ποιος είναι ο ιδανικός θεατής; Θεωρείς ότι πρέπει να έρχεται διαβασμένος;
Ναι. Αλλά και να μην έρθει, θέλω να αντιμετωπίσει την παρουσία του στο θέατρο σαν μια χρονική φέτα που θα βάλει σε διάλειμμα την υπόλοιπη πραγματικότητά του. Να μην έρχεται με την ταχύτητα της καθημερινότητάς του. Να κατεβάσει ταχύτητες, να μη βιάζεται να καταλάβει τι γίνεται, να μην προσπαθεί πολύ νωρίς να καταλήξει σε άποψη. Να μην αντιμετωπίζεται η παράσταση σαν ένα συμβάν.

Άφησα για το τέλος το Γιώργο Πρεβεδουράκη. Ποια ακριβώς είναι η ανάμειξή του; Στο πρόσθετο κείμενο που έγραψε μιμήθηκε τη γλώσσα και το στυλ του Σούτσου;
Η ποίηση του Γιώργου έχει ούτως ή άλλως μια προφορικότητα. Ο στίχος δεν είναι ομοιοκατάληκτος – αν αυτό με ρωτάς – παρά μόνο σε ορισμένα σημεία, κι αυτό από τη ροή του λόγου. Είναι αυτό που κάνει ούτως ή άλλως στην «Οδό Ρόδων» περισσότερο, παρά στο «Κλέφτικο». Και ήταν από την αρχή η απόφαση ότι θα ήταν σε έναν ανοιχτό, σχεδόν αντιφατικό διάλογο με τον Οδοιπόρο, με τη γλώσσα του Σούτσου.

Ο τίτλος πώς σας προέκυψε;
Μέσα στο κείμενο του Σούτσου υπάρχει ένα δίστιχο στο κείμενο της Ραλλούς, όπου μιλά για το φιλοσοφικό ζήτημα της αυτοχειρίας. Λέει λοιπόν πως ο Θεός «οπόταν της ζωής αυτής με άνοιξε την πύλην / με είπε: “Κράτει προς καιρόν του σώματος την ύλην”. / Εάν αυτό το φόρεμα, βαρύ φορτίον είναι / τι πταίω αν το παραιτώ; Κριτήν σε κάμω. Κρίνε!» Αυτό κάπως μετακίνησε τη σχέση μου με το κείμενο και τη σχέση μου με τα κείμενα που έχω βάλει μέσα στην παράσταση, στη λογοτεχνική περιοχή των αυτόχειρων. Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης… Και επειδή εκείνο το διάστημα διάβαζα για μεγάλους Έλληνες αυτόχειρες, τον Περικλή Γιαννόπουλο, το Γιώργο Μακρή, τον Καρασούτσα, αισθάνθηκα την ανάγκη να ταξιδέψει το κείμενο λογοτεχνικά μέσα στη σύνολη πορεία. Βάζοντας κείμενα είδα ότι έλειπε ένα κείμενο από το σήμερα, για να ολοκληρωθεί αυτή η πορεία. Όταν συναντηθήκαμε με το Γιώργο και το συζητήσαμε, είχα διαβάσει την «Οδό Ρόδων» και ήμουν πάρα πολύ επηρεασμένη από δύο ποιήματα, μα δεν του το είπα. Του είπα ότι θα ήθελα να κλείσει η παράσταση με ένα κείμενο δικό του. Δέχτηκε, του μίλησα για το ζήτημα της αυτοχειρίας, αυτής της οντολογικής ήττας, και του μίλησα γι` αυτό το δίστιχο. Και μου ανέφερε τα δύο ποιήματα από την «Οδό Ρόδων» που είχα στο μυαλό μου! Τα ξαναδιάβασα και του είπα να ετοιμάσει ένα μονόλογο για δύο φωνές και προέκυψε αυτό το ζήτημα για μια νέα ταυτότητα – ως Έλληνας; ως άνθρωπος; – αντιμετωπίζοντας τη ζωή σα μια φορεσιά, η οποία επιδέχεται και εθνική ανάγνωση. Επομένως βγήκε ένα κείμενο για την καινούρια φορεσιά, το να γίνεις κάποιος άλλος. Τι είδους νευρώσεις προκαλεί αυτό, αν είναι εκ προοιμίου χαμένη υπόθεση να προσπαθείς να γίνεις κάποιος άλλος. Κι έτσι καταλήξαμε σ` αυτό το κείμενο και στον τίτλο «Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά», άρα μια καινούρια ζωή, μια καινούρια ταυτότητα.

Διακρίνω μια ιδιαίτερη σχέση σου με την ποίηση του Πρεβεδουράκη. Με το «Κλέφτικο» άλλωστε έκανες τις πρώτες σου σκηνοθετικές απόπειρες. Τι βρίσκεις στην ποίησή του;
Αυτό που βαθιά με ενεργοποιεί με το Γιώργο, και που μπορεί να είναι βαθιά προσωπικό, είναι ότι δεν έχω καταφέρει ακόμα να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο έχει αφομοιώσει τόσο ουσιαστικά τη στρέβλωση της γενιάς μας. Έχει αφομοιώσει τη γλώσσα, τη στρέβλωση της γλώσσας. Με συγκινεί στο Γιώργο το πώς δίνει στον εαυτό του μεγάλες περιόδους σιωπής για να το αποκαταστήσει αυτό ποιητικά μετά, με πόση συνέπεια και με ποιο τρόπο υποστηρίζει το έργο του και τις ποιητικές του συλλογές, τι πορεία διανύει δηλαδή και στο δημόσιο λόγο, και πώς ενεργοποιεί και την ίδια τη γλώσσα, και πώς μπορεί να μάθει απ` αυτό και ο θεατρικός λόγος. Γι` αυτό ακριβώς είχα ανάγκη τη συνδρομή του στην παράσταση. Γιατί η γλώσσα του Γιώργου μιλιέται, ζητά να μιληθεί. Όταν πιάνεις ένα βιβλίο του στα χέρια σου αισθάνεσαι ότι αυτό σηκώνεται, ίπταται, από τον ίλιγγο που σου προκαλεί. Κι αυτό έχει να κάνει με το πόσο διατηρεί μέσα του ενεργό το συναίσθημα της καταστροφής. Υπάρχουν μερικοί ποιητές σ` αυτή τη γενιά, μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών, που έχουν διαχωρίσει την ποίηση από την ποιητικότητα. Δεν ποιητικίζουν. Νιώθεις ότι τα αντανακλαστικά τους είναι πιο ορθά κουρδισμένα από άλλους που ισχυρίζονται ότι διαβάζουν τους καιρούς και τους ενδιαφέρει να τους φωτογραφίσουν. Και νομίζω ότι ο θεατρικός λόγος έχει να μάθει πολλά από αυτούς τους ποιητές. Και να επανεφεύρει τον εαυτό του. Γιατί θα ήταν εκπληκτικό να περάσουμε σε μια πραγματικά μεταδραματική εποχή στο νεοελληνικό θέατρο, κι όχι κακώς εννοούμενη μεταδραματική, όπως το είδαμε να συμβαίνει για πάρα πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσα από την ποίηση. Αυτή η επανασύσταση του θεάτρου με νέους Έλληνες ποιητές μπορεί να φέρει εξαιρετικά αποτελέσματα και να ανοίξει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Και θα ήθελα, στο βαθμό που μου αντιστοιχεί, να κάνω το Γιώργο ενεργό κομμάτι αυτής της συζήτησης. Θα ήθελα αν ο χρόνος τού το επιτρέπει, να γράψει εξαρχής κάτι για τη θεατρική σκηνή.

 

-Μάτια μου
κάτι έχει σπάσει μέσα μου, κάτι που μουρμούριζε λυπημένα τραγούδια
μα πλέον δεν αισθάνεται λύπη για οτιδήποτε, ούτε έχει διάθεση για άλλα μουρμουρητά,
κάτι από καιρούς ζοφερούς που έδιναν την εντύπωση καιρών ευτυχισμένων,
κάτι δεινοσαλεύει μέσα μου σαν ιδεολογική καθαρότητα
κάτι αγοράζει κάθε πρωί μια δέσμη τριαντάφυλλα μόνο για τα αγκάθια

-παράφορα μάτια μου παράφορα όλα
     κι εμείς αναστημένοι μες στις λάσπες μας
φορτωμένοι ένα σωρό ελαφρυντικά απ’ την αναπηρία που μας δέρνει

-Πάλι θα ονειρευόμαστε μια καινούργια φορεσιά
με φουστάνια πλουμιστά
-ή με σιγκούνια ή και με καβάδια
με ολόλευκα πουκάμισα
με τζάκους, γιορντάνια, ζώστρες, καπιτσάλια, κοντογούνια, κεφαλοκαλύμματα

Ελευσίνα, Ασβεστοχώρι, Δρόπολη, Επισκοπή

-Και στη μέση ο οδοιπόρος κάτω απ’ την ψευδοροφή
καθώς η άνοιξη σιμώνει γοργά
κι ανακαινίζεται πυρετωδώς το κοινόβιο ενυδρείο

-στον τόπο αυτό όπου ακόμα και το «αντίο» μοιάζει να νεύει ακατάπαυστα
«εις το επανιδείν»
σάμπως να μην υπάρχει καν η λύτρωση του τελευταίου ασπασμού
σάμπως ακόμα και το οριστικό να υπόσχεται πως θα επιστρέψει

(απόσπασμα από το κείμενο του Γιώργου Πρεβεδουράκη)


«Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά»
Παίζουν: Μαρία Κίτσου, Δημήτρης Δρόσος, Μαρία Μαμούρη, Θεοδοσία Σαββάκη
Θέατρο Θησείον, Τουρναβίτου 7 – Ψυρρή
Από Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018 ως Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018
(Τετάρτη με Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:00)